Ο τρόπος που έχω για να συγκρίνω τα φεστιβάλ που επισκέπτομαι είναι να τα βάζω πλάι-πλάι στο Primavera της Βαρκελώνης, όπου έχω πάει πέντε φορές. Εδώ που τα λέμε, δεν έχω πάει και σε πάρα πολλά άλλα: στο Glastonbury μια φορά, στο All Tomorrows Parties άλλη μία και σε ορισμένα μονοήμερα ακόμα (συν τα ελληνικά ασφαλώς, τα οποία δεν πιάνονται όπως θα δούμε παρακάτω).

Το Sziget Festival διεξάγεται για εικοστή χρονιά φέτος(!) και είναι πολύ διαφορετικό από το Primavera, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Κατ’ αρχήν, είναι πολύ περισσότερο μαζικό στις μουσικές του επιλογές, γεγονός που –παρότι δεν το κάνει αναγκαστικά χειρότερο– το κάνει λιγότερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τα προσωπικά μου γούστα. Το εμπορικό(τερο) του ύφος αντανακλάται και στον κόσμο που το παρακολουθεί: ελάχιστοι ήταν όσοι φορούσαν μπλουζάκια με στάμπες συγκροτημάτων, απόλυτο μέτρο καθορισμού του βαθμού φανατισμού των θεατών των φεστιβάλ κατά τη γνώμη μου, καθώς και της ποιότητας της μουσικής τους λόξας (ως γνωστόν, στο Primavera αγγίζει ζηλευτές κορυφές σπαστικότητας και κάποτε ανεπιθύμητης χιπστεροσύνης). Επίσης, ο μέσος όρος ηλικίας ήταν ιδιαίτερα μικρός, που από μόνο του σημαίνει ότι οι περισσότεροι δεν είχαν πάει εκεί για τη μουσική μονάχα αλλά για να περάσουν εξαιρετικά με κάθε κόστος, να μεθύσουν, να την πέσουν σε όποια γκόμενα τους γυαλίσει. Κι αν δουν κι ένα καλό live, αυτό θα ήταν ένα ευπρόσδεκτο συν στην όλη εμπειρία.

Sziget_2

Το Sziget προσφέρει όλα τα παραπάνω, κυρίως επειδή έχει εκατό άλλα πράγματα να κάνεις εκτός απ’ το να δεις συναυλίες. Κατ’ αρχήν να δώσουμε μια εικόνα του μεγέθους της διοργάνωσης: το φεστιβάλ διοργανώνεται σ’ ένα νησί στη μέση του Δούναβη και καταλαμβάνει ολόκληρη τη μεγάλη του έκταση. Διαρκεί 8 ημέρες (3 σαν ζέσταμα και 5 ακόμη κανονικές) και τις πόρτες του περνούν κάτι λιγότερο από 400.000 άτομα! Ποτέ βέβαια δεν νοιώθεις να ασφυκτιάς από την πολυκοσμία, επειδή ο χώρος είναι μεγάλος, υπάρχουν δεκάδες δραστηριότητες στις οποίες μπορείς να λάβεις μέρος (ή απλά να παρακολουθήσεις), αμέτρητα κιόσκια που προσφέρουν κάθε είδους τροφή και ποτό, ενώ οι μουσικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα σε διψήφιο αριθμό σκηνών. Οι συναυλίες ξεκινούσαν από νωρίς το απόγευμα –σχεδόν μεσημέρι– και κρατούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τότε που το ευχάριστο, ανοιξιάτικο σχεδόν, κλίμα και την ευπρόσδεκτη δροσιά διαδεχόταν μια χειμωνιάτικη θα την έλεγες ψύχρα, η οποία απαιτούσε οπωσδήποτε μακρύ μανίκι. Άλλο αν η πιτσιρικαρία κυκλοφορούσε συχνά χωρίς καν φανελάκι, υπενθυμίζοντάς σου ότι έχει περάσει ο καιρός που το αίμα σου έβραζε…
 
