Οι νεωτερικές εκφάνσεις της όπερας έχουν αφομοιώσει συνταγμένες που θα φαίνονταν αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσες στον Βέρντι. Ακόμα κι ο χορός, που είχε εξαφανιστεί από ένα σημείο μέσα στις όπερες, έχει πλέον επανέλθει. Το είδαμε και την Πέμπτη στο Ίδρυμα Κακογιάννη, στην ελβετικής καταγωγής και παραγωγής παράσταση Το Φιλί Της Λεονόρας του Yves Senn (πάλαι ποτέ λυρικός τραγουδιστής, τώρα συνθέτης, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας).
Οι θεατές δεν ήταν πολλοί. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στη ζέστη των ημερών, καθώς και στο άγνωστο του έργου. Διότι μπορεί ο θίασος L’ Avant-Scène Opéra να βραβεύτηκε και να επιδοτήθηκε από την ελβετική κυβέρνηση για αυτήν την παράσταση, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει όμως ότι το έργο είναι γνωστό έξω από τα σύνορα της χώρας προέλευσής του. Φρονώ μάλιστα ότι τα δύο μέρη όπου επέλεξε ο Senn να το παρουσιάσει –η Αθήνα και η Νέα Υόρκη– δεν είχαν πολλές πιθανότητες να τον υποδεχτούν με ενθουσιασμό. Η μεν Αθήνα για τους παραπάνω λόγους, η δε Νέα Υόρκη γιατί ναι μεν θα αναγνωρίσει την εργασία και τον μόχθο των συντελεστών, θα βρει όμως πιστεύω άνετα (ένεκα της τεράστιας πείρας στη νεωτεριστική όπερα) τα σημεία όπου ο Senn πατάει λάθος.
Το Φιλί Της Λεονόρας είχε όλα τα συν και τα πλην μιας κλασικής ελβετικής μπορντούρας –είτε μιλάμε για την κοινωνική ζωή, είτε για την εκφραστική. Συγχωρήστε μου το απόλυτο, λόγω όμως δεσμών με τη χώρα έχω αναγκαστικά μια πιο επισταμένη άποψη για τα εκεί πράγματα. Τουτέστιν δουλειά, πολλή δουλειά απ’ όλους τους συντελεστές, πλήρης αφοσίωση της μονάδας στο σύνολο (ήταν φανερό ότι κανείς δεν κινήθηκε ανταγωνιστικά πάνω στη σκηνή και μιλάμε για 40 άτομα), μα την ίδια στιγμή λίγες καλές ιδέες και μια πανσπερμία από ρομαντισμό που –ειδικότερα στους μεσογειακούς πληθυσμούς– φέρνει άνοιγμα και κλείσιμο της κάτω σιαγόνας με αδιάλειπτους ρυθμούς. Ίσως και λόγω της τρομώδους διαφορετικότητας σε επίπεδο πολιτισμικότητας και οπτικής.
Η παράσταση ξεκίνησε κατά τρόπο όχι μόνο έξυπνο μα και απόλυτα επιτυχημένο, έτσι όπως μας μετέφερε –με λιτά αλλά ουσιαστικά μέσα– στο τέρμιναλ ενός σύγχρονου αεροδρομίου. Όπου, εκτός των επαγγελματιών που σχετίζονται με τον χώρο (π.χ. αεροσυνοδοί, αχθοφόροι), είδαμε να παρελαύνουν άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής θέσης: από βαρετούς επιχειρηματίες, μέχρι κουαρτέτο νεαρών κυριών που με τις βαλίτσες υπό μάλης ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για εύθυμες μέρες στη Βαρκελώνη (όπως μαρτυρούσε το λιμπρέτο που τους αναλογούσε). Εντούτοις, οι καλές ιδέες ήταν σαν να πάγωσαν εκεί. Η ηρωίδα του έργου –η Λεονόρα– γνωρίζει φευγαλέα τον έρωτα στα μάτια του δευτεραγωνιστή (φωτογράφος στο επάγγελμα), γρήγορα όμως καθίσταται φανερό ότι ο έρωτας αυτός είναι άπιαστος, ενώ η αναζήτησή του γίνεται με λόγο που πολύ άνετα θα μπορούσε να δώσει στιχουργικές βάσεις στην κακιά όψη της εγχώριας έντεχνης βιομηχανίας τραγουδιού. Ο ρομαντισμός του Senn δεν μας άγγιξε. Όχι λόγω της ευαισθησίας του ή της δικής μας αναισθησίας, αλλά διότι ήταν κακοειπωμένος, μέσω φράσεων που αοριστολογούσαν και λυρικολογούσαν σε άκαιρα σημαία του έργου, οι οποίες στερούνταν επιπλέον σημειολογικής αναφοράς. Για παράδειγμα, μέσα σε ένα αεροδρόμιο δεν μπορείς να μιλάς για πτηνά που θα κάθονται στις πέτρες για να τραγουδήσουν αέναο τραγούδι του έρωτα (βασική φράση όλου του λιμπρέτου του έργου). Όχι μόνο επειδή τα πτηνά τα λιώνουν οι τουρμπίνες των αεροπλάνων, μα και γιατί πέτρα φυσική σε σύγχρονο αεροδρόμιο δεν βρίσκεις μήτε σε απόσταση 3 χιλιομέτρων... Είναι σα να πας στο Χιλιομόδι και να άδεις περί της δυναμικής του Ρόμποκοπ μέσα στο δάσος.
Αυτό όμως που τίναξε τα νεύρα στα ύψη ήταν μία τριάδα χορευτών. Ενώ στην αρχή του έργου είχε λόγο ύπαρξης σε επίπεδο κώδικα, στο χάος ανθρώπων και συναισθημάτων που παρουσιάστηκε στο τέρμιναλ, στη συνέχεια πραγματοποίησε συχνές εμφανίσεις στη σκηνή χωρίς λόγο, επιδιδόμενη μάλιστα σε πιρουέτες με hip hop επιρροές στην κινησιολογία και με μουσική προηχογραφημένη (με μια αδιόρατη αλλά βαρετή trip hop αισθητική στην παρτιτούρα). Έμοιαζε σαν ο Senn να ήθελε να φανεί ντε και καλά μοντέρνος, μπερδεύοντας το αποσπασματικό με το χαρακτηριστικό. Δεν μπορέσαμε έτσι να παρακολουθήσουμε ούτε μία σταθερή μελωδική γραμμή να αναπτύσσεται επαρκώς, ενώ οι κοφτές δοξαριές και το πετσοκομμένο κλαρινέτο δεν είχαν ενορχηστρωτική προσωπικότητα ώστε να μας αιχμαλωτίσουν. Η μουσική λειτούργησε ως ένα άναρθρο soundtrack.
Επειδή δεν το έχω αναφέρει και ίσως αδικεί λίγο την προσπάθεια των συντελεστών, να πω ότι το σύνολο των ανθρώπων που παρέλασαν από τη σκηνή του Ιδρύματος Κακογιάννη προερχόταν από το χωριό Colombier, στις γαλλόφωνες περιοχές της Ελβετίας. Πολλοί ήταν λοιπόν ερασιτέχνες. Κι αν αυτό υπογράμμιζε τη δουλειά που είχε γίνει ώστε να συγκροτηθεί ένα σύνολο με φανερή ενότητα, ήταν την ίδια στιγμή η αιτία που το έργο έχασκε σε αρκετά φωνητικά σημεία, όπως και σε σημειολογία ηθοποιίας.
Το μονόπρακτο Φιλί της Λεονόρας μας «ανάγκασε» να χειροκροτήσουμε τους συντελεστές διότι ήταν φανερή η ενότητα της ομάδας και το μπρίο που τη διακατείχε. Με σκεπτικισμό, όμως, αντιμετωπίσαμε το γεγονός ότι άνθρωποι που δεν έχουν ξαναδεί παρόμοιες προσπάθειες στον χώρο της σύγχρονης όπερας θα βγάλουν μάλλον λάθος συμπεράσματα.