Υποτίμησα και την απόσταση και την ακρίβεια της ώρας έναρξης (20.30), κατευθυνόμενος με τα πόδια στην πλατεία Καρύτση το Σάββατο το βράδυ, για την εμφάνιση του Pablo Zinger στην Αθήνα. Φτάνοντας στην αίθουσα του Παρνασσού άκουσα τη μουσική να έχει αρχίσει, σπεύδοντας όμως στον εξώστη συνειδητοποίησα ότι –ευτυχώς– δεν είχα χάσει παρά μικρό μέρος της έναρξης του προγράμματος.
Καθώς βολευόμουν στη θέση μου, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα ήταν ότι τόσο η πλατεία όσο και ο εξώστης είχαν σχεδόν γεμίσει. «Ευχάριστο», σκέφτηκα, έστω κι αν τα περισσότερα κεφάλια που έβλεπα πρόδιδαν τη μέση+ ηλικία τους: υπήρχαν σποραδικές μα περισσότερες από το αναμενόμενο νεανικές παρουσίες ανάμεσα στο κοινό, για να δίνουν και τον άλλο ηλικιακό τόνο. Πολύ γρήγορα πάντως, το ενδιαφέρον μου στράφηκε προς τον Ουρουγουανό πιανίστα, ο οποίος προλόγιζε κάθε μικρό τμήμα του εμφάνισής του με ένα σύντομο και περιεκτικό λογύδριο για την ιστορία του τάνγκο. Το έπιασε από τις καταβολές του στις φτωχές συνοικίες του Μπουένος Άιρες στις αρχές του 20ου αιώνα και το έφτασε μέχρι τη μετάλλαξή του σε νουέβο τάνγκο στη Νέα Υόρκη, όταν μπολιάστηκε για τα καλά με την κλασική μουσική της Ευρώπης και την αφροαμερικανική τζαζ –δια χειρός βέβαια του Άστορ Πιαζόλα. Μάλιστα, Πιαζόλα, και όχι Πιατσόλα. Μεταξύ άλλων, ο Zinger έδωσε κι ένα σωστό μάθημα προφοράς.
Τον εκτιμώ τον Zinger, ωστόσο το σετ που παρακολούθησα στον Παρνασσό με άφησε με ένα «αλλά». Ίσως φταίνε τα προβλήματα με τον ήχο, που στέρησαν το παίξιμό του από το πλήρες φάσμα των χρωμάτων του –για μας τουλάχιστον στον εξώστη– και ανάγκασαν την ερμηνεύτριά του Désirée Halac να τραγουδήσει χωρίς μικρόφωνο. Ωστόσο, η Αργεντινή μεσόφωνος μετέτρεψε γρήγορα σε προσόν αυτό το πρόβλημα: διότι και τη φωνή διέθετε για να σταθεί χωρίς μικρόφωνο και ο Παρνασσός –με την ωραία του ακουστική– τη βοήθησε για να το κάνει. Όπως και να έχει, η Halac έλαμψε επί σκηνής και δικαίως καταχειροκροτήθηκε: τραγούδησε σωστά, παθιασμένα, με αίσθηση των απαιτήσεων του κάθε τραγουδιού, συνταιριάζοντας κλασική παιδεία με το πνεύμα μιας λαϊκής μουσικής διαφορετικών καταβολών. Από την άλλη, ούτε και τις επιλογές του Zinger βρήκα λαθεμένες. Ακούσαμε και Γκαρντέλ και Πιαζόλα και ενδιάμεσους κρίκους, πήγαμε πίσω ως το 1905 με το “El Choclo”, απολαύσαμε “Caminito” και φτάσαμε ως το θεατράλε “Balada Para Un Loco”. Και φυσικά δεν μου έφταιγε το ότι δεν έβλεπα ζευγάρια να χορεύουν γύρω-γύρω: φτάνει με αυτήν την ethnic κατανάλωση, που έχει καταστήσει το τάνγκο μουσική απλά για παθιασμένους εξωτισμούς λατινοαμερικάνικου τύπου. Θαυμάσιος και πολύ ερωτικός χορός, μα το τάνγκο οφείλει να αντιμετωπίζεται και ως μουσική.
Το «αλλά» μου λοιπόν δεν απόκτησε σάρκα και οστά παρά στο δεύτερο μισό της συναυλίας, όταν ο Zinger με τη Hallac μας καληνύχτισαν και στη σκηνή του Παρνασσού πήρε θέση το εγχώριο κουιντέτο TANGartO –ήτοι οι Θωμάς Κοντογεώργης (πιάνο), Λευτέρης Γρίβας (μπαντονεόν), Γιώργος Παναγιωτόπουλος (βιολί), Ορέστης Καλαμπαλίκης (κιθάρα) και Γιώργος Αρνής (κοντραμπάσο). Ξεκίνησαν με ένα τάνγκο του Richard Galliano και τότε –τσαφ!– βρήκα τι με χάλασε στον Zinger. Τάνγκο δίχως χορευτές γίνεται, μα τάνγκο δίχως μπαντονεόν όχι: ο Zinger παρακλασικοποίησε τις επιλογές που έπαιξε. Τις μετέγραψε για μια διαφορετική παράδοση από εκείνη που εκπροσωπούν, φέρνοντάς μεν πιο κοντά τον κόσμο του Πιαζόλα μα αποξενώνοντάς τις από τη λαϊκότητα. Αντίθετα, οι TANGartO, παρότι επίσης κλασικοσπουδαγμένοι και –κατά δήλωση των ιδίων– εξίσου μεγάλοι θαυμαστές του Πιαζόλα, τήρησαν καλύτερες αποστάσεις και φρόντισαν περισσότερο, μέσω του εξαιρετικού παιξίματος του Γρίβα, να κρατήσουν μια αίσθηση ατόφιας «ρίζας» σε όσα μας έπαιξαν. Θα μου πείτε, «Γύρω από το Πιάνο» τιτλοφορείται το φεστιβάλ στα πλαίσια του οποίου είδαμε τον Zinger, κεντράρουμε λοιπόν εξ’ αρχής σε άλλες πλευρές του τάνγκο. Δεκτό. Αλλά και ο Zinger και οι TANGartO τήρησαν αυτήν τη σύμβαση και τελικά ήταν οι δεύτεροι που έκλεψαν την παράσταση. Ακριβώς για τους άνωθεν λόγους.
Φεύγοντας από τον Παρνασσό έμεινα πάντως με την αίσθηση μιας αξιόλογης βραδιάς, η οποία, με τα συν και τα πλην της, πέτυχε στους στόχους της. Έλειψε όμως εκείνο το «κάτι», που θα μας έπαιρνε και θα μας σήκωνε και θα έκανε το συναίσθημα να υπερκεράσει τις αναλύσεις του εγκεφάλου.