Να δηλώσω εδώ ότι ο βασικός λόγος που διάλεξα να πάω στο Sziget είναι κατά λιγότερο από το ήμισυ μουσικός: ήθελα να δω έστω και μία φορά τους θρύλους Stone Roses από κοντά, ακόμη κι αν δεν ήμουν ποτέ ο μεγαλύτερος οπαδός τους. Κάποια ονόματα που έπαιζαν στην ίδια διοργάνωση βοήθησαν να παρθεί η συγκεκριμένη απόφαση, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παρέα, όπως και το ότι δεν είχα επισκεφτεί την όμορφη –απ’ ότι μου είχαν πει– πόλη της Βουδαπέστης (ισχύει).

Παρακολούθησα τις 3 τελευταίες ημέρες του φεστιβάλ, πράγμα που σημαίνει ότι έχασα τους Placebo (θα το ξεπεράσω…), τους Roots (τουλάχιστον με παρηγόρησε το γεγονός ότι δεν έπαιξαν στη σκηνή που είχαν αναγγελθεί λόγω καθυστέρησης στην άφιξή τους και βολεύτηκαν σε μία μικρότερη στεγασμένη, που χωρούσε 10.000 άτομα, με αποτέλεσμα να μείνουν πολλοί απ’ έξω, οπότε ίσως να μην τους έβλεπα ακόμη κι αν ήμουν εκεί), την Anna Calvi (κλαψ!), τους Maximo Park (μικρό το κακό μετά από τέτοιο άλμπουμ που έβγαλαν: τους έχω δει δις στα ντουζένια τους και καλύτερα να μείνω με εκείνες τις αναμνήσεις), καθώς και κάποια ονόματα που θα έβλεπα από καθαρή περιέργεια κι επαγγελματικό ενδιαφέρον (Glasvegas, Hurts, Ministry, Korn, Lacuna Coil, Dimmu Borgir, αστειεύομαι γι’ αυτούς τους τελευταίους!).

Τα δύο πρώτα ονόματα που είδα την πρώτη μου ημέρα ήταν κατά σύμπτωση εκείνα ακριβώς που είχα χάσει στο Primavera του 2010, λόγω μιας πεντάωρης καθυστέρησης στην πτήση μου. Τους Wild Beasts τους αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τους άκουσα, είχα μάλιστα στα καλύτερά μου και τα δύο τους άλμπουμ τις χρονιές που κυκλοφόρησαν. Το τρίτο τους Smother μου φάνηκε μία από τα ίδια –και αν θέλουμε να είμαστε λίγο αυστηροί, πραγματικά ήταν– αλλά όταν εμφανίστηκαν μπροστά μου και ξεκίνησαν με το “Bed Of Nails”, λύγισα. Ξέχασα οτιδήποτε αρνητικό μπορεί να σκέφτηκα ποτέ για το συγκρότημα και τους ρούφηξα με τη μία σαν το καλύτερο κρασί, σαν τη δροσερότερη μπύρα που είχε αρχίσει ούτως ή άλλως να ρέει εκείνη την ώρα. Ήταν φανταστικοί, όπως ακριβώς τους περίμενα, με τα διπλά φωνητικά τους και τα απίστευτης ακρίβειας τύμπανά τους, τα οποία κάνουν τα κομμάτια να είναι ρομαντικά μουσικά κουτιά που βγάζουν γλύκα όταν ανοίξεις το καπάκι τους. Με απογείωσαν όταν είπαν ότι θα παίξουν κάτι από τα παλιά τους και προχώρησαν στο “The Devil’s Crayon”, το κομμάτι που μου τους σύστησε,  κι έφτασαν ξανά μέχρι το σήμερα με το “Reach A Bit Further”, αφού τίμησαν δεόντως και το άλμπουμ Two Dancers. Έκλεισαν με το “End Come Too Soon” (όπως και στο Smother), με τον Hayden Thorpe να κελαηδά σαν αξιολάτρευτος καστράτος και τους λοιπούς να υπηρετούν τη μούσα τους με ευλαβική προσήλωση. Καταπληκτικοί, δεν έχω λόγια! (Tην ίδια ώρα με τους Wild Beasts έπαιζαν οι Vaccines, αλλά όπως καταλαβαίνετε ήταν περίπτωση no contest).

