Δεν είχα καταλάβει πως ο Stoneking είχε γίνει τόσο γνωστός στα μέρη μας. Ούτε πως το “The Love Me Or Die” το ήξερε απέξω τόσος κόσμος. Έχω την εντύπωση ότι η περίπτωση του είναι από τις ελάχιστες τα τελευταία χρόνια που χτίστηκε γύρω από το τι γράφτηκε γι’ αυτόν και ποια ραδιόφωνα τον προτίμησαν (στα playlists τους βεβαίως), παρά γύρω από έναν ευφυή μαρκετινίστικο σχεδιασμό. Άλλωστε ο τελευταίος του δίσκος, το Jungle Blues, κυκλοφόρησε πριν από 4 χρόνια αλλά στα μέρη μας μαθεύτηκε πριν από περίπου 1,5 χρόνο –όταν και απέκτησε διανομή (από τη Hitch Hyke) και αρκετοί από εμάς γράψαμε καλές κουβέντες για τα καλά του τραγούδια. Βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, τελευταία η τζαζ του Μεσοπολέμου και τα αμερικάνικα μπλουζ έχουν αποκτήσει το κοινό τους και έχουμε γεμίσει με αρκετές ντόπιες μα κυρίως μέτριες μπάντες του είδους, οι οποίες με λίγη πρόζα και με τη φαντεζί αισθητική του καμπαρέ, «πουλάνε» σε διάφορους συναυλιακούς χώρους και μπαρ της πόλης. Εμμέσως ταυτιζόμαστε με το Κραχ της δεκαετίας του 1920 λοιπόν;
Ο C.W. Stoneking είναι ένας 35άρης Αυστραλός που θα ήθελε να είχε γεννηθεί εκείνη τη δεκαετία και να παίζει τα μπλουζ στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης. Το θέλει τόσο πολύ, ώστε έχει αποκτήσει και την ιδιαίτερη προφορά της περιοχής. Αυτό παραδέχομαι πως είναι λίγο αστείο... Από ’κει και πέρα όμως, έχει στήσει ένα πολύ ωραίο παραμύθι με τη νοσταλγία του και αποδεικνύει ότι έχει μελετήσει βαθιά τη μουσική της εποχής. Πέρα από το «φαίνεσθαι» λοιπόν της αμερικάνικης προφοράς, κουβαλάει και μια vintage μπλουζ κιθάρα κι ένα longneck μπάντζο και ξέρει αρκετά καλά τα μυστικά τους. Στη σκηνή του PassPort είχε μαζί του 2 πνευστούς (πώς αλλιώς θα γινόταν), έναν μέτριο ντράμερ κι έναν εξαιρετικό κοντραμπασίστα, που για καλή μας τύχη πέρασε το μισό της βραδιάς παίζοντας τούμπα (πνευστό μπάσο) –όργανο που είχα πολύ καιρό να ακούσω ζωντανά.
Την Τρίτη το βράδυ, το PassPort ήταν κατάμεστο με κόσμο τον οποίον θα ήθελα πολύ να ρωτήσω τι μουσική ακούει, αφού, όπως προείπα, αγνοούσα παντελώς το «γκελ» που έχει κάνει η κυκλοφορία του Jungle Blues. Στα περίπου 70 λεπτά που διήρκησε η εμφάνισή του, ο Stoneking πέρασε και από τις δύο του κυκλοφορίες (η πρώτη ονομάζεται King Hokum και βγήκε το 2005) χωρίς να σταματήσει να αφηγείται –με μπόλικο χιούμορ– διάφορες ιστορίες που έχει γεννήσει το ονειροπόλο μυαλό του για περιπέτειες στις ακτές της δυτικής Αφρικής και στη ζούγκλα της Γκαμπόν. Την ωραία ατμόσφαιρα που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας δεν τη χάλασαν κάποιες μέτριες εκτελέσεις (π.χ. το “I Heard The Marchin’ Of The Drum” βασίστηκε μόνο στην ερμηνεία και όχι στην άψογη ενορχήστρωση της στουντιακής ηχογράφησης), ενώ την καλλώπισαν ακόμα περισσότερο οι στιγμές που ο Stoneking στάθηκε μόνος του στη σκηνή, παίζοντας παραδοσιακά Delta blues. Ήμουν σίγουρος πως θα καταλήξουμε σε κάποια διασκευή από το ρεπερτόριο του Robert Johnson, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Νομοτελειακά, η επιτυχία της βραδιάς θα τον ξαναφέρει στην πόλη. Ίσως μια μεγαλύτερη μπάντα να προσφέρει και τις κορυφώσεις οι οποίες μας έλειψαν σε μερικά σημεία.