Δεύτερη φορά που διεξάγεται το Plissken Festival και μακάρι να καθιερωθεί, γιατί πρόκειται για μία πραγματικά αξιόλογη προσπάθεια που γίνεται ολοένα και καλύτερη σε πολλά επίπεδα. Τάσος Μαγιόπουλος και Μάνος Μπούρας βρέθηκαν στα δύο stages του φετινού φεστιβάλ το Σάββατο και δεν υπήρχε κάτι να ψέξουν στην όλη οργάνωση, πέρα από το θέμα του ήχου σε κάποια συγκροτήματα –γεγονός κατανοητό από μία άποψη, αφού ο χώρος του Ελληνικού Κόσμου δεν είναι φτιαγμένος για συναυλίες και η ακουστική του δεν είναι έτσι εύκολο να ρυθμιστεί (αν και αυτό δεν δίνει άφεση αμαρτιών για όσους έχουν πληρώσει να δουν μια συναυλία…). Κατά τα άλλα, τα πάντα σχεδόν λειτούργησαν άψογα, οι χρόνοι εμφάνισης τηρήθηκαν με σχετική ακρίβεια, τα μπαρ εξυπηρετούσαν με γρηγοράδα, κι όλο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει μια διάχυτη καλή διάθεση. Όπως εκείνη που αντιλαμβανόμασταν στον μακαρίτη πια Synch, άξιος διάδοχος του οποίου τείνει να γίνει το Plissken.

Team Ghost
του Μάνου Μπούρα

Και φέτος, οι εμφανίσεις των συγκροτημάτων ξεκίνησαν από νωρίς το μεσημέρι, απλά λίγο αργότερα σε σύγκριση με πέρυσι. 15.15, βέβαια, έπεσε και πάλι βαρύ στους περισσότερους, κι έτσι ελάχιστοι (καμιά πενηνταριά άτομα δηλαδή) βρίσκονταν στις θέσεις τους για να παρακολουθήσουν τους Team Ghost, οι οποίοι έκοψαν την κορδέλα της έναρξης εργασιών του φεστιβάλ. Από τη μία θα λέγαμε ότι έχασαν μια καλή εμφάνιση, από την άλλη θα καθησυχάζαμε ότι δεν έχασαν κάτι ιδιαίτερο. Με τρεις κιθαρίστες κι έναν μπασίστα που έμοιαζε με νόθο παιδί του Stephen Malkmus και του Vini Reilly (πώς γίνεται αυτό, θα ρωτήσετε. Και πού θέλετε να ξέρω, καθηγητής γενετικής είμαι; θα σας απαντήσω…), οι Team Ghost έπαιξαν ένα μπάσταρδο είδος post-rock που θεωρούσε ότι αυξάνοντας την ένταση έλυνε όλα τα υπόλοιπα προβλήματά του. Οι Γάλλοι είχαν πάντως όρεξη και έπαιξαν καλά, μα δεν έβρισκα κάτι στη μουσική τους να μου τραβήξει την προσοχή. Για ξεκίνημα όμως ήταν μια χαρά.

Plissken_2_crowd1

Rita Maia
του Τάσου Μαγιόπουλου

Ξεκίνημα της ημέρας για το Club Stage με έναν ήλιο ντάλα αλλά τα παράθυρα κλεισμένα για να μη μπαίνει και πολύ φως, θυμίζοντας clubbing σκηνικά. Η Πορτογαλίδα Rita Maia βγήκε μια –κακά τα ψέματα– άχαρη ώρα, όμως το σετ της ήταν εξαιρετικό. Ο συνδυασμός των tech house ήχων με ακούσματα από την σε έξαρση UK Bass Scene είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και, παρόλο που τα ελάχιστα άτομα τα οποία παρακολουθούσαν δεν έφτιαχναν κάποιο ιδεατό σκηνικό για έναν DJ, η Rita Maia φρόντισε να τα τιμήσει. Έστησε λοιπόν ένα σετ που θα μπορούσε άνετα να σταθεί σε ένα από τα by day stages του Sonar με φρέσκα ακούσματα, κολλημένα ιδιαίτερα ευφάνταστα μεταξύ τους. Τα γυναικεία φωνητικά εναλλάσσονταν με ambient περάσματα ενώ στη γωνία σε περίμεναν ογκώδη wobbles και καταιγισμός από beats, με το πνεύμα του Rustie να απλώνεται πάνω από ολόκληρη την ακολουθία κομματιών της μεσογειακής Rita.