Sziget_3_Wild_Beasts

Οι XX τώρα έχουν ένα νέο δεύτερο άλμπουμ προ των πυλών, με το πρώτο να έχει κάνει μεγάλη αίσθηση σε πολλούς μα όχι και σ’ εμένα. Είχα την πληροφορία ότι live δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, πράγμα που επιβεβαίωσα πολύ γρήγορα, χωρίς να έχει περάσει περισσότερο από ένα 20άλεπτο της εμφάνισής τους. Μουσικά έχουν κάτι γοητευτικό αλλά είναι μάλλον καλύτερα να ακούς τη στουντιακή εκτέλεση στο σπίτι σου παρά να τη βλέπεις να παίρνει σάρκα και οστά επί σκηνής επειδή …δεν έχει τίποτα να δεις! Απόλυτα στατικοί, ντυμένοι στα μαύρα, μελωδικότατοι μεν αλλά κι ελαφρώς βαρετοί τελικά (παρότι τα καινούργια τους κομμάτια είναι σαφώς περισσότερο ρυθμικά και χορευτικά), μας έδωσαν την ευκαιρία να αρχίσουμε να εξερευνούμε τον χώρο του Sziget, κάνοντας αρχή από τη ρόδα που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από την κεντρική σκηνή. Οπότε, όσο ακούγαμε τους ΧΧ, είχαμε πανοραμική άποψη από ψηλά ολόκληρου του νησιού και του φεστιβάλ εν γένει, όπως και του bungee jumper δίπλα, που έντρομος πηδούσε στο κενό.

Sziget_4_XX
       
Τη βραδιά έκλεισαν οι Stone Roses, και νωρίς-νωρίς μάλιστα –το τελευταίο όνομα στην κεντρική σκηνή έβγαινε περίπου στις 21.30, που σημαίνει ότι 11 και κάτι ήσουν ελεύθερος να περιπλανηθείς κατά βούληση. Δηλαδή είτε να πας να πιεις μέχρι αναισθησίας, είτε να χορέψεις στους ρυθμούς των πολλών DJs που έπαιζαν ό,τι μπορείς να φανταστείς, είτε να βγεις να χαθείς μέσα στη νύχτα της Βουδαπέστης. Μέχρι τότε, όμως, είχαμε να απολαύσουμε τα κουρασμένα παλικάρια από το Μάντσεστερ, τα οποία είπαν να βγουν να πουλήσουν λίγο τον μύθο τους για όσους δεν πρόλαβαν το τρένο τους που πέρασε σαν σφαίρα εκεί στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 και χάθηκε, όπως νομίζαμε, για πάντα. Απ’ ότι αποδείχθηκε, τα παλιά πάθη και μίση παραμερίζονται όταν μπαίνουν στη μέση σοβαροί λόγοι, οικονομικής κυρίως φύσης. Ήταν προφανές βλέποντάς τους ότι, όσο κι αν (έκαναν ότι) το διασκέδαζαν, όσο κι αν ο Ian Brown κάτι έλεγε στο αυτί του Squire γελώντας, ο τελευταίος ετοιμαζόταν ανέκφραστος για το επόμενο κομμάτι, τη δουλειά που βρισκόταν εκεί να φέρει σε πέρας, καθιστώντας σαφές ότι η συναυλία ήταν ένας ακόμη σταθμός στην περιοδεία που θα πλήρωνε τους πρόσφατους λογαριασμούς τους –κι ίσως εξασφάλιζε και τα γηρατειά τους, ποιος ξέρει. Και το έκαναν άψογα, με τον πιο επαγγελματικό τρόπο, ικανοποιώντας όλους όσους τους παρακολούθησαν.

