Πλάνο #1: το κοινό. Γέμισε η αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου την περασμένη Τετάρτη, με κόσμο όμως ετερόκλητο. Δεν είχες μόνο το κλασικό κοινό του Μεγάρου, τους καλοντυμένους μεσήλικες που πάντα παίρνουν ταξί με φόρα προς την Κηφισίας φεύγοντας. Είχες και άλλες φάτσες, πιο κάζουαλ ντυμένες, καθώς και αρκετό νεαρόκοσμο, αγόρια και κορίτσια τα οποία έφυγαν με τα πόδια μετά τη συναυλία, με την πυξίδα να δείχνει Μαβίλη και πιθανό early drink. Δεν ήταν τυχαία αυτή η σύσταση: αντιθέτως, ήταν μάλλον η πρέπουσα για μια καλλιτέχνη η οποία έχει μπει υπό την ταμπέλα «Rising Stars» στο πρόγραμμα εμφανίσεων του Μεγάρου Μουσικής.
Πλάνο #2: η Khatia Buniatishvili απέναντι στο κοινό της. Είναι όμορφη, όπως την παρουσιάζουν οι φωτογραφίες. Με αυτό το μαλλί, με το συγκεκριμένο κραγιόν, με την ευγενική συστολή που και μέρος του κώδικα αποτελεί μα και τα 24 της χρόνια αντανακλά –όπως και το γεγονός ότι τώρα, ουσιαστικά, βγαίνει από το αυγό. Εμφανίστηκε μπροστά μας με ένα όμορφο μαύρο βραδινό φόρεμα, μας χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο και μια υπόκλιση και έσπευσε να κάτσει στο πιάνο της. Το σκηνικό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές: κάθε που τελείωνε μια ενότητα, σηκωνόταν, χαμογελούσε, υποκλινόταν. Το ίδιο και στο διάλειμμα, το ίδιο ακόμα και στο τέλος, όταν η αίθουσα του Δημήτρη Μητρόπουλου αντηχούσε από τα μπράβο και τα παρατεταμένα χειροκροτήματα, υποχρεώνοντάς τη σε encore. Κουβέντα δεν μας είπε. Ούτε ευχαριστώ, ούτε καλησπέρα, ούτε καληνύχτα. Χαμόγελο, υπόκλιση –τέλος. Έσπευδε, σε κάθε περίσταση, να καταφύγει στο πιάνο, δείχνοντας ότι αισθανόταν πιο άνετα εκεί, παρά ενώπιον του κοινού.
Πλάνο #3: η Khatia Buniatishvili μόνη με το πιάνο της. Ολική μεταμόρφωση. Το συνεσταλμένο, αμήχανο κορίτσι με το βραδινό μαύρο φόρεμα γινόταν ένας δαίμονας. Πολύ δύσκολα θα αποφύγεις να φέρεις κατά νου τη ρήση του Νίκου Δοντά για το «διαβολικό της ταμπεραμέντο». Η Buniatishvili δεν είναι απλώς άλλη μία άρτια εκπαιδευμένη μουσικός, διαβασμένη στο μάθημά της με μια στάνταρ καλή δεξιοτεχνία. Έχει αυτό το κάτι, το διαφορετικό, εκείνο που σε ανατριχιάζει: τη στόφα δηλαδή του μεγάλου κλασικού ερμηνευτή. Αν το ψυλλιάζεσαι στο φετινό της CD, το έβλεπες να ζωντανεύει καρέ-καρέ μπροστά στα μάτια σου στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, καθώς ο Σοπέν διαδεχόταν τον Λιστ, δίνοντας τη σκυτάλη στον Στραβίνσκι.
Το κορμί της λικνιζόταν άγρια, σε σημεία έμοιαζε έτοιμη να σηκωθεί και να παίξει όρθια –και ίσως να το κάνει σε κάποια χρόνια, αν πια δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Τα μαλλιά της συχνά έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της, έμοιαζε περισσότερο να κάνει headbanging παρά να εκτελούσε μια σύνθεση. Και όλα αυτά δεν ήταν ένα σόου, ήταν ο τρόπος επικοινωνίας της με τη μουσική: δινόταν σε εκείνη και αναδυόταν σφριγηλή, με απίστευτης δυναμικής εντάσεις και με έναν αραχνοΰφαντο λυρισμό στις στιγμές όπου έπρεπε να τονίσει άλλα συναισθήματα. Η Σονάτα για Πιάνο σε Σι Ελάσσονα του Λιστ γνώρισε κάπως έτσι μια συναρπαστική εκτέλεση, τρία σκέρτσα του Σοπέν υπηρετήθηκαν άριστα ως προς τα όσα προστάζει ο τίτλος τους, ενώ τα τρία μέρη του Πετρούσκα –ίσως τα πιο οικεία στο κοινό– ήχησαν λαμπερά και πολυδιάστατα, όπως τους πρέπει.
Πλάνο #4: έχει μόλις τελειώσει το encore, με μια από τις ομορφότερες συνθέσεις που ακούσαμε στη συναυλία –μια παραδοσιακή μελωδία από τη Γεωργία– και, εν μέσω χειροκροτημάτων, μια κυρία κάποιας ηλικίας προσεγγίζει τη σκηνή με μια ανθοδέσμη και, κλαίγοντας, αγκαλιάζει την Katia Buniatishvili και της φιλάει τα χέρια. Γεωργιανή που μένει χρόνια στην Ελλάδα, η κυρία ήρθε να καμαρώσει τη συμπατριώτισσά της για την οποία τόσα είχε ακούσει και αυτό που αισθάνθηκε μάλλον δεν μπόρεσε κανείς μας να το συναισθανθεί τόσο βαθιά, όσο και αν το ανατέλλον άστρο της Buniatishvili μας άφησε κατάπληκτους.