Plissken_3_Rita_Maia

Male Bonding
του Μάνου Μπούρα

Οι Male Bonding που ακολούθησαν τους Team Ghost στην κεντρική σκηνή ήταν για μένα μία από τις μπάντες που ξεχώρισαν στο φετινό Plissken. Δεν περίμενα άλλωστε κάτι λιγότερο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο εξαιρετικοί είναι οι δίσκοι τους. Και, όντως, οι Λονδρέζοι έπαιξαν με τόσα γκάζια και ψυχή ώστε θα μου φαινόταν απίθανο να μην σε αγγίξει η πανκ ποπ τους –εκτός πια κι αν δεν σου αρέσουν αυτού του είδους οι μουσικές, οπότε δεν υπάρχει ίσως γιατρειά. Ξεκίνησαν παίζοντας σαν κλασική κολεγιακή μπάντα, αλλά σύντομα απελευθερώσανε έναν πιο πανκ εαυτό, φτάνοντας να ακούγονται σαν καλιφορνέζικο skate punk σχήμα που βάζει τα γυαλιά στους Αμερικανούς ομολόγους του (καθόλου τυχαίο, επομένως, που τους άρπαξε η Sub Pop). Γράφουν εξαιρετικούς ποπ ύμνους και τους φτύνουν με ακρίβεια και πάθος στο ακροατήριό τους, το οποίο γίνεται δέκτης μιας μοναδικής νεανικής ενέργειας. Επαυξημένο το τρίο με έναν επιπλέον κιθαρίστα, σάρωσε με την παρουσία του και μας άφησε μια υπέροχη γεύση μελωδικού θορύβου στα αυτιά. Θέλω να τους ξαναδώ στα σίγουρα!

Plissken_4_Male_Bonding

Montana Cruz
του Τάσου Μαγιόπουλου

Κολομβιανός μεν, αγγλοαναθρεμμένος δε ο Montana Cruz. Και αν το γενεαλογικό του δέντρο είναι εν μέρει ενδιαφέρον, δεν ισχύει το ίδιο και για τα σετ του, κρίνοντας από όσα μας παρουσίασε το Σάββατο. Το στυλ του τέρμα εμπορικό, με μια progressive house κατεύθυνση που δεν τον απέτρεπε σε κανένα σημείο να μας πετάει από σιγουράκια τύπου Fatboy Slim και Daft Punk μέχρι Gotye –για να πιάσουμε και το νεαρότερο κοινό. Δεν διέφερε και σε πολλά από κάτι που θα άκουγα σε καλοκαιρινό beach bar. Κι αν αυτό δικαιολογείται όταν βρίσκεσαι σε διακοπές και δεν θες κατ’ ανάγκη να ακούς κάτι πιο ψαγμένο, δεν ισχύει το ίδιο όταν μετέχεις σε ένα φεστιβάλ με τόσα καλά ονόματα από τον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής.