Sziget_5_Stone_Roses1

Ως γνωστό, οι Stone Roses έχουν δύο άλμπουμ στην καριέρα τους συν κάποια σινγκλ, επομένως από όλα αυτά βγαίνουν δεν βγαίνουν μιάμιση ώρα κλασικού υλικού. Εξ ου και κατά τη διάρκεια του “Fool’s Gold” ξεχείλωσαν την ήδη μακροσκελή εκτέλεση του δωδεκάιντσου σε μια οργανική άσκηση που πρέπει να κράτησε κανά τέταρτο της ώρας. Όπου ναι μεν θαύμαζες τη δεξιοτεχνία των μουσικών, έφτασε όμως και η στιγμή που ευχόσουν να το σφυρίξουν κάποια στιγμή σύντομα και να προχωρήσουμε παρακάτω, στο επόμενο. Ως εκ τούτου έκανε μια-δυο κοιλιές το μιάμισης ώρας σετ τους, μα κατά βάση υπήρξε ικανοποιητικό κι άψογο από εκτελεστικής πλευράς. Ακόμη κι ο Πιθηκάνθρωπος δεν υπέπεσε σε φωνητικά φάλτσα, λες και τα τραγούδια αυτά είναι αποτυπωμένα στο DNA του και του βγαίνουν φυσικά κι αβίαστα. Ήταν ο μοναδικός που όργωνε τη σκηνή πηγαίνοντας πέρα-δώθε με το baggy παντελόνι του σαν άλλοτε, διακοσμημένο μόνο τώρα με κόκκινες πούλιες που τον έκαναν λίγο γραφικό, κουνώντας μαράκες και παίζοντας λίγο με το κοινό στις μπροστινές σειρές… Ασφαλώς έπαιξαν τα πάντα, από “Sally Cinnamon” μέχρι “Ten Storey Love Song” κι από το “I Wanna Be Adored” (με το οποίο ξεκίνησαν, απογειώνοντας για τα καλά το κοινό) έως το “I Am The Resurrection”, με το οποίο ολοκλήρωσαν θριαμβευτικά. Οι Stone Roses δικαιολόγησαν απόλυτα τον θρύλο τους στη σκηνή του Sziget κι άφησαν άριστες εντυπώσεις. Ελπίζω μόνο όταν σταματήσουν τις παρούσες εμφανίσεις να μην το συνεχίσουν άλλο και ξεφτιλίσουν αυτό που αντιπροσωπεύουν κι αυτό για το οποίο τους κρατάμε στη μνήμη μας.

Sziget_6_Stone_Roses2

Η δεύτερη ημέρα δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, οπότε μπορέσαμε να περιπλανηθούμε ακόμη περισσότερο στους ατελείωτους χώρους του φεστιβάλ. Το πρόγραμμα ξεκινούσε στις 3 το απόγευμα με τους Noah & The Whale αλλά δεν προσήλθαμε έγκαιρα, οπότε προχωρήσαμε κατ’ ευθείαν στους Horrors –που σημειωτέον έπαιζαν την ίδια ώρα με τη μοναδική ελληνική συμμετοχή, τους Imam Baildi. Το προηγούμενο άλμπουμ των Horrors δεν ήταν για μένα κανένα αριστούργημα, όπως ήθελαν να μας πείσουν τα ξένα έντυπα, κι αυτό φαινόταν ακόμη περισσότερο όταν έπαιζαν τα τραγούδια του δίπλα σ’ εκείνα του Primary Colours που ΗΤΑΝ αριστούργημα. Τι να λέμε τώρα, μπορείς να συγκρίνεις το “Sea Within A Sea” και το “Still Life” για παράδειγμα, που τα έπαιξαν και διαδοχικά; Δεν νομίζω… Τους αδίκησε βέβαια απίστευτα η ώρα που έπαιξαν (αν είναι δυνατόν μέσα στη ντάλα του ήλιου να βλέπεις τα σκοτεινά διαμάντια τους), γι’ αυτό και δεν μπόρεσα να απολαύσω όπως έπρεπε ακόμη κι αυτό το κομμάτι της μπάντας που αγαπάω. Ελπίζω κάποια άλλη ώρα και στιγμή να ξαναβρεθούμε με τους Horrors, σε περισσότερο υποχθόνιες συνθήκες.

