Ένα από τα θετικά που έχει επιφέρει η ένταση του ανταγωνισμού στο πεδίο της διοργάνωσης συναυλιών, είναι κι η δυνατότητα που παρέχεται στο εγχώριο κοινό –εδώ και κάποια χρόνια– να βλέπει ονόματα την ώρα που τους πρέπει κι όχι όταν πια μαζεύουν τα τελευταία τους ένσημα (ή πολλές φορές και μετά από αυτά). Ζητούμενο, βέβαια, παραμένει πάντα η ανταπόκριση του κόσμου, καθώς ουκ ολίγες ανάλογες απόπειρες έχουν οδηγηθεί σε εμπορικό φιάσκο. Ιδίως δε σε τέτοιες εποχές.
Εξεπλάγην πολύ ευχάριστα λοιπόν, όταν προσερχόμενος (ελαφρώς καθυστερημένα, είναι η αλήθεια) στη συγκεκριμένη συναυλία είδα ένα σχεδόν γεμάτο Gagarin. Αποτέλεσμα, πιθανώς, τριών παραγόντων: α) της καλής δουλειάς σε επίπεδο promotion που (φαντάζομαι πως) έκανε η διοργανώτρια Plisskenlab β) της χαμηλής τιμής του εισιτηρίου (15€ η προπώληση) και βεβαίως γ) της αξίας του προσφερόμενου προϊόντος, δηλαδή της ποιότητας των Ολλανδών Kilimanjaro Darkjazz Ensemble (TKDE, το βολικό αρκτικόλεξο). Ο τρίτος παράγοντας βέβαια, ακόμη κι αν διαφαίνεται από την υπάρχουσα δισκογραφία, μένει πάντα να αποδειχθεί στην πράξη –και μιλώντας για πράξη, περνώ ευθύς στο προκείμενο.
Μπαίνοντας λοιπόν στο Gagarin, στη σκηνή βρίσκονταν ήδη οι πέντε μουσικοί που απαρτίζουν αυτήν την περίοδο τη μπάντα, δηλαδή οι Gideon Kirs/λάπτοπ, Jason Köhnen/μπάσο, Eelco Bosman/κιθάρα, Charlotte Cegarra/φωνή & εφέ και Erikur Olafsson/τρομπέτα & βαρύτονο κόρνο. Μόνο που έπαιζαν ως Mount Fuji Doomjazz Corporation, ήτοι ως το πιο πειραματικό και αυτοσχεδιαστικό alter ego των Kilimanjaro Darkjazz Ensemble. Υπήρχε λοιπόν ένα παράδοξο, να βλέπεις πέντε ανθρώπους να προλογίζουν (ως support) τους εαυτούς τους. Η προαναφερθείσα διαφορά όμως –και οι διαφορετικοί δρόμοι όπου αυτή οδηγεί– έκανε το όλο θέμα να στέκει.
Τον πρώτο λόγο εδώ τον είχαν τα παραμορφωμένα drones από κιθάρα, μπάσο, πνευστά και λάπτοπ. Αυτά δημιουργούσαν τα κυρίαρχα και ταυτόχρονα εύπλαστα μοτίβα, πάνω στα οποία προσθέτονταν παραμορφωμένα φωνητικά, επιπλέον μπασογραμμές, (λίγες) καθαρές γραμμές από πνευστά και κιθάρα και –σε αρκετές περιπτώσεις– ένα εμφανές ρυθμικό κέντρο. Το οποίο ρυθμικό κέντρο έμοιαζε να δρα καταλυτικά στην κατεύθυνση της σύνθεσης. Όταν προερχόταν από τα ευφυή beats του Gideon Kirs, το πράγμα έμοιαζε να πηγαίνει προς τη μοντέρνα electronica. Όταν βασιζόταν στα φυσικά τύμπανα (υπήρχε κι ένας ντράμερ που συχνά-πυκνά ανέβαινε στη σκηνή) το αποτέλεσμα έγερνε στο ροκ (με ή χωρίς το post ως πρόθεμα), ενώ όταν δήλωνε εκκωφαντικά απόν, ο ήχος ταλαντευόταν ανάμεσα σε μία ambient θάλασσα και σ’ ένα ήπιο noise.
Μπορεί σε κάποιες φάσεις να φαινόταν μανιερίστικο το πώς οι Mount Fuji Doomjazz Corporation «γέμιζαν» τη σύνθεση (και λιγάκι παρωχημένο όταν ο ντράμερ αναλάμβανε τις ροκ παρεκτροπές), αλλά ο τρόπος διαχείρισης της έντασης παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον μιας κι εκεί έβρισκες την ποικιλομορφία την οποία θα περίμενες από ένα project που αυτοπαρουσιάζεται ως αυτοσχεδιαστικό. Έξυπνη κι η επιλογή τους για το τελείωμα, με ένα θέμα που μου έφερε έντονα στο μυαλό τους Godspeed, με την ενδιαφέρουσα επιλογή να αφήσουν την ένταση να αυξάνεται ολοένα κι εκεί που είσαι σίγουρος ότι θα ακούσεις το «σπάσιμο», να τους βλέπεις να σε χαιρετάνε!