Plissken_5_Montana_Cruz

Michael Rother & Camera
του Μάνου Μπούρα

Τιμή και σεβασμό στον μέγιστο Michael Rother, ο οποίος έχει γράψει ιστορία σαν μέλος των Neu! και των Harmonia, ενώ έχει κάνει κι ένα (πολύ σύντομο) πέρασμα από τους Kraftwerk. Στην εμφάνισή του στο Plissken συνοδεύτηκε από τρεις μουσικούς (ως Camera), έναν ντράμερ που με στοιχειώδη τύμπανα έδινε έμφαση στους καθοριστικούς ρυθμούς των κομματιών, έναν πληκτρά κι έναν κιθαρίστα. O Rother έπαιζε κιθάρα μπροστά από ένα laptop και αποτελούσε τον άτυπο «μαέστρο» της υπόθεσης. Το ζουμί βρισκόταν ευνόητα στο motorikdrive των κομματιών, στο σταθερό μηχανικό βήμα που έδιναν τα τύμπανα, αλλά από εκεί και μετά την ενδιαφέρουσα τροπή στο μονότονο θα ’λεγες beat έδιναν οι αυτοσχεδιασμοί, οι οποίοι ξέφευγαν προς κάθε κατεύθυνση. Θα τη χαρακτήριζες έως και χορευτική τη μουσική κατά διαστήματα, παρότι δεν σου επέτρεπαν να ξεχάσεις ποτέ ότι επρόκειτο για ροκ ήχο στην καρδιά του –και μάλιστα από το είδος εκείνο που αποζητά έναν πειραματικό κι έντεχνο χαρακτήρα όσο τίποτε άλλο. Έκλεισαν εντυπωσιακά, μ’ ένα κομμάτι σε εξοντωτικό tribal ρυθμό, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις.

Plissken_6_Michael_Rother

Forest Swords
του Τάσου Μαγιόπουλου

Τυπική αγγλόφατσα ο Matthew Barnes, ο οποίος εμφανίστηκε στο booth με snapback και hoodie μοιάζοντας περισσότερο με Βρετανό nerd παρά με μουσικάντη περιωπής. Αλλά αυτό το τελευταίο ακριβώς ήταν ο Forest Swords. Κι όταν άπλωσε το ατμοσφαιρικό του πέπλο, έγινε το πρώτο act του Σαββάτου που κατάφερε να τραβήξει κόσμο από τη κεντρική σκηνή στο club stage. Με αργόσυρτο ξεκίνημα, με μερικά φιλτραρισμένα φωνητικά εδώ κι εκεί να προσθέτουν πινελιές και μ’ έναν underground λονδρέζικο αέρα να γεμίζει τον χώρο, ο Forest Swords κατάφερε όχι μόνο να φέρει θεατές στην αίθουσα αλλά να τους κερδίσει κιόλας. Από ότι φάνηκε, οι «σπασμένοι» ρυθμοί και το underground 1990s hip hop άρωμα που έφερε μαζί του μπορούν να περάσουν και σε ένα πιο alternative rock κοινό, πασπαλισμένα βέβαια με την κατάλληλη ατμοσφαιρικότητα. Πολύ καλή εμφάνιση (live να σημειωθεί και όχι DJ σετ).

Plissken_7_Forest_Swords

We Were Promised Jetpacks
του Μάνου Μπούρα

Δεν ήταν λίγοι όσοι περίμεναν με λαχτάρα την εμφάνιση των We Were Promised Jetpacks. Και, απ’ ότι αποδείχθηκε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, είχαν τα δίκια τους. Οι Σκοτσέζοι φάνηκαν αντάξιοι των δίσκων τους και έπαιξαν αναμενόμενα δυνατά μα και ουσιαστικά. Η μουσική τους προσφέρεται για μπόλικο χτύπημα, όπερ και εγένετο από τη στιγμή που ξεκίνησαν να γεμίζουν τον μεγάλο συναυλιακό χώρο με κιθάρες οι οποίες χρωστάνε εξίσου στον αυθεντικό αμερικάνικο emo punk ήχο, όσο και στην παράδοση του τόπου καταγωγής τους για επικά ηχητικά κατασκευάσματα. Άνευροι ωστόσο επί σκηνής, θα μπορούσαν να δώσουν κάτι παραπάνω με μία πιο ενεργητική παρουσία, αλλά προτίμησαν να αφήσουν τη μουσική τους να μιλήσει. Ακόμη κι έτσι, ικανοποίησαν τους πιστούς οπαδούς του αγιόξυλου και άφησαν τη φαντασία τους να τρέξει σε μικρότερους χώρους και στο πόσο μεγαλύτερη ζημιά θα μπορούσαν να έχουν κάνει με μία πιο άμεση επαφή μαζί τους. Ποιος ξέρει, ίσως να γίνει κι αυτό κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά μέχρι τότε θα έχουμε να θυμόμαστε μια συμπαθητική εμφάνιση από τη μεριά τους.