Sziget_7_Horrors

Αμέσως μετά, ή έστω ένα με δύο χοτ ντογκ αργότερα, στην ίδια σκηνή ανέβηκαν οι Two Door Cinema Club. Δεν είχα καμία τρελή προσδοκία από δαύτους, αλλά το άλμπουμ τους μου είχε αρέσει σχετικά οπότε ήταν δεδομένο ότι θα τους τσεκάρω. Επρόκειτο για μία κλασική φούσκα, για μία ποπ μπάντα με κομμάτια που από μακριά βρωμάνε εξυπνάδα και σπιρτάδα η οποία δεν κάνει καλό ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Ενώ οι μελωδίες είναι εκεί, κάτι σε εμποδίζει να τις γραπώσεις και να περάσεις καλά μαζί τους: μοιάζουν να κλείνονται στο κέλυφός τους και να καυχιούνται για το πόσο ανώτερες είναι από τις άλλες. Καθόλου τυχαία, ο κόσμος καθόταν από κάτω και τους κοιτούσε αμήχανα, με καμιά-δυο μονάχα σημαίες να κυματίζουν μπροστά τους αναμένοντας κάτι καλύτερο και πιο άμεσο να πάρει τη θέση των Ιρλανδών.

Sziget_8_Two_Door_Cinema_Club
 
Αργότερα περάσαμε μια βόλτα από την κλειστή σκηνή όπου εμφανίζονταν οι Leftfield, έτσι για την ιστορία που λένε… Ο μέσος όρος ηλικίας εδώ ήταν αισθητά μεγαλύτερος, κάτι απόλυτα λογικό. Σε ποιον πιτσιρικά θα μπορούσε να λέει κάτι το όνομα; Κι όμως, έχουν δυο-τρία κλασικά κομμάτια στο ανθολόγιό τους, ανάμεσά τους το “Open Up” με τον John Lydon στα φωνητικά, το “Original” με την γοητευτική Toni Halliday (τι να έγινε αυτό το κορίτσι άραγε; Νοικοκυρά κάπου στη βρετανική ενδοχώρα, το πιθανότερο…) και το “Afrika Shox” με τον Afrika Bambaataa να (καθ)ορίζει σε μεγάλο βαθμό τα ηχητικά δρώμενα. Αυτό που είδα, όμως, δεν είχε τίποτε να κάνει με τα όσα ωραία περιγράψαμε παραπάνω: επί ένα εικοσάλεπτο το ντουέτο δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να εξαπολύει στοιχειώδη big beats μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο ειδικών φωτιστικών εφέ, με τον κόσμο να κουνιέται στον ρυθμό τους λες και δεν έχει περάσει ημέρα από τότε που το ημερολόγιο έδειχνε 1992 (ή εκεί τριγύρω). Δεν αποκλείεται να γίνονταν περισσότερο ενδιαφέροντα τα πράγματα αργότερα, αλλά, όπως είναι γνωστό, κάποτε οφείλεις να είσαι περισσότερο αποτελεσματικός σε συντομότερο χρονικό περιθώριο, που σημαίνει ότι οι Leftfield μας έχασαν και μην μας είδατε…

