Σάββατο, 25 Φλεβάρη. Ημέρες καρναβαλιού και στο κέντρο της Αθήνας επικρατεί ένας μικρός χαμός από ανθρώπους με πολύχρωμες στολές και με μία υποψία ενοχής –αφού είναι και ημέρες δύσκολες για τους περισσότερους. Στην πλατεία Μοναστηρακίου μια μπάντα παίζει στους ρυθμούς της φιέστας, ενώ στο απέναντι καφέ-ταχυφαγείο ο Lasse Marhaug πίνει καφέ και τα λέει με τον John Wiese. Λίγο πιο πέρα, η σκηνή του 6 D.O.G.S. έχει γεμίσει με αναλογικά «παιχνίδια», έτοιμη να φιλοξενήσει ήχους διαφορετικούς, από αυτούς που χτυπάνε πρώτα στα πόδια, μετά «ματώνουν» τα αυτιά και φτάνουν μέχρι το στομάχι.
Γύρω στις δέκα λοιπόν ξεκίνησε ένα βίαιο ηχητικό ταξίδι σε κόσμους διόλου μακρινούς, από τα συνεργεία του Κεραμεικού μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο της Αθηνάς. Ήχοι της πόλης, της βιομηχανίας και της καθημερινότητας, μετατρέπονταν σε κραυγές φυγής και απόγνωσης μέσα από φίλτρα και εφέ παραμόρφωσης, ενώ η πλειάδα καλωδίων, μηχανημάτων και τα αμέτρητα ποτενσιόμετρα και κουμπάκια δημιουργούσαν μία πρώιμη διαστημική εικόνα. Τα σετ των καλλιτεχνών διέφεραν πολύ μεταξύ τους –ποιος θα περίμενε ότι ένα και μόνο ημίτονο μπορεί να μεταφραστεί σε τόσες διαφορετικές ηχητικές γλώσσες;– με το καθένα να διηγείται τη δική του μικρή ιστορία.
Καλοδουλεμένα σετ σαν αυτό των Balinese Beast βασισμένα στη μικροδομή, τα οποία δεν άφηναν περιθώρια για σκέψεις και αναπολήσεις, γεμάτα από χρονικά μικρές, πολύ υψηλές συχνότητες, που προσεγμένα σταματούσαν λίγο πριν αρχίσει το όριο πόνου. Εκεί η βιομηχανία μπλεκόταν με μία τεχνικά άρτια προσομοίωση της φύσης και η βίαιη παραμόρφωση με πιο διακριτικούς –σχεδόν μελωδικούς– ήχους. Τους Balinese Beast ακολούθησε το πιο μακροδομικό σετ του No God Ritual, που αρχικά έδειξε προτίμηση στις μεσαιοϋψηλές συχνότητες, για να μας διαψεύσει λίγο αργότερα με την εισαγωγή χαμηλών δρόνων και συχνοτήτων, οι οποίες δημιούργησαν και τα πρώτα τριξίματα στο ξύλινο πάτωμα του 6 D.O.G.S.
Στη δύναμη των μπάσων συχνοτήτων στηρίχτηκε και ο John Wiese, ο οποίος παρουσίασε ένα άκρως σινεματικό σετ, από εκείνα που κάνουν τη σύνδεση ήχου και εικόνας αναπόφευκτη. Τα μπάσα του προσομοίωναν συνθήκες σεισμού στην αίθουσα, ενώ οι ισχυροί μετασεισμοί που δημιουργούσαν οι πολύ πετυχημένες μπότες του πραγματικά δονούσαν όλο σου το σώμα. Ο Wiese έπαιξε με έναν Mac και με μία πολυκάναλη κονσόλα και έμοιαζε με μαέστρο που συντόνιζε άριστα τους προηχογραφημένους ήχους του, ανεβοκατεβάζοντας τα faders ανά οκτάδες και γυρνώντας ασταμάτητα τα ποτενσιόμετρα. «Γίναμε μάρτυρες ενός ατυχήματος», είπε κάποιος με το πέρας του σετ του Αμερικανού και δεν είχε άδικο. Μπορούσες να ακούσεις τους ανθρώπους να δειπνούν ανυποψίαστοι στα βαγόνια ενός τραίνου, πριν ο John Wiese προξενήσει μια μεγάλη καταστροφή, με την οποία κι έκλεισε το καθηλωτικό σετ του.
Τελείως διαφορετικά άρχισε ο Lasse Marhaug, παίζοντας με ένα αλουμινένιο κουτί το οποίο «πείραζε» με μία πιο ηλεκτροακουστική προσέγγιση, βγάζοντας ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα που με έβαλε σε σκέψεις: θα εισάγει τον θόρυβο στο σετ του ο Νορβηγός ή θα επιμείνει σε αυτή τη διαφορετική, μα τόσο ενδιαφέρουσα προσέγγιση; Λίγο αργότερα πήρα την απάντησή μου: ο Marhaug εισήγαγε τελικά τον θόρυβο με τρόπο έντεχνο, έτσι ώστε η μετάβαση όχι μόνο να μην ξενίσει, αλλά μετά βίας να γίνει αντιληπτή. Μετά από λίγο βέβαια άφησε το κουτί κατά μέρος και επιδόθηκε σε μαζικό και μετά μανίας «στίψιμο» των ήχων του, δημιουργώντας μία στέρεα μάζα θορύβου από την οποία τίποτα πλέον δεν θύμιζε την αρχική μορφή των επιμέρους ήχων.
Προς το τέλος, ο Marhaug –ελεύθερος υποδημάτων– έγινε άκρως εκδηλωτικός. Άφησε την καρέκλα του κι άρχισε να λικνίζει το σώμα του αλληλεπιδρώντας με τους ήχους που δημιουργούσε. Πήρε το αλουμινένιο κουτί και πάλι στα χέρια του και αυτή τη φορά το μετέτρεψε σε εργαλείο παραγωγής extreme noise. Έμοιαζε με έναν μικρό θεό, απόλυτο κυρίαρχο των ήχων, στους οποίους ασκούσε μια δύναμη που χρησιμοποιούσε κατά πώς ήθελε. Η επιβεβαίωση των σκέψεών μου ήρθε όταν ο Νορβηγός ανέβηκε στο τραπέζι της δημιουργίας του, σήκωσε τα χέρια ψηλά και έβγαλε μία κραυγή ικανοποίησης –συνεισφορά στους θορύβους που έφτιαξε, έχοντας γίνει ένα με εκείνους. Ύστερα έσκυψε, τράβηξε το βύσμα από την κονσόλα και έτσι απλά τελείωσε.
Η σιωπή δεν πρόλαβε να επικρατήσει αφού ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα μακράς διαρκείας, αποθεώνοντας τον αποκαμωμένο πλέον Marhaug, που αναζήτησε μια γωνιά ξεκούρασης. Να πούμε ότι ο κόσμος που παραβρέθηκε στο 6 D.O.G.S. δεν ήταν λίγος μα εμφανώς περισσότερος από ό,τι θα περίμενε κανείς σε ένα τέτοιο live, το οποίο εξελίχθηκε σε μία φιέστα των ήχων το τελευταίο Σάββατο της αποκριάς.