Να σε χαιρετάνε, τρόπος του λέγειν βέβαια... Μετά από ένα τέταρτο περίπου (με το ντραμς-σετ να έχει οδηγηθεί στα αποδυτήρια), οι πέντε μουσικοί ξαναβγήκαν στη σκηνή, τούτη την φορά ως Kilimanjaro Darkjazz Ensemble. Από την αρχή του σετ, έγινε φανερό ότι οι ρευστές δομές που ακούσαμε προηγουμένως θα έδιναν τώρα τη θέση τους σε πιο συγκεκριμένες και πιο αυστηρά δομημένες συνθέσεις. Μέσα σε αυτές ενυπήρχαν όλα τα στοιχεία που μπορεί κανείς να βρει στους δίσκους των TKDE: οι κινηματογραφικές ατμόσφαιρες, η υβριδική και σκοτεινή σχέση τους με την τζαζ, οι trip hop επιρροές, τα υπόγεια breaks. Με μία ειδοποιό διαφορά: οτιδήποτε σε τσέλο, βιολί, πιάνο και τύμπανα ακούγονται στον δίσκο, στη σκηνή μεταφερόταν ως sample. Κι αν αυτό σαν γενικότερη επιλογή έμοιαζε απολύτως φυσιολογικό (και εν μέρει είναι), κάποιες φορές η εφαρμογή σε έφερνε μπροστά σε άλλο ένα παράδοξο: οι τρεις που χειρίζονταν ζωντανά τα αναλογικά όργανα (κιθάρα, μπάσο, πνευστά) συν μία τραγουδίστρια, να δρουν λίγο-πολύ στο επίπεδο της ατμόσφαιρας –να παίζουν δηλαδή με θορύβους, παραμορφώσεις κ.λπ.– ενώ τα βασικά μελωδικά και ρυθμικά μέρη που άκουγες να βγαίνουν όλα σαμπλαρισμένα από το λάπτοπ του Kirs!
Έπειτα υπήρχε και μία διάθεση να τονιστεί δυναμικά ο ήχος, μία έμφαση –αν προτιμάτε– σε δυναμικές στιγμές μεγαλύτερη του αναμενομένου. Κοινώς, τα breaks που «έσπασαν» ήταν κάμποσα, δίνοντας μία κατεύθυνση στη μουσική που δεν υπηρετείται παρά σποραδικά στη δισκογραφία των TKDE (κάτι, φυσικά, που από μόνο του δεν καταχωρείται στα αρνητικά). Δεν μπορώ πάντως να μην παραδεχθώ ότι υπήρξαν ουκ ολίγες φορές όπου οι Ολλανδοί ακούγονταν ιδιαίτερα θελκτικοί. Φορές όταν τα «σπασμένα» breaks έδεσαν εξαιρετικά με την παραμορφωμένη τρομπέτα του Olafsson και με τις βαριές μπασογραμμές του Köhnen, άλλες όπου οι εντάσεις έμεναν υπόκωφες, δίνοντας περισσότερο «αέρα» στη σκοτεινή τους τζαζ, ή τις δυο-τρεις φορές που η Cegarra τραγούδησε δίχως να χρησιμοποιεί κάποιο παραμορφωτικό εφέ, φέρνοντας στον νου τις γυναικείες φωνές που δόμησαν τόσο όμορφα την trip hop τραγουδοποιία.
Φεύγοντας από το Gagarin ήμουν αρκετά προβληματισμένος. Κι εδώ που τα λέμε, ακόμη δεν έχω καταλήξει αν μου άρεσε το live ή όχι –προφανώς δεν πρόκειται να καταλήξω ποτέ. Δεν λέω, είχε τις στιγμές του. Φάνηκε πως οι Kilimanjaro Darkjazz Ensemble, αν μην τι άλλο, ξέρουν να δημιουργούν ατμόσφαιρα και με τη μουσική τους και με την οπτική υποβοήθηση (πίσω τους, και στα δύο σετ, παίχτηκαν δύο φιλμ, προφανώς επεξεργασμένα από τους ίδιους). Αισθάνομαι ωστόσο πως ο τρόπος με τον οποίον προσέγγισαν το συνολικότερο (μουσικό) αντικείμενό τους υπήρξε αρκετά επίπεδος και ότι, συν τω χρόνω της συναυλίας, φάνηκε αρκετά μονοδιάστατος. Σαν να έχεις κάποιου είδους καλούπι: μπορεί το παράγωγό του να είναι θετικό, δεν παύει όμως να είναι περιοριστικό. Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα: τι νόημα έχει να θεωρείς εαυτόν πειραματιστή ή αυτοσχεδιαστή, όταν δεν είναι στις προθέσεις σου να σπάσεις ακριβώς αυτό το καλούπι;