Sziget_9_Leftfield

Δόθηκε λοιπόν μία λαμπρή ευκαιρία να περάσουμε από μία άλλη κλειστή σκηνή για να τσεκάρουμε τον Fink, τον συμπαθέστατο τραγουδιστή/τραγουδοποιό που έχει την τύχη να βγάζει τους δίσκους του μέσω της υψηλών προδιαγραφών ετικέτα Ninja Tune. Βλέποντάς τον στο πάλκο δεν είδαμε τίποτε διαφορετικό από ό,τι περιμέναμε: έναν συμπαθητικό τύπο με τραγιάσκα, ο οποίος ερμήνευε με τη βοήθεια δύο ακόμη μουσικών τα τραγούδια του, όμορφες ακουστικές ελεγείες που μπορεί να μοιάζουν σαν το υλικό που θα ερμήνευε ένας άστεγος μουσικός στη γωνία του δρόμου ελπίζοντας σ’ ένα κέρμα από τους περαστικούς. Ο Fink όμως ήταν προφανέστατα κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Έχει ταλέντο στο γράψιμο, είναι καλός κι επικοινωνιακός με το ακροατήριό του, κι όσο κι αν κάποτε δείχνει να πέφτει στο επίπεδο του τόσο-καλού-που-γίνεται-γλίτσας Jack Johnson ή του δεν-μπορείς-να-πεις-τίποτε-κακό-για-μένα-όχι-αν-μπορείς-πες Ben Harper, τελικά μας άφησε με καλές εντυπώσεις κι ελεύθερους να πιούμε ακόμη μία μπύρα στην υγειά του.

Sziget_10_Fink

Στη συνέχεια πέσαμε στο εξής δίλημμα: Snoop Dogg ή Pogues; Για μένα και τον Άρη Καραμπεάζη δεν ετίθετο θέμα: Pogues δαγκωτό, ειδικά αν είχαν μαζί τους και τον Shane MacGowan, πράγμα που δεν είχαμε υπ’ όψιν μας μέχρι που τους είδαμε να ανεβαίνουν στη σκηνή. Πράγματι, ο πρώην σαπιοδόντης ήταν εκεί στο κέντρο της, και λέω πρώην επειδή (απ’ ότι φαινόταν από εκεί όπου στεκόμασταν), ακόμη κι εκείνα τα χαρακτηριστικά μισά του δόντια πρέπει να τον έχουν εγκαταλείψει και να μην έχει μείνει τίποτα στη θέση τους. Ήταν ένα φάντασμα του εαυτού του, με τα λόγια να βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα του μα με το ποτήρι να βρίσκεται ακόμη στα χέρια του. Κάθε δύο περίπου τραγούδια έφευγε απ’ τη σκηνή κι αναλάμβαναν οι υπόλοιποι να συνεχίσουν, και το έκαναν περίφημα: οι Pogues είναι μια μπάντα με φοβερή ενέργεια και καθόλου τυχαία είχαν προσελκύσει πάρα πολύ κόσμο. Ήταν όμως στενάχωρο να βλέπεις τον MacGowan να λέει κάτι ανάμεσα στα κομμάτια και να ακούγεται σαν κάτι αξιολύπητους γέρους σε ταβέρνες αργά το βράδυ… Είδαμε το μισό τους περίπου σετ, δεν μείναμε ούτε μέχρι το “Dirty Old Town” και το υπόλοιπο ανκόρ, είχε βάλει κι ένα διαβολεμένο κρύο, οπότε θεωρήσαμε ότι η ώρα της αποχώρησης είχε κιόλας φτάσει. (Για την ιστορία, ο Snoop Dogg μάζεψε μάθαμε πάρα πολύ κόσμο κι ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε να δει κανείς, έναν χιπ χοπ αστέρα με γκόμενες μαζεμένες στη σκηνή κι ό,τι άλλο είναι αυτό που τέλος πάντων κάνει, δεν τα ξέρω εγώ αυτά!)