Plissken_8_We_Were_Promised_Jetpacks

Junior Boys
του Τάσου Μαγιόπουλου

Από τα πιο ηχηρά ονόματα του φετινού Plissken, τα «Μικρά Αγόρια» κινήθηκαν ακριβώς στις μουσικές περιοχές που περίμενες να τα βρεις. Με house προσαρμοσμένη στα πλαίσια της δικής τους τραγουδοποιίας, οι Καναδοί φροντίζανε ώστε τα 4/4 να κρατάνε γερά στο φόντο με τα «Oh yeah» φωνητικά να συμπληρώνουν τα γεμίσματα από anthemic πλήκτρα. Ως αποτέλεσμα, το DJ σετ τους προέκυπτε σαν κάτι σίγουρα εύηχο αλλά σε καμία περίπτωση ιδιαίτερο. Σκηνική παρουσία δεν διαθέτουν, ούτε και σκέρτσο ή νάζι επί σκηνής παύλα booth (το είχαμε αντιληφθεί αυτό άλλωστε και από τη ζωντανή τους εμφάνιση παλιότερα), τραγούδια με τσαγανό δεν προσφέρουν και, από ότι φάνηκε το Σάββατο, ούτε ιδιαίτερη φαντασία στα decks. Χλιαρές συν άγευστες καταστάσεις...

Plissken_9_Junior_Boys

King Khan & The Shrines
του Μάνου Μπούρα

Ο επόμενος κύριος που είδαμε στην κεντρική σκηνή ήταν το ακριβώς αντίθετο των We Were Promised Jetpacks: πιο εξωστρεφή καλλιτέχνη δύσκολα μπορείς να συναντήσεις! Ο King Khan είναι από τους διασκεδαστές εκείνους που μπορείς να βρεις σε ελαφρώς κιτς μαγαζιά του εξωτερικού να πουλάνε νοσταλγία για μουσικά είδη των οποίων η μπογιά έχει περάσει ελαφρώς, μα που πάντα έχει την πλάκα του να επισκεφτείς για τον χαβαλέ της υπόθεσης. Βέβαια αυτός και η μπάντα του –οι Shrines– δεν παίζουν κάτι που ηχεί παρωχημένο: το rock ‘n’ roll τους αποτελεί σταθερή αξία και γίνεται ακόμη καλύτερο επειδή μπολιάζεται από soul, funk και gospel στοιχεία και εκτελείται από μια πολυπληθή και ικανότατη ορχήστρα (εννέα άτομα, ανάμεσά τους τρία πνευστά και δύο κρουστά). Ντυμένος με λαμέ κουστούμι και μ’ ένα μεγάλο φτερωτό καπέλο, ο Βασιλιάς Khan έβαλε εξ αρχής το κοινό στο παιχνίδι της μουσικής του και, για τον λόγο αυτόν,  αποθεώθηκε όσο κανένας άλλος. Έστειλε επίσης πολιτικά μηνύματα τα οποία είχαν άμεση σχέση με την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα μας (μαζί με «ευχές» προς τη Χρυσή Αυγή!) κι έκανε εν γένει ένα διασκεδαστικό και παράλληλα ενδιαφέρον μουσικά σόου, που έκλεισε πανηγυρικά και με πολύ χορό με ένα κομμάτι στο στυλ του “Land Of A Thousand Dances”.

Plissken_10_King_Khan__The_Shrines

College
του Τάσου Μαγιόπουλου

Εάν ο Γάλλος College είχε έρθει έναν χρόνο πριν στην Αθήνα, πιθανώς να μην είχε παρά ελάχιστους που να τον γνωρίζανε. Αλλά η εμφάνισή του στο soundtrack του Drive με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια αυτού (“A Real Hero”) τον κατέστησε γνώριμο τουλάχιστον όνομα για πολλούς μουσικόφιλους. Το σετ του βέβαια στο Plissken απείχε πολύ από τη νεορομαντική ατμοσφαιρικότητα του “A Real Hero”, επενδύοντας αντιθέτως σε nu electro μελωδίες, με τις αναμενόμενες 1980s αναφορές και με κάποιες electroclash αναμνήσεις. Την ίδια ώρα, στα μπαλόνια τα οποία βρίσκονταν στο παρασκήνιο προβάλλονταν γραφικά βγαλμένα από φουτουριστικές ταινίες του τότε. Funky κιθάρες, γυναικεία αισθαντικά φωνητικά και πλήκτρα με αίσθηση χρονοκάψουλας συμπληρώναν το τοπίο, ενώ οι electro ρυθμοί φρόντιζαν για τη διαρκή κίνηση των γλουτών μας. Τα ντραμιστικά περάσματα στο μοτίβο του main theme των Σκληρών Του Μαϊάμι, πάλι, ήταν το κερασάκι στη τούρτα.

Plissken_11_College

Notwist
του Μάνου Μπούρα

Ξανά πίσω στη Γερμανία με τους φοβερούς και τρομερούς Notwist, που επιτέλους αξιωθήκαμε να δούμε και στη χώρα μας. Έξι άτομα επάνω στη σκηνή, μέσα σε μία θάλασσα από πλήκτρα, γεγονός που έδινε ενδείξεις ότι ο ήχος έμελλε να είναι ιδιαίτερα ηλεκτρονικός. Τα υπερκινητικά τύμπανα, όμως, καθόριζαν  το τελικό αποτέλεσμα και μετάγγιζαν το ζωντανό στοιχείο στον ήχο τους. Εγκεφαλικοί όσο και ατίθασοι, με ροκ χαρακτήρα, οι Γερμανοί έδιναν πολλές και διαφορετικές διαστάσεις της ηχητικής τους υπόστασης ταυτόχρονα, ακόμη κι αν η ακουστική του χώρου αδυνατούσε να αναπαράγει ικανοποιητικά τον επιστημονικά λεπτομερή στουντιακό τους ήχο. Ευμετάβλητο στο παίξιμο των οργάνων σχήμα, μπορούσαν να παίζουν εκλεπτυσμένα, σαν τζαζ μπάντα (δάνειο από το αδελφό τους σχήμα, Tied & Tickled Trio), αλλά και να τα σπάνε σαν οι ικανότεροι ροκ παίχτες. Απίστευτος ντράμερ ο Andi Haberl, τραβούσε τους υπόλοιπους πίσω του, ενώ ένας άλλος έκανε κάτι περίεργα με καλώδια κι έβγαζε παράξενους ήχους από το όργανο μπροστά του –δεν κατάλαβα ποτέ ακριβώς τι, μα δεν είχε μεγάλη σημασία, καθώς ήταν καταπληκτικοί.

Plissken_12_Notwist

Villa
του Τάσου Μαγιόπουλου

Εάν θα μπορούσες να συνοψίσεις ολόκληρη την εμφάνιση του Villa με μια λέξη, αυτή θα ήταν σίγουρα «Big». Από τα beats, τις μπασογραμμές, τα μελωδικά περάσματα, τις big beat αποχρώσεις και γενικότερα την αναζήτηση ενός εντυπωσιακού στο αυτί αλλά όχι ιδιαίτερα ενοχλητικού ήχου. Όταν πέσανε δε και άσματα τύπου “I Wanna Be Your Dog” και “Thunderstruck”, ήσουν σίγουρος πως o Βέλγος DJ στόχευε στη μαζική ικανοποίηση. Πέτα και λίγο Michael Jackson στο καζάνι και θα τους πιάσουμε όλους, δεν μπορεί! Με κάτι τέτοιες νοοτροπίες, όμως, καταφέρνεις μεν να κερδίσεις όσους δουλεύουν με τη λογική του «γνώριμου», χάνεις δε εκείνους τους ακροατές που την ψάχνουν λίγο παραπάνω τη δουλειά.

