Υπάρχουν δημιουργοί και καλλιτέχνες που σε κάποια φάση της ζωής τους αποφασίζουν να κάνουν ένα εντελώς διαφορετικό βήμα, είτε για να ικανοποιήσουν τις ανησυχίες και τα απωθημένα τους, είτε για να αποδείξουν ότι η εικόνα τους έχει μεγαλύτερο βάθος από αυτό που φαίνεται. Ο Akerfeldt, προσπαθώντας να ικανοποιήσει την πρώτη ανάγκη του –η δεύτερη συνθήκη είναι άτοπη για μια metal μπάντα του εύρους και του βάθους των Opeth– συνέλαβε λοιπόν την ιδέα του Heritage: αποποιήθηκε το ακραίο παρελθόν του και θέλησε να υποκλιθεί στην κληρονομιά που κουβαλάει από τα βινύλια της δεκαετίας του 1970.
Αποδεκτή η προσπάθεια και με το παραπάνω. Όταν μάλιστα οι επιρροές και οι συνεργάτες σου είναι τα σίγουρα χρυσά χαρτιά της απόπειράς σου, τότε όλοι οφείλουν να τεντώσουν τα αυτιά τους. Και να υποκλιθούν ακόμα στη συγκεκριμένη άποψη. Άλλωστε ο Akerfeldt θα μπορούσε να κομπάζει για αιώνες υποστηρίζοντας ότι είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες του σημερινού metal. Αντ’ αυτού, θέλησε να μετρηθεί από υποδεέστερη θέση. Το αποτέλεσμα υπήρξε για τον γράφοντα ελαφρώς άνευρο –μέχρι και απογοητευτικό.
Φεύγοντας όμως από τη δισκογραφική διάσταση του θέματος, το ερώτημα που τίθεται είναι αν, κυκλοφορώντας το Heritage, ο ηγέτης των Opeth, ικανοποίησε όλες τις ορμές του και αποφάσισε να γυρίσει πίσω, υπερασπιζόμενος τον ακραίο μελωδικό ήχο των προηγούμενων σπουδαίων δίσκων. Και πολύ παραπάνω αν κάνει κάτι τέτοιο στις νυν ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας, σαν κι αυτή της Κυριακής στο Fuzz. Τα τραγούδια που είχε μαθευτεί ότι θα έπαιζαν οι Opeth στην Αθήνα έδειχναν ότι είναι περήφανοι για το υλικό τους και θέλουν να το μοιραστούν και στις συναυλίες τους. Θα το απογείωναν όμως δια της όσμωσης των ήδη γνωστών δυνατοτήτων τους; Ή όλο το παλιό τους υλικό θα στριμωχνόταν στη νέα, απλούστερη μορφή των ήχων; Την Κυριακή λοιπόν έγινε κατανοητό ότι ο Akerfeldt θέλει να λέγεται ότι οι Opeth του 2012 είναι μια progressive rock και όχι μια metal μπάντα.
Εδώ βέβαια υπάρχει μπόλικο ψωμί για μια παλαιάς κοπής αψιμαχία οπαδών. Ποιοι είναι οι καλύτεροι Opeth; Εκείνοι των βρυχηθμών και του προοδευτικού metal, το οποίο χωράει μέχρι και fusion παραλογισμούς; Ή εκείνοι της μελωδικής αναζήτησης και της progressive εμμονής; Οι Opeth που πάγωναν το αίμα με το Blackwater Park και ανακάτευαν την τράπουλα με το Watershed είναι για μένα η μπάντα που πήγε μπροστά ολόκληρη την υπόθεση του σκληρού ήχου.
Άλλο ένα ερώτημα είναι το κατά πόσον έχουμε πραγματικά δύο διαφορετικές φάσεις των Opeth. Ας το δούμε απλά: Όταν το “The Grand Conjuration” ή το “Deliverance” δεν σου παίρνουν το κεφάλι, ακόμα και με λιγότερο κοφτερές κιθάρες, τότε καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει αλλάξει. Όταν νιώθεις ότι στο “The Devil's Orchard” λείπει επίτηδες η απελευθερωτική γκαρίδα, τότε γίνεται αντιληπτό ότι ο Akerfeldt έχει τρομερές εμμονές. Και όταν το παιδί-κουμπί Martin Axenrot δεν σπάει το σετ του από black metal μανία, ή όταν οι κιθαριστικές δραστηριότητες έχουν εν πολλοίς εκχωρηθεί στον Fredrik Akesson, τότε αρχίζεις να ανησυχείς αν θα ξαναδείς ποτέ μπροστά σου τη μπάντα που σε χαλεπούς καιρούς υπερασπίστηκε τα growls, τα σόλο και την ουσιώδη τεχνικότητα.
Στις τραβηγμένες δυο ώρες που έπαιξαν –και όσο δεν ροκάνιζε χρόνο ο Akerfeldt με τα αστειάκια και τις παρλάτες του για τους παιδικούς του ήρωες– οι Σουηδοί παρουσίασαν έναν εαυτό διαφορετικό, που άγεται και φέρεται από μια αδιόρατη και ακατανόητη θέληση να φανούν μουσικά σοβαρότεροι. Ανεπιτυχώς. Γιατί, εκτός από τα ηχητικά μειονεκτήματα που παρουσίασε το Fuzz, η ίδια η μπάντα δεν κατάφερε να σπάσει το δάπεδο, ούτε καν στον βαθμό που το κάνει στο Heritage. Και αν δεν μπορούν να το σπάσουν ούτε οι Opeth, τότε κάτι πάει στραβά...
Πάντως πρέπει να ειπωθεί, εν είδει υστερόγραφου, ότι ο φωτισμός ήταν εξαίσιος. Προσεγμένος, σκηνοθετημένος, ευρηματικός και σε απόλυτη συνάφεια με τα τραγούδια. Ευτυχώς η παραγωγή των Opeth συναυλιών παραμένει άψογη.