Sziget_11_Pogues
 
Η τρίτη ημέρα ήταν εξ ίσου ξεκούραστη και σήμαινε στην ουσία δύο ονόματα. Σίγουρα όχι Subways (τρεις το μεσημέρι το “Rock ‘N’ Roll Queen”; Ούτε στον εχθρό μου!), ή Paolo Nutini (τον πετύχαμε μπαίνοντας κι αλλάξαμε τρέχοντας κατεύθυνση, έχει και το χαριτωμένο τα όριά του νομίζω), οπότε σαν αρχή της ημέρας λογίζουμε τους Mando Diao. Είχα πληροφόρηση ότι δεν έπρεπε με τίποτα να τους χάσω, αλλά ήθελα κι εγώ να δω τι είναι αυτό που έχουν στο μανίκι τους οι Σουηδοί και τους κάνει τόσο σπουδαίους στα live τους. Η ετυμηγορία είναι: δεν είναι ότι δεν το έχουν –σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να πω κάτι τέτοιο– δεν είδα όμως κάτι να με ενθουσιάσει, να με καθηλώσει, να με κάνει να κουνήσω τα πόδια μου. Πολλοί είναι ίσως οι παράγοντες που συνηγόρησαν ως προς αυτό: το θέμα της ώρας (τους έφαγε το απόγευμα κι αυτούς…), το θέμα της απόστασης –δεν είχα πλησιάσει πολύ στη σκηνή επειδή δεν με έκαιγε το αντικείμενο κιόλας– ίσως να μη βρέθηκαν σε μέρα κι εκείνοι, αν και έδειχναν να τα δίνουν όλα από εκεί όπου στεκόμουν. Τι να πω, δίνω και με τους Mando Diao ραντεβού σε κλειστό χώρο κι ελπίζω να μη με στήσουν!

Αντίθετα, οι Magnetic Man που ακολούθησαν δεν άφησαν τα ποδαράκια μου να ησυχάσουν δευτερόλεπτο (εντάξει, υπερβάλλω, έκαναν κι εκείνοι τις κοιλίτσες τους αλλά το σετ τους ήταν σε γενικές γραμμές άκρως χορευτικό και διαρκώς μπιτάτο). Η εμπορική πλευρά του dubstep είχε τρεις από τους μάστορες του είδους στη σύνθεση (Benga, Skream και Artwork), που έδωσαν ένα σόου αντάξιο του ονόματός τους, με μπόλικα κολπάκια, το οποίο έκανε το κλειστό venue όπου εμφανίζονταν να πηγαίνει πάνω-κάτω παρόλο που η ώρα ήταν μόλις επτάμιση το απόγευμα! Με δύο ακόμη MCs να τονίζουν κάποιους από τους στίχους που ακούγονταν από τα ηχεία (από τις αυθεντικές φωνές που τους ερμηνεύουν στο άλμπουμ τους) και μ’ ένα εντυπωσιακό κι ενδιαφέρον light show, οι Magnetic Man μας έδωσαν για λίγο την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε σ’ ένα μεταμεσονύκτιο event όπου τα χημικά πήγαιναν σύννεφο και η αγάπη για τον ρυθμό και τον διπλανό σου χτυπούσε κόκκινα (σαν το κέφι ένα πράγμα!). Ακόμη κι αν τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε, κομμάτια σαν τα “Fire”, “I Need Air” και “Perfect Stranger” έδειξαν ότι για να κάνεις μια καλή συναυλία δεν χρειάζεσαι απαραίτητα κιθάρες και τύμπανα, αλλά σπουδαία κομμάτια κι ένα beat που να τσακίζει κόκαλα. Κι εκείνο το βράδυ έριξαν προς το μέρος μας μπόλικα τέτοια!