Plissken_13_Villa

Dead Skeletons
του Μάνου Μπούρα

Οι Ισλανδοί Dead Skeletons άφησαν εξ αρχής να εννοηθεί ότι αυτό που θα παρακολουθήσουμε θα είχε περισσότερο το τελετουργικό μιας μυστικιστικής συνάντησης, παρά θα έμοιαζε με συναυλία. Επτά άτομα επάνω στη σκηνή (συμπεριλαμβανομένης μιας ξανθιάς η οποία κουνούσε ένα ντέφι, προφανώς επρόκειτο για τη γκόμενα ενός εκ των μελών που, με τον τρόπο αυτό, έκανε ένα ακόμη δωρεάν ταξίδι…), επιδόθηκαν στο παίξιμο ενός λυσεργικού ήχου ή αλλιώς εκείνο που έλεγαν γλαφυρά οι Spacemen 3 «take drugs to make music to take drugs to». Μια τηλεόραση πρόβαλε μια σειρά από σύμβολα που έχουν υιοθετήσει οι Dead Skeletons –όπως κάθε μπάντα που θέλει να δημιουργήσει ένα είδος cult ακροατηρίου γύρω της– και πίσω της το συγκρότημα ξεχύθηκε σε ένα υπνωτικό, ψυχεδελικό τριπάρισμα, με heavy κιθάρες που έφταναν μέχρι και στους Hawkwind. Μπροστά στη σκηνή, εντωμεταξύ, το ενθουσιώδες ακροατήριο είχε ανάψει αρωματικά στικ, προσθέτοντας στον παγανιστικό χαρακτήρα της μουσικής –για όσους αντέχουν αυτή τη μυρωδιά βέβαια… Έχω την εντύπωση ότι έπαιξαν λιγότερο απ’ όσο επιθυμούσαν κι ότι η εμφάνισή τους διακόπηκε βίαια, οπότε στο σημείο αυτό φάνηκαν γαλαντόμοι. Από την άλλη, πουλούσαν μια αφίσα τους υπογεγραμμένη από όλα τα μέλη στην ταπεινή τιμή των 40 ευρώ... Τι διάολο, δεν τους είπε κανείς ότι διανύουμε περίοδο κρίσης στην Ελλάδα; Από την Ισλανδία είναι, θα καταλάβαιναν…

Plissken_14_Dead_Skeletons

Drums Of Death
του Τάσου Μαγιόπουλου

Πιο ταιριαστό όνομα δεν θα μπορούσε να είχε σκεφτεί ο μασκοφόρος «εκδικητής» του Plissken. Όνομα και πράγμα ο ήχος του Βρετανού παραγωγού, με μια ανηλεή επίθεση από beats & breaks τα οποία διακόπτονταν ανά τακτά αλλά σύντομα μελωδικά διαλείμματα, έτσι για να σπάνε τη μονοτονία. Ο Drums Of Death δε, πραγματικός σόουμαν! Τραγουδούσε τα λόγια από τα πάντα που μας έπαιζε, κούναγε τα χέρια του στον ρυθμό των κομματιών, πηγαινοέφερνε το κεφάλι του συνεχώς λες και είχε ξεφύγει από άσυλο, ενώ τα κοψίματα του σαν DJ μόνο ως επιθετικά θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις. Αντιπροσωπεύει την ορμή και την επιθετικότητα στη μουσική ο Drums Οf Death και φρόντισε να κάνει τον κόσμο να κουνηθεί μέχρι τελικής πτώσεως με το σετ του. Το οποίο συγκαταλέγεται στα καλύτερα του φεστιβάλ χωρίς δεύτερη κουβέντα, χάρη στα συνεχόμενα breakdowns και στις rave πινελιές α-λα-Zomby.

Plissken_15_Drums_Of_Death

Triggerfinger
του Μάνου Μπούρα

Οι Βέλγοι Triggerfinger, απ’ ότι καταλαβαίνω, πρέπει να είναι από τις μπάντες εκείνες που είτε αγαπάς, είτε απεχθάνεσαι. Γενικά άρεσαν αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κοινού, όχι όμως και σ’ εμένα. Ικανοποιούν τα αδηφάγα ροκ ένστικτα του ακροατηρίου και –παρότι καλοί παίκτες– δεν είχε ιδιαίτερη αξία η μουσική τους, επειδή την ακυρώνουν οι ίδιοι με την εμφάνισή τους. Τρία άτομα μέσης ηλικίας ντυμένα με κοστούμια, για τα οποία θα ’λεγες ότι παίζουν μουσική για να συμπληρώσουν ένσημα, εμφανίστηκαν ως novelty act που ξέρει να πατάει τα σωστά κουμπιά ώστε να αρέσει και να κάνει τον κόσμο να περνάει καλά. Τι να σου αρέσει όμως από το τυπικά φωνακλάδικο ροκ τους, από τον σαν νταβατζή μπασίστα τους, από τον  ντράμερ που χαμογελούσε ηλίθια όπως σε διαφήμιση οδοντόκρεμας –και που σολάρισε κιόλας για να μας θαμπώσει με τη δεξιοτεχνία του– και, τέλος, από έναν κιθαρίστα που ανέβαινε συνεχώς επάνω στο μόνιτορ, με περίσσιο ποζεριλίκι; Δεν ήταν αυθεντικό αυτό το πράγμα, ήταν προκάτ σαν προτηγανισμένη πατάτα και με κούρασε γρήγορα.
Δεν έμενε παρά να κατευθυνθώ στην έξοδο, η Peaches δεν με ενδιέφερε να την ξαναδώ να περπατάει επάνω στα χέρια του κόσμου –όπως κι έκανε απ’ ότι έμαθα– ο Joker θα έβγαινε στις 4 (δεν έπαιζε να μείνω τόσες ώρες, είμαστε και μιας κάποιας ηλικίας…), οπότε έφυγα έχοντας στο μυαλό ωραίες εικόνες από ένα φεστιβάλ που μακάρι να γίνει θεσμός και να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, όπως υπόσχονται οι διοργανωτές του.

Plissken_16_Triggerfinger

Liquid
του Τάσου Μαγιόπουλου

Βγάλτε τα glowsticks και τα Frond από τις ντουλάπες, έρχονται οι Liquid! Παρελθοντολαγνεία, το ξέρω, όμως η συγκεκριμένη εμφάνιση φάνταζε πως γινόταν για όλη την «παλιά φρουρά». Και κάπως έτσι ήταν, καθώς έβλεπες ανθρώπους στην ηλικιακή γκάμα 28-35 να χορεύουν ξανά σαν μικρά παιδιά. Τα “Liquid Is Liquid” και “Sweet Harmony” αποτέλεσαν φυσικά το βαρύ πυροβολικό, όμως το όλο jungle σκηνικό, τα happy hardcore σίνθια και τα κλασικά πιανιστικά περάσματα καταφέρανε να γεμίσουν το club stage του Plissken με γελαστά πρόσωπα, τα οποία εξωτερικά προσέγγιζαν τα 40 όμως η λάμψη στα μάτια τους ήταν εκείνη του εφήβου που ανακαλύπτει την πρώτη του μουσική αγάπη. Πάντως, με την επιστροφή του όλου rave ήχου στο σημερινό προσκήνιο, ο ήχος που μας πλασάρανε οι Liquid –ενώ σίγουρα προερχόταν από άλλη εποχή– δεν ακουγόταν γερασμένος. Πράγμα που φάνηκε και από τους νεαρότερους σε ηλικία θαμώνες του stage, που φάνηκαν να το διασκεδάζουν εξίσου, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Liquid λόγω «τριπαρισμένου» laptop.

Plissken_17_Liquid

Peaches
του Τάσου Μαγιόπουλου

Το ότι η Peaches είναι θεότρελη, το ξέρουμε. Το τι είναι ικανή να κάνει επί σκηνής, επίσης. Και όμως, κάθε φορά καταφέρνει να κλέψει τις εντυπώσεις. Ήταν και το έξτρα δέλεαρ του ότι θα ακούγαμε όλο το The Teaches Of Peaches παιγμένο ζωντανά (και ανάποδα σε σειρά, έτσι για να δικαιολογούμε τον ζουρλομανδύα) και η Καναδή έγινε το κύριο event του φετινού Plissken. Ο King Khan, αφήνοντας την κονσόλα του ηχολήπτη στην οποία είχε εγκατασταθεί από την ώρα που τελείωσε τη δική του εμφάνιση, ανέβηκε στη σκηνή για να προλογίσει την Peaches, η οποία έκανε είσοδο με αστραφτερή στολή, περικεφαλαία και ασπίδα. Το σόου δεν άργησε να ξεκινήσει, αφού μας είπε –σε φαρσί ελληνικά– συνθήματα κατά της Χρυσής Αυγής και του ηγέτη της. Από καμώματα, άλλο τίποτα! Τι ανέβηκε πάνω στα ντραμς και τραγουδούσε; Τι περπάτησε πάνω στα υψωμένα χέρια των θεατών, ρίχνοντας και μια βουτιά στο τέλος για το γαμώτο; Τι έκανε ισορροπία πάνω στο κάγκελο μπροστά από τη σκηνή; Η Peaches είναι πρώτα από όλα show woman και το απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο στον Ελληνικό Κόσμο. Άνοιξε δε και μια σαμπάνια στο “Set It Off”, με φανερά σεξουαλικά υπονοούμενα και έδεσε το γλυκό. Μουσικά ποτέ δεν τη θεώρησα κάτι το ιδιαίτερο, αλλά ζωντανά σίγουρα είναι.

Plissken_18_Peaches1

Plissken_19_Peaches_2

Andrew Weatherall
του Τάσου Μαγιόπουλου

Μεγάλη προσωπικότητα ο κύριος Weatherall και όνομα με ειδικό βάρος σε ένα φεστιβαλικό line-up. Πλην όμως, το σετ που παρουσίασε το βράδυ του Σαββάτου δεν περιείχε κάτι το φρέσκο ή κάποια μουσική πρόταση. Με progressive χαρακτήρα, ο Weatherall περισσότερο μας γύρισε πίσω στις αρχές των ’00s παρά βάσισε την παρουσία του στις μουσικές των τελευταίων χρόνων. Ο κόσμος βέβαια κουνιόταν ικανοποιημένος, αλλά λόγω «αυτόματου πιλότου» θεωρώ. Και το ότι ανέβηκε στη σκηνή και ο MC των Liquid για να κάνει φραμπαλά δεν προσέθεσε και πολλά σε μια εμφάνιση η οποία δεν ενοχλούσε, μα ηχούσε παρωχημένη. Συνδυαζόμενη μάλιστα και με ένα κοινό που μετά την Peaches όλο και περισσότερο «έσπαγε», ήταν τελικά μια αμφιβόλου επιτυχίας στιγμή του Plissken, παρόλο που οι προϋποθέσεις για κάτι καλύτερο βρίσκονταν σίγουρα εκεί.

Plissken_20_Andrew_Weatherall

Alan Braxe
του Τάσου Μαγιόπουλου

Προχωρημένη η ώρα, συσσωρευμένη και η κούραση τόσο από το ξενύχτι της προηγούμενης βραδιάς όσο και από τις 12 συνεχείς ώρες στον χώρο του φεστιβάλ. Ε, κάτι και ο Alan Braxe ο οποίος έμοιαζε να έχει κολλήσει στο παριζιάνικο house που ακούγαμε 10 χρόνια πίσω, δεν άργησε και πολύ η εμφάνιση της κόπωσης. Αφήνω λοιπόν ανοιχτό το ενδεχόμενο η εμφάνιση του Γάλλου να εξελίχθηκε σε κάτι καλύτερο, μιας και δεν κατάφερα να την ολοκληρώσω, όμως το πρώτο της μισό που άκουσα έμοιαζε να έχει μείνει προσκολλημένο σε ήχους του παρελθόντος, που πλέον έχουν μείνει να μας θυμίζουν τι ωραία περνάγαμε κάποτε στα διάφορα house κλαμπάκια της Αθήνας. Θα μου πείτε, αν ήθελες ρε μεγάλε κάτι σημερινό και επίκαιρο γιατί δεν έμενες μέχρι τον Joker; Και θα σας απαντούσα πως το μυαλό ήταν πρόθυμο, αλλά το σώμα όχι. Άντε και του χρόνου να μας ξανάρθει το Plissken, γιατί φέρνει μουσικές του τώρα και είναι ένα πολυσυλλεκτικό φεστιβάλ το οποίο αξίζει να έχουμε στις εποχές που διανύουμε.

Plissken_21_crowd2

{youtube}H29FxQ2Fv3M{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured