Χωρίς να αποτελεί το συναυλιακό γεγονός της χρονιάς, το live των Hooverphonic στο Fuzz πρόσφερε ένα αρκετά ευχάριστο Σαββατόβραδο στο κοινό της Αθήνας. Ωστόσο, οι Βέλγοι είχαν όλα τα φόντα για να παρουσιάσουν ένα πολύ δυνατότερο live, κάτι που τελικά δεν κατάφεραν. Δεν τους αμφισβητώ ως μπάντα, μάλλον όμως βρίσκονται ακόμα στο μεταβατικό στάδιο της ένταξης της νέας τους τραγουδίστριας, Noémie Wolfs.
Το “Mad About You” είναι η δική μου απάντηση στην κλασική ερώτηση «Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;», που ρωτάμε από παιδάκια. Θες ο στίχος «trouble is my middle name» ο οποίος με αντιπροσωπεύει απόλυτα, θες η κρυστάλλινη φωνή της Geike Arnaert; Σίγουρα δεν είναι το καλύτερο κομμάτι που έχει γραφτεί ποτέ, εμένα όμως με έχει σημάδεψε. Είχα λοιπόν μεγάλη αγωνία για το πώς θα του φερθεί η Noémie Wolfs. Είναι άλλωστε μικρή και άπειρη, πώς μπορούν να της εμπιστευτούν τόσο αυτό, όσο και άλλα αγαπημένα κομμάτια τους;
Όλες οι απορίες μου λύθηκαν λίγο μετά τις 22.00, όταν ανέβηκαν όλοι τους στη σκηνή του Fuzz. Περιεργαζόμουν τη Wolfs για ώρα. Κάποιες στιγμές έμοιαζε με κοριτσάκι που δυσκολεύεται να περπατήσει πάνω στα τακούνια της μαμάς της, κάποιες άλλες με ασπρόμαυρο pin-up girl το οποίο έπαιζε αισθησιακά με το stand του μικροφώνου. Αυτό που δεν μου άρεσε –ή μάλλον μου φάνηκε λίγο υπερβολικό– ήταν ο αδικαιολόγητος αέρας ντίβας που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, με υπερβολικές θεατράλε κινήσεις ασύμβατες με την ηλικία της, ακόμα και για να φτιάξει απλώς τα μαλλιά της. Οι ερμηνείες της, παρόλα αυτά, στάθηκαν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικές. Προφανώς θα συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού, για να την επέλεξαν οι υπόλοιποι Hooverphonic, κάτι θα είδαν σ’ εκείνη. Κάτι πάντως που εμείς βρήκαμε δύσκολο να διακρίνουμε με μια πρώτη επαφή, σε μιάμιση μόνο ώρα.
Η αρχή έγινε –όπως ήταν αναμενόμενο– με τραγούδια από το νέο τους άλμπουμ The Night Before, με το πολύ καλό “One Two Three” να πρωτοστατεί. Συνέχεια με το “The Last Thing I Need Is You” (ακόμα ένα προσωπικό αγαπημένο) και με το “The World Is Mine”, το οποίο ομολογουμένως απογειώθηκε από τη Noémie Wolfs. Το πρώτο τεστ το πέρασε λοιπόν, και δεν άργησε να μπει και στη μεγαλύτερη δοκιμασία της βραδιάς. Το “Mad About You” διασκευάστηκε –και καλώς έκανε– ώστε και να προσαρμοστεί στη διαφορετική φωνή της, αλλά και να μην θυμίζει τόσο την Geike Arnaert, ώστε να αποφευχθούν οι συγκρίσεις. Έτσι κι έγινε, και το αποτέλεσμα ήταν ανατριχιαστικό, χάρη σε μια ιδιαίτερη πινελιά του βιολιού: το μοτίβο της Λίμνης των Κύκνων. Έξυπνη και απαραίτητη διασκευή, η οποία έδειξε ότι οι Hooverphonic θέλησαν να προστατέψουν και την τεράστια αυτή επιτυχία τους, αλλά και το νέο μέλος της παρέας.
Γύρω στη μία ώρα μας αποχαιρέτησαν για πρώτη φορά, με το “Sometimes”, το οποίο θα μπορούσε άνετα να περιλαμβάνεται σε κάποιο soundtrack ταινίας του James Bond, δεν άργησαν όμως να βγουν για το πρώτο encore –με το “Salt & Vinegar” από τα παλιά. Στο δεύτερο encore ακούσαμε το “Eden”, που μου κράτησε περισσότερο την προσοχή και με κατάφερε να το σιγοτραγουδώ στο δρόμο της επιστροφής από το Fuzz.
Η γενικότερη εικόνα που μου έδωσαν οι Hooverphonic το Σάββατο δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Δεν θα έλεγα ότι έπαιξαν διεκπεραιωτικά, τους έλειπε πάντως ο στοιχειώδης ενθουσιασμός. Παρά τους αστεϊσμούς του Alex Callier, κάτι κράτησε τη συγκεκριμένη συναυλία μακριά από το απολαυστικό. Ίσως κι εμείς βέβαια σαν κοινό να μην φανήκαμε πολύ θερμοί, αφού –σε σύγκριση π.χ. με τους Θεσσαλονικείς– ήρθαμε δεύτεροι. Επιφυλασσόμαστε για την επόμενη φορά λοιπόν, με την ελπίδα να πάρουμε κάτι παραπάνω.