Sziget_12_Magnetic_Man

Την ίδια ώρα στο main stage τον λαό διασκέδαζαν οι LMFAO, αλλά δεν είχα την παραμικρή διάθεση ή και περιέργεια να πάω προς τα εκεί, ίσως επειδή είχα πάει πρόσφατα στο τσίρκο και ήμουν χορτασμένος από τέτοιου είδους θέαμα… Για το κλείσιμο του φεστιβάλ μας είχε μείνει λοιπόν ένα όνομα, που δεν ξέρω αν οι διοργανωτές το έβαλαν επίτηδες στη θέση αυτή ή έτυχε, θα τολμούσα να πω όμως ότι ήταν εκείνο που κέρδισε τελικά τις εντυπώσεις, ακόμη και τις δικές μου, παρότι ποτέ δεν τους είχα περί πολλού: μου άρεσε να ακούω σε κανένα μπαρ τα τραγούδια τους κι ως εκεί. Ήμουν υποψιασμένος βέβαια για τα καλά live τους από το DVD Live From The Royal Albert Hall αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Περιμένοντάς τους μπροστά στη σκηνή, μια πεντάλεπτη βροχή μας έκανε μούσκεμα αλλά στεγνώσαμε αμέσως όταν ξεκίνησαν την παράστασή τους ο Brandon Flowers και η Θανάσιμη παρέα του. Killers όνομα και πράγμα αποδείχθηκαν τα παλιόπαιδα και μας άφησαν με το στόμα ανοιχτό. Όχι μόνο γιατί γράφουν περίφημα ποπ/ροκ τραγούδια για όλες τις κατηγορίες ακροατών (αυτό το ξέραμε), μα και για την ικανότητά τους να τους δίνουν σάρκα και οστά με τον καλύτερο κι ουσιαστικότερο τρόπο στις συναυλίες.

Sziget_13_Killers1

Ο Flowers είναι καταπληκτικός performer και κρατούσε τους φαν στη χούφτα του: ομορφόπαιδο από τα λίγα –τα κοριτσόπουλα δίπλα μου έλιωναν με το κάθε του χαμόγελο και δεν σταματούσε να χαμογελάει ο μπαγάσας!– αλλά και ερμηνευτής που δίνει πολλά στα τραγούδια του. Βοήθησε ασφαλώς ότι πάνω από τα μισά κομμάτια των Killers είναι μεγάλα χιτάκια, με κάθε νέο ξεκίνημα να συναντά έτσι τις επευφημίες του ακροατηρίου, ενώ ακόμη και τα τρία  καινούργια τραγούδια που έπαιξαν έτυχαν θερμής υποδοχής επειδή ακριβώς ακολουθούν την ίδια επιτυχημένη συνταγή. Ξεκίνησαν λοιπόν με το καινούργιο “Runaways” (από το άλμπουμ Battle Born, το οποίο αναμένεται), και από το “Somebody Told Me” που ακολούθησε και μετά μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε. Ο κακός χαμός! Έπαιξαν και το “Shadowplay” (το έχουν κάνει πλέον δικό τους), έπαιξαν και μια διασκευή στο “Forever Young” των Alphaville για μας τους γεροντότερους που τα θυμόμαστε κάτι τέτοια, αλλά αυτό που χαρακτήρισε τελικά το live ήταν η ατμόσφαιρα πάρτι που δεν σταματάει παρά μόνο όταν σκάσουν τα πυροτεχνήματα και τα κανόνια με τα κομφετί στην τελευταία νότα (κομφετί σε σχήμα κεραυνού, επειδή και οι λεπτομέρειες έχουν σημασία!). “Smile Like You Mean It” (προσωπικό αγαπημένο), “Human”, “Read My Mind”, “Mr. Brightside”, το Smiths-ικό “Jenny Was A Friend Of Mine” και αποθεωτικό κλείσιμο με το “When You Were Young”, για μία συναυλία που υποψιαζόμουν ότι θα ήταν καλή αλλά ήταν πολύ καλύτερη απ’ ό,τι είχα στο μυαλό μου. Εύγε στα παλικάρια, μακάρι να έχουν κάποτε την ευκαιρία να μας τα δείξουν όλα αυτά κι από κοντά (κάποτε είχαμε φτάσει μέχρι την πηγή αλλά νερό δεν ήπιαμε, αν θυμάστε…).

Sziget_14_Killers2

Μακάρι επίσης να μπορέσω να ξαναπάω και του χρόνου στο Sziget, γιατί μου έδειξε πώς είναι να πηγαίνεις σε φεστιβάλ και να το απολαμβάνεις, χωρίς να σε τρώει το άγχος να μη χάσεις τίποτα από τα μουσικά τεκταινόμενα. Καταραμένο Primavera, μας έχεις φάει τα καλύτερά μας χρόνια! #not


  

{youtube}Fj2DlRJwEZg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured