Optimus Alive 2012 ή αλλιώς «η χαρά του Άγγλου». Έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η 6η έκδοση του πορτογαλικού φεστιβάλ, που με ένα line-up ύμνο στη βρετανική εναλλακτική σκηνή έδωσε ανάσες παρηγοριάς για τη φετινή απουσία του Glastonbury. Τεράστια ονόματα, ενδιαφέρουσες μικρότερες μπάντες και χιλιάδες μουσικόφιλοι πάσης ηλικίας και προελεύσεως, έδωσαν ζωή στον στριμωγμένο συναυλιακό χώρο του Passeio Marítimo de Algés, για τρεις μέρες.
Ζέστη το πρωί, κρύο το βράδυ, άνθρωποι να τρέχουν τρελαμένοι πάνω-κάτω, χιλιάδες μεθυσμένα Αγγλάκια να ποδοπατούν όποιον έβρισκαν στο διάβα τους μέσα στον ενθουσιασμό, τρεις σκηνές (Optimus Stage, Heineken Stage και το ατυχές Clubbing Stage που δυστυχώς πήγε άκλαυτο) και ιερά τέρατα –και όχι μόνο– να δίνουν απανωτές αξέχαστες ερμηνείες. Α! Και μια αντικατάσταση τελευταίας στιγμής, η οποία έχει μάλλον ήδη ξεχαστεί. Αυτή ήταν η γενική αίσθηση του συγκινητικού μουσικά τριημέρου στη Λισαβόνα.
Ναι, οι σκηνές βρίσκονταν πολύ κοντά μεταξύ τους. Ναι, ο ήχος θα μπορούσε να είναι καλύτερος στη δεύτερη σκηνή, η οποία, με συχνούς μικροφωνισμούς και μ’ ένα σκέπαστρο πάνω από το κοινό να δυσκολεύει την οπτική επαφή σε όσους βρίσκονταν εκτός, στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων για ονόματα όπως ο Τricky και οι Mazzy Star. Ναι, σίγουρα χρειαζόντουσαν κάποιοι χώροι ξεκούρασης από την ορθοστασία ή μια μεγαλύτερη ποικιλία αλκοόλ στο μπαρ (υπήρχε μόνο μπύρα και μαρτίνι). Και, ναι, η οργάνωση δεν ήταν η καλύτερη. Αλλά ένα τόσο φθηνό εισιτήριο για τόσους θρυλικούς καλλιτέχνες μαζεμένους σε κάνει να ξεχάσεις πολλά.
Και τελικά τι έμεινε από τις τρεις αυτές μέρες στη Λισσαβόνα; Μια γλυκιά κούραση, μια μουσική ικανοποίηση και η αιώνια ερώτηση «Γιατί όχι και στην Ελλάδα;».
Ημέρα 1η
DANKO JONES
Πρώτη μέρα του φεστιβάλ, κι ενώ ο κόσμος σχηματίζει ατελείωτες ουρές για να ανταλλάξει εισιτήρια με βραχιολάκια και να κάνει μια πρώτη βόλτα στον χώρο, τα πρώτα συγκροτήματα που εμφανίζονται στις τρεις σκηνές μοιραία αδικούνται. Στους Καναδούς Danko Jones έλαχε ο κλήρος ν’ ανέβουν πρώτοι στην κεντρική σκηνή (Optimus Stage), με τον ήλιο ακόμα να καίει βασανιστικά. Παρ’ όλα αυτά, ο frontman του συγκροτήματος είχε τον τρόπο να τραβήξει την προσοχή όσων βρέθηκαν κοντά στη σκηνή εκείνη την ώρα. Με χιούμορ, καφρίλα, ποζεριές, αλλά και μπινελίκια σε όσους φωτογράφους βιάστηκαν να αποχωρίσουν, ο Danko Jones κατάφερε να βάλει το κοινό σε μια πολύ ροκ διάθεση. Αν και οι μαυροντυμένοι Καναδοί δεν διεκδικούν τις δάφνες του πιο πρωτότυπου ηχητικά συγκροτήματος στον πλανήτη (βλ. My Name Is Danko Jones και I Think Bad Thoughts), παρουσίασαν ένα πολύ δυνατό σετ από το χαρακτηριστικό τους hard (με πινελιές stoner) rock, αποδεικνύοντας πως δεν είναι ανάγκη να είσαι πρώτο όνομα για να κάνεις τον κόσμο να γουστάρει.
DUM DUM GIRLS
Οι νεότεροι σε ηλικία θυσίασαν τα τελευταία κομμάτια των Danko Jones για να σπεύσουν στη Heineken Stage, όπου στις 7 και κάτι οι Dum Dum Girls άνοιξαν το σετ τους με το σπιντάτο “He Gets Me High”. Με εμφανείς επιρροές από Jesus And Mary Chain και My Bloody Valentine, το γυναικείο συγκρότημα από την ηλιόλουστη Καλιφόρνια αποδείχθηκε λίγο πιο ψυχρό από το κλίμα της πατρίδας του, αφού η προσεγμένη εμφάνισή του στερούταν το νεύρο και τον ενθουσιασμό που θα περίμενε κανείς από ένα σχήμα το οποίο βρίσκεται μόλις στο δεύτερο άλμπουμ του. Έτσι, ντυμένες σε ένα ρετρό στυλ, με μαύρα καλσόν, ψιλές κάλτσες και έντονο make-up, οι τέσσερις Καλιφορνέζες έδωσαν ένα αρκετά στατικό performance-δείγμα της μικρής δισκογραφίας τους. Για να είμαστε όμως δίκαιοι, ίσως ο κακοσεταρισμένος ήχος του stage δεν βοήθησε να αναδειχτεί η κιθαριστική noise pop τους, κάνοντας την εκτέλεση κομματιών όπως το “Βedroom Εyes” ή το “Hold Your Hand” να ακούγεται κατώτερη της αντίστοιχης στουντιακής.
SNOW PATROL
Οι Snow Patrol είναι από αυτά τα ολοκληρωμένα συγκροτήματα που σέβονται τον εαυτό τους και το κοινό τους. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πόσα χρόνια και κόπος χρειάστηκαν για να φτάσουν στη σημερινή τους καταξίωση. Σε μια άκρως επαγγελματική εμφάνιση η οποία άρχισε λίγο μετά τις 10 με το “Hands Open” και τελείωσε 75 λεπτά αργότερα με το “Just Say Yes”, η δημοφιλής μπάντα σίγουρα δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Μεστοί σαν άλλοι Coldplay, απέδωσαν τα κομμάτια τους ακολουθώντας πιστά τη στουντιακή βερσιόν, προσφέροντας στους θερμούς θεατές άψογες εκτελέσεις των πιο γνωστών επιτυχιών τους (“In The End”, “Take Back The City”, “This Isn’t Everything You Are”). Μπορεί να μην προκαλούν συναισθήματα υστερικής προσήλωσης, πρόκειται όμως για μια τίμια μπάντα που έκανε το κοινό να τραγουδάει μαζί της για όση ώρα κατέλαβε την κεντρική σκηνή του πορτογαλικού φεστιβάλ. Και, για να μην ξεχνιόμαστε, κάπου στη μέση του σετ ο άκρως επικοινωνιακός Gary Lightbody αφιέρωσε το “Run” στη θρυλική μπάντα που θα ακολουθούσε: τους Stone Roses!
STONE ROSES
Τι κι αν η εκτέλεση του “I Wanna Be Adored” (και όχι μόνο) δεν ήταν η καλύτερη δυνατή; Τι κι αν μικροπροβλήματα στον ήχο έκαναν τη φωνή του Ian Brown να χάνεται κάτω από κιθάρες και μπάσα; Τι κι αν καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας ψιλόβρεχε; Λίγοι είναι όσοι θα μιλήσουν αρνητικά γι’ αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη, από μεριάς κοινού, εμφάνιση. Για μιάμιση ώρα χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών δεν σταμάτησαν να χορεύουν σε Madchester ρυθμούς και να ουρλιάζουν τους στίχους των “Love Spreads”, “Sally Cinnamon”, “Shoot You Down” και άλλων ορόσημων μιας ολόκληρης γενιάς. Μια δεκάλεπτη εκτέλεση του “Fools Gold”, ένα σχεδόν ανατριχιαστικό “Made Of Stone” κι ένα ρεσιτάλ από κιθάρες και ντραμς, στάθηκαν αρκετά για να ταξιδέψουν τον κόσμο σε άλλες εποχές.
Το πιο εντυπωσιακό μουσικό στοιχείο ήταν οι κιθαριστικοί ελιγμοί του J. Squire, ο οποίος προσέδωσε με τη μαεστρία του μια έντονη ψυχεδελική χροιά στον ήχο του συγκροτήματος. Ο απρόσμενα εκδηλωτικός Ian Brown, που είχε πάθει κάποιου είδους ψύχωση με την κίτρινη Ethiopia ζακέτα του, δεν σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει από τη σκηνή: πότε χτυπώντας τα δύο ντέφια του, πότε ανεμίζοντας μια πορτογαλική σημαία, έδειξε ότι είναι από τους καλλιτέχνες οι οποίοι θυμούνται πως το κοινό τους δεν βρίσκεται μόνο κεντρικά του stage.
Ίσως να ήταν η επανένωση των Stone Roses (σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τη διάλυσή τους) και το αναζωπυρωμένο όνειρο του εναλλακτικού κοινού να τους δει ζωντανά που έκανε το διψασμένο πλήθος να αποθεώσει τους headliners της πρώτης μέρας. Το μόνο σίγουρο είναι πως ένα συνονθύλευμα συγκίνησης και ενθουσιασμού κατέκλυσε το Passeio Marítimo de Algés αφήνοντάς μας μια αίσθηση πληρότητας καθώς οι Stone Roses έκλειναν την εμφάνισή τους με το “I Am The Resurrection”.
ZOLA JESUS
Η ώρα είχε πάει 1:45 και ενώ στην κεντρική σκηνή οι Justice επιχειρούσαν να διαλύσουν τα ηχεία με τα μπάσα τους μπροστά σε ένα πλήθος που παραληρούσε, στη δεύτερη σκηνή του Optimus Alive εμφανιζόταν μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ: οι Zola Jesus. Το σχήμα της Αμερικανίδας Nika Roza Danilova, η οποία μ’ ένα γούνινο μπολερό όργωνε τη σκηνή σαν αγρίμι, απέδειξε σε όσους βρίσκονταν εκεί γιατί θεωρείται ένα από τα ανερχόμενα και πιο πολυσυζητημένα ονόματα της underground σκηνής των τελευταίων χρόνων. Η πειραματική ηλεκτρονική ποπ τους θύμιζε μια πιο πρώιμη και σκοτεινή έκδοση των Florence And The Machine, με εμφανείς επιρροές από Cocteau Twins. Οι αστείρευτες φωνητικές ικανότητες της 23χρονης Danilova (απόρροια της ενασχόλησής της με την όπερα), η γεμάτη ενεργητικότητα σκηνική παρουσία της και μια μπάντα που τη συμπλήρωνε και της έδινε ώθηση, συνέθεσαν ένα θέαμα το οποίο με κομμάτια όπως “Vessel” και “Sea Talk” συνεπήρε τους λίγους και τυχερούς που χόρευαν κάτω από τη σκηνή.
DEATH IN VEGAS
Αδικία να βγαίνεις πρώτος, αλλά άσχημο να βγαίνεις και τελευταίος. Ο λόγος για τους αγαπημένους Death In Vegas, οι οποίοι στις 3:10 άρχισαν να παίζουν το “Your Loft My Acid” (από το τελευταίο τους άλμπουμ Trans-Love Energies), σ’ ένα εξαντλημένο κοινό που με το ζόρι κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Χωρίς πολλά-πολλά, η παρέα από τη Βρετανία παρουσίασε ένα ατμοσφαιρικό σετ μόλις 8 κομματιών που ξέφευγε από το γνωστό ηλεκτρονικό στυλ. Θυμίζοντας εμφάνιση post-rock συγκροτήματος χαμένου στον κόσμο της μουσικής του και με τον Richard Fearless να κατεβάζει επικίνδυνα τη στάθμη ενός μπουκαλιού Jack που είχε δίπλα του, οι Death In Vegas έδωσαν μεγαλύτερο βάρος στο Contino Sessions με “Dirge”, “Aisha” και “Death Threat” σε χορταστικές εκτελέσεις. Αδιαμφισβήτητο highlight της βραδιάς το “Hands Around My Throat”, το οποίο και ξεσήκωσε τον κόσμο στα όρια του δυνατού, ενώ κιθάρες και ντραμς ξέσπασαν οργιαστικά στην εκτέλεση του “Rekkit”, με το οποίο έκλεισε τόσο η εμφάνισή τους, όσο και η πρώτη μέρα του Optimus Alive 2012. Oι Death In Vegas δεν έπαιξαν πάνω από 50 λεπτά, αλλά αυτό ίσως να ήταν σωτήριο για το ταλαιπωρημένο κοινό, που χωρίς να ζητήσει encore έτρεξε να προλάβει το τελευταίο τραίνο.
Ημέρα 2η
NOAH AND THE WHALE
του Παναγιώτη Κουλουμέντα
Η πρώτη αξιοσημείωτη συναυλία της 2ης ημέρας έλαβε χώρα στην κεντρική σκηνή του φεστιβάλ. Στις 19:10, το indie folk pop κουαρτέτο από το Λονδίνο ανέβηκε στο Optimus Stage παίζοντας το “Life Is Life”, προκειμένου να ζεστάνει τον κόσμο. Τα παλικάρια, χαμογελαστά και ευδιάθετα, μετέδωσαν στο κοινό τη θετική τους ενέργεια δίνοντας όμορφες εκτελέσεις κομματιών κυρίως από τον τελευταίο τους δίσκο (Last Night Οn Earth). Ντυμένοι με κοστούμια, γιλέκα και κάποιοι με καουμπόικα καπέλα, φρόντισαν να εμπλουτίσουν τον ήχο τους με βιολιά και φυσαρμόνικα σε κάποια κομμάτια (“Just Me Before We Met”). Το κοινό ανταποκρίθηκε θετικά στην απόδοση της μπάντας, με τους μικρότερους ηλικιακά να δείχνουν να το διασκεδάζουν ιδιαίτερα. Με τα τελευταία δε τρία τραγούδια του σετ τους (“Tonight’s The Kind Of Night”, “5 Years Time”, “L.I.F.E.G.O.E.S.O.N.”) κέρδισαν και τους πιο επικριτικούς.
ANTLERS
Αρκετός κόσμος είχε ήδη μαζευτεί κάτω από τη δεύτερη σκηνή λίγο μετά τις 8 για να ταξιδέψει με τις μελαγχολικές μελωδίες των Μπρουκλινέζων Antlers και με την απαλή, διεισδυτική φωνή του Peter Silberman. O ατμοσφαιρικός ηλεκτρο-εναλλακτικός ήχος, τα φωνητικά που θύμιζαν Jeff Buckley και η ευγενική βαβούρα με γεύση από μπαλάντες Flaming Lips, δημιούργησαν ένα όμορφο κλίμα στο ζεστό απόγευμα του Σαββάτου. Στις νότες κομματιών όπως τα “I Don’t Want Love” και “Crest”, οι Antlers έκαναν προφανές πως είναι ένα δεμένο σχήμα, με γερό μουσικό υπόβαθρο, το οποίο ίσως να απολάμβανε κανείς περισσότερο μετά τη δύση του ήλιου.
AWOLNATION
Αλλά το κοινό σύντομα θα έτρωγε μια γερή γροθιά στο στομάχι. Τους εσωτερικούς Antlers έμελλε να διαδεχθούν οι AWOLNation που πριν καλά-καλά φτάσουν στη μέση του πρώτου κομματιού είχαν μετατρέψει το stage σε ένα ξέφρενο teenage riot πάρτυ. Οι πιο μπλαζέ μουσικόφιλοι μάλλον θα αφορίσουν το σχήμα του Aaron Bruno σαν ένα ακόμα νεανικό hype –τι σημασία έχουν όμως τέτοιοι ελιτίστικοι χαρακτηρισμοί όταν ακόμα και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χοροπηδούσαν σε ρυθμούς κομματιών που δεν γνώριζαν καν; Σε ένα μουσικό στυλ που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ηλεκτρονικό πανκ/ποπ/ροκ (πες το όπως θες) ο Bruno, ως υβρίδιο Beck και Kurt Kobain, πραγματικά υπερέβαλλε εαυτόν. Με μόλις ένα άλμπουμ στο ενεργητικό τους (Megalithic Symphony), οι AWOLNation, παίζοντας με δυναμική που θα έκανε τον Trent Reznor να χαμογελάσει, δήλωσαν ευθαρσώς πως στην πορτογαλική πρωτεύουσα είχαν έρθει για έναν και μόνο λόγο: για να τα σπάσουν! Κρίμα που κάποιοι κατευθύνθηκαν προς την κεντρική σκηνή πριν οι Καλιφορνέζοι πουν την τελευταία τους λέξη. Κρίμα, γιατί εκεί τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη...
MORCHEEBA
«Γεια σας, είμαστε οι Morcheeba. Η Florence έχει πονόλαιμο και δεν μπόρεσε να έρθει,» είπε η Skye Edwards, ανακοινώνοντας έτσι την ακύρωση της εμφάνισης των Florence And The Machine. Η αντικατάσταση είχε ανακοινωθεί και στο επίσημο site του Optimus Alive την προηγουμένη, αλλά, λόγω ελλιπούς πληροφόρησης στον χώρο του φεστιβάλ, πολλοί ήταν εκείνοι που βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Δείγμα κακής οργάνωσης ή απλής ασυνέπειας του συγκροτήματος; Ποιος ξέρει... Οι Morcheeba έπαιξαν πάντως για μία ώρα σ’ ένα δικαιολογημένα απογοητευμένο κοινό. Σχεδόν κρυμμένοι πίσω από πολύχρωμους καπνούς και εναλλασσόμενους φωτισμούς, οι Βρετανοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας κρατήσουν σε εγρήγορση. Φαίνεται όμως πως το γνωστό ταξιδιάρικο trip hop τους, η ονειρική φωνή της Skye και το best of σετ το οποίο παρουσίασαν και όλοι σιγοτραγουδούσαν (ποιος δεν ξέρει άλλωστε αγαπημένες μελωδίες όπως “Friction”, “Blindfold” και “Otherwise”;) δεν ήταν αρκετό για να ξεσηκώσει τους ευγενικούς, πλην όμως υποτονικούς, φανς της Florence. Έτσι, η Skye Edwards –έχοντας απολογηθεί πολλάκις για την ατυχή συγκυρία της εμφάνισής τους– τραγούδησε a cappella στοίχους του “You ’ve Got The Love” και μας αποχαιρέτησε με το “Rome Wasn’t Built In A Day”.
CURE
Επικών διαστάσεων live από ένα συγκρότημα που, αν μη τι άλλο, συστάσεις δεν χρειάζεται. Μια αψεγάδιαστη, από κάθε άποψη, εμφάνιση. Ένα υπνωτισμένο κοινό. Ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο. Στο Optimus Stage –κι ενώ η αφόρητη ζέστη είχε αντικατασταθεί από τσουχτερό κρύο– 40.000 κόσμος, από 15άχρονα μέχρι συνομήλικους του κυρίου Smith, προσέφερε backing vocals στους Cure για τρεις ολόκληρες ώρες, σε ένα σετ που μας ταξίδεψε μπρος-πίσω στον χρόνο και έφερε άθελα του δάκρυα συγκίνησης στα μάτια πολλών.
Αρχή με Disintegration, βουτιά στα ρηχά νερά των 1980s με Head On Τhe Door και πάλι επαναφορά στα 1990s και στις πιο πρόσφατες δουλειές. Χαμένος μέσα στα μπλε χρώματα της σκηνής, ο Robert Smith –δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε κάθε νότα που τραγουδούσε– δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Εξέπληξε μερικούς με το άκουσμα των “Dressing Up” και “Push”, δεν ξέχασε να ικανοποιήσει τους γηραιότερους (ή πιο σκοτεινούς χαρακτήρες) με κομμάτια όπως τα “A Forest”, “Play For Today” και “Primary” ενώ...εκστασίασε με το “Friday I’m In Love” όσους θεωρούσαν πως η αγάπη για το εν λόγω «χαζοχαρούμενο» κομμάτι αποτελεί ίδιον του ελληνικού κοινού.
Εντάξει, ο Smith είναι πια λιγουλάκι γερασμένος. Και, ναι, την τελευταία φορά που τον είδαμε στην Ελλάδα τον κοροϊδεύαμε επειδή ακόμα είχε τα μαλλιά του έτσι (μέχρι και ταινία με τον Σον Πεν βγάλανε). Αλλά ποιος από εμάς μπορεί να πει ότι δεν έχει, έστω μια φορά, χαθεί στα σκοτεινά διαμάντια των Cure; Το συναίσθημα που άφησε η συναυλία αυτή δύσκολα λοιπόν περιγράφεται σε δυο προτάσεις. Ίσως καλύτερα να συνοψίζεται σε ό,τι είπε ένας φίλος καθώς φεύγαμε από το, σχεδόν άδειο πια, Passeio Marítimo de Algés: «Τελικά κατάλαβα πως, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είμαι πάντα ο ίδιος Κιουράς που ήμουν και στα 16 μου»...
Ημέρα 3η
ELI “PAPERBOY” REED
του Παναγιώτη Κουλουμέντα
OK, δεν είναι πρώτο όνομα, αλλά ο Eli “Paperboy” Reed κατάφερε με αυτό το ενδιαφέρον κράμα blues & soul στο οποίο επιδίδεται να ανεβάσει τη διάθεση του κοινού στο άνοιγμα της 3ης ημέρας του Optimus Alive. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το εν λόγω live εκτυλίχθηκε στις 5 το απόγευμα μιας πολύ ζεστής ημέρας στη Λισσαβόνα, το αποτέλεσμα υπήρξε άκρως ικανοποιητικό, δίνοντας σε πολλά σημεία την εντύπωση πως, εν έτει 2012, το πνεύμα των Blues Brothers και του Sam Cooke είναι ακόμη ζωντανό. Γεννημένος performer, ο Reed –συνοδεία μιας αξιόλογης μπάντας– ξεδίπλωσε ένα βραχύβιο χρονικά σετ, με ορισμένα τραγούδια δυναμίτες όπως τα “Come And Get It” και “Explosion”, και μ’ όλα γενικά τα στοιχεία που κάνουν μία συναυλία απολαυστική.
MILES KANE
Βρίσκοντας το κλίμα ήδη ανεβασμένο από τον Reed, ο Miles Kane δεν μπορούσε παρά να το εκτοξεύσει. Σε μια εμφάνιση σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή του δικού μας Ejekt (μέχρι και τα ίδια ρούχα φορούσε), το φιλαράκι του Alex Turner μπήκε με ένα δυναμικό “Rearrange” και έκλεισε με ένα οργιαστικό “Come Closer”. Με κλασική εμφάνιση Βρετανού ροκ σταρ και προφορά βγαλμένη από αγγλικό γήπεδο, φρόντισε να δώσει τη δική του παράσταση. Γκριμάτσες και ποζεριές ξεσήκωσαν ένα κοινό που, απαρτιζόμενο κυρίως από συμπατριώτες του, δεν πτοήθηκε από τους 38οC οι οποίοι έκαναν το Heineken Stage να βράζει.
WARPAINT
Μετά από δύο εμφανίσεις που ανέβασαν την αδρεναλίνη, στη δεύτερη σκηνή του Optimus Alive ανέβηκαν οι Warpaint για ένα art rock comedown. Το κουαρτέτο από το Λος Άντζελες (στανταράκι για απογευματινές ώρες ευρωπαϊκών φεστιβάλ της τελευταίας διετίας) έπαιξε με το δικό του χαλαρό στυλ ένα σετ που ξεκίνησε κατ’ ευθείαν από το soundcheck και βρήκε την Emily Kokal να τραγουδάει γονατιστή πάνω στη σκηνή. “Stars”, “Undertow” και άλλα κομμάτια από τα δύο άλμπουμ του γκρουπ, με μελωδικές κιθάρες να ξεχωρίζουν μέσα από μια εσωτερική βαβούρα, εξήγησαν και πάλι τον λόγο που ο John Fursciante τις έχει περί πολλού.
MACCABEES
του Παναγιώτη Κουλουμέντα
Κατά τις 20:20 το συγκρότημα από το Μπράιτον ανέβηκε στη μικρή σκηνή του φεστιβάλ, ανοίγοντας με δύο τραγούδια από τον τελευταίο του δίσκο (Child & Feel To Follow) –αμφότερα με εσωτερική δύναμη κι αποδοσμένα άψογα, με την αρμόζουσα συναισθηματική φόρτιση. Κάπου εκεί, όμως, σημαντικό μέρος του κοινού άρχισε να αποχωρεί για το κυρίως stage προκειμένου να παρακολουθήσει Caribou. Δικό τους λάθος... Γιατί οι Maccabees ανέβασαν τους τόνους με το “Wall Of Arms” και κυρίως με το “No Kind Words”, ξεσηκώνοντας τους πάντες. Αν και ξεκίνησαν σαν ακόμα ένα κλασικό βρετανικό συγκρότημα, οι Maccabees δείχνουν πλέον να έχουν ωριμάσει, μετατρεπόμενοι σε μπάντα με τη δική της οντότητα. Όπως έδειξαν και επί σκηνής στην Πορτογαλία, είναι σε θέση να συνδυάζουν αρμονικά τον δυναμισμό των Block Party, τη μελωδικότητα των Arcade Fire και τον λυρισμό των Shearwater. Όσοι απέμειναν λοιπόν στη μικρή σκηνή, ευχήθηκαν με το γνωστό τραγουδάκι στον μπασίστα Rupert Jarvis για τα γενέθλια του και στη συνέχεια τραγούδησαν εν χορό τα “First Love”, “Precious Time” και “Love You Better”, σε ένα από αυτά τα live από τα οποία φεύγοντας παρατηρείς ηλίθια χαμόγελα στα πρόσωπα των θεατών.
MAZZY STAR
του Παναγιώτη Κουλουμέντα
Ίσως το μεγαλύτερο ατόπημα του Optimus 2012 να ήταν ο ορισμός της ώρας εμφάνισης των Mazzy Star, 1 ώρα πριν από εκείνη των Radiohead... Όταν μιλάμε για ένα συγκρότημα το οποίο επανασυνδέθηκε μετά από 15 χρόνια, έχοντας στιγματίσει τα 1990s με τις σκοτεινές, μελαγχολικές συνθέσεις του, το πρόγραμμα ίσως θα έπρεπε να έχει οριστεί διαφορετικά. Εναρκτήριο track, το σπιντάτο “Blue Flower” (από το ντεμπούτο τους), για να πέσουν κατόπιν οι τόνοι με το νανουριστικό “Disappear”. Αμέσως μετά η μπάντα φρόντισε να ταρακουνήσει το κοινό με το “Ghost Highway”, συνεχίζοντας το ταξίδι με το υπέροχο “Halah”. Η Hope Sandoval, στιλάτη με μαύρη φούστα και top, διαμαντένιο βραχιόλι στο αριστερό της χέρι και με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί δίπλα στο αναλόγιό της, ψιθύρισε για μία ώρα τους στίχους συνολικά 11 συνθέσεων. Στην πορεία, κάποια μικροπροβληματάκια στον ήχο διορθώθηκαν, με το συγκρότημα να παίζει και τα ολοκαίνουρια “Flyin’ Low” και “Lay Myself Down”. Ανάμεσα στα τραγούδια ακουγόταν ο ήχος ενός τραίνου να διασχίζει σιδηροδρομικό σταθμό στη βροχή, με τη μπάντα να δίνει στο κοινό το “Fade Into You”. Παρ’ ότι δεν ακούστηκαν τα “Flowers In December” και “Hair & Skin”, το πολυαναμενόμενο live έκλεισε με μια 10λεπτη εκτέλεση του “So Tonight That I Might See”.
CARIBOU
Στην κεντρική σκηνή, κανείς δεν έδωσε σημασία στην αργοπορημένη έναρξη της εμφάνισης του γλυκύτατου Dan Snaith. Οι χιλιάδες άνθρωποι που είχαν στοιβαχτεί ασφυκτικά, είχαν λάβει θέσεις μάχης, αναμένοντας τον λόγο του sold-out της τρίτης και τελευταίας μέρας του Optimus Alive. Το ότι είδαν live ένα άρτιο σχήμα σαν αυτό του Caribou, ήταν μάλλον μια ευτυχής συγκυρία. Με τον ήλιο να δύει, ο τελευταίος άρχισε να γεμίζει τον χώρο με τα ρυθμικά, ηλεκτρονικά ηχοχρώματα του σετ του. Ίσως σε κομμάτια όπως τα “Odessa”, “It’s A Crime” και “Bowls” να άρμοζε ένα πιο βραδινό φόντο, αλλά οι καλές συνθέσεις δεν παύουν να είναι ευπρόσδεκτες, όποτε κι αν σου προσφέρονται. Κατά πολλούς, το project του Καναδού ήταν ιδανικό για να κορυφώσει αργά την προσμονή για τους headliners της βραδιάς (δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Caribou ανοίγει τις περισσότερες συναυλίες των Radiohead.) Λίγο πριν τις 11, λοιπόν, το πλήθος χειροκροτούσε με μανία καθώς ο Snaith και οι φίλοι του αποχωρούσαν από τη σκηνή. Τα ουρλιαχτά και τα σφυρίγματα λειτούργησαν διπλά, και για να επιδοκιμάσουν τους αποχωρούντες, μα και για να φτιάξουν κλίμα για εκείνους που περίμεναν όλοι...
RADIOHEAD
Πώς να εξηγήσει κανείς αυτό που έγινε όταν ο Thom Yorke και οι Radiohead ανέβηκαν στη σκηνή, ρίχνοντας τις πρώτες νότες του “Bloom”; Η συσσωρευμένη προσμονή του κόσμου εξερράγη σε ξέφρενο σπασμωδικό χορό, σφυρίγματα, ουρλιαχτά και χέρια τα οποία έμειναν σηκωμένα στον αέρα για δύο ολόκληρες ώρες. Μετά σειρά είχε το “15 Step” και το “Morning Mr. Magpie”, με το πλήθος να μην χαλαρώνει ούτε λεπτό. Άψογος ήχος, αξέχαστες ερμηνείες μπροστά από ένα εναλλασσόμενο video wall, ο γνωστός τρελαμένος χορός του Yorke και απίστευτα σόλο από τον Jonny Greenwood.
Το λατρεμένο βρετανικό συγκρότημα έπαιξε μόλις 5 κομμάτια από τη χρυσή δεκαετία που το καθιέρωσε (με κορυφαία στιγμή το “Paranoid Android”), παρουσιάζοντας ένα κατά βάση ηλεκτρονικό σετ, βασισμένο στα δύο τελευταία του άλμπουμ (King Of Limbs και In Rainbows). Η παρουσία τους πάνω στη σκηνή, όμως, καθώς και η δύναμη των εκτελέσεων θύμιζε μάλλον ένα ροκ συγκρότημα το οποίο θέλει να ταρακουνήσει τους νέους θαυμαστές του και να θυμίσει στους παλιότερους τον λόγο που το αγάπησαν. Ας το παραδεχτούμε: οι οπαδοί των Radiohead χωρίζονται σε εκείνους που δεν ξεπέρασαν ποτέ το The Bends και το OK Computer και σε όσους τους γνώρισαν/αποδέχτηκαν/αγάπησαν σαν ηλεκτρονικό συγκρότημα. Και οι ίδιοι οι Radiohead με τον τρόπο τους μας λένε πως καλά τα παλιά, αλλά είναι καιρός να προχωρήσουμε.
Κάπως έτσι, με τη μελωδία του “Street Spirit” για φινάλε να στριφογυρίζει στο μυαλό όλων, τελείωσε για τους περισσότερους το Optimus Alive 2012. Στο βάθος της νύχτας οι Kills θα εξαπέλυαν τους κεραυνούς τους μπροστά σε όσους θα έμεναν να τους δουν. Έρχεται όμως εκείνη η στιγμή σε κάθε φεστιβάλ, όταν σώμα και μυαλό παραδίδουν πνεύμα.
{youtube}0md9Wwz97zs{/youtube}