Όσο απομακρυνόμουν γεωγραφικά και νοερά από τα δρώμενα στο 6 D.O.G.S. την Κυριακή το βράδυ, τόσο πιο θαυμάσια έβρισκα τη συναυλία που είχαν δώσει ο Andy Moor με τον Γιάννη Κυριακίδη. Ήταν από αυτά τα «διαφορετικά πράγματα» που μπορείς να παρακολουθήσεις στην Αθήνα, τα οποία όμως σε αφήνουν με μια αίσθηση πληρότητας αντί για εκείνο το ξεψυχισμένο «καλά ήταν, μωρέ» –σε ελεύθερη μετάφραση, ο εγκέφαλος κινητοποιήθηκε μα η καρδιά έμεινε ασυγκίνητη. Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι τον ίδιο ενθουσιασμό άφησε και στους όχι και λίγους παρευρισκομένους: το gig space του 6 D.O.G.S. ήταν μεν επανδρωμένο με καρέκλες (και σωστά), το νούμερο όμως των θεατών υπερέβη ήδη από νωρίς των αριθμό αυτών.
Εδώ ένα μικρό break για να δώσω τα εύσημα στη διοργάνωση: η Silent Fiction Society, εκτός από ωραίο όνομα και καλό γούστο στις συναυλίες (θυμίζω ότι πρόσφατα είχε φέρει Sun City Girls στον ίδιο χώρο), ξέρει και πώς να κάνει «τη δουλειά». Το δελτίο τύπου για το event της Κυριακής ήταν άριστο, η αφίσα του ρευστοποιημένου Βαμβακάρη πολύ έξυπνη, η μέριμνα για τις καρέκλες σωστή (το ξανάπα), η τιμή του εισιτηρίου λογικότατη, η έναρξη δεν άργησε, η διάρκεια του live ήταν η πρέπουσα, ο πάγκος με τα καλούδια διακριτικά τοποθετημένος και με προσιτές τιμές. Χαίρεσαι να πηγαίνεις σε τέτοιες συναυλίες –να τα λέμε κι αυτά, γιατί επικρατεί μια τάση να γράφουμε για τη διοργάνωση μόνο όταν έχουμε να γκρινιάξουμε για κάτι.
Η συναυλία λοιπόν άνοιξε όπως είχε ανακοινωθεί: με τον Γιάννη Κυριακίδη να παρουσιάζει το ολοκαίνουργιο έργο του Varosha. Μας είπε δυο λόγια στην αρχή για να μας βάλει στο κλίμα, μας έδειξε και κάποιες –στοιχειωτικές, η αλήθεια είναι– από τις ελάχιστες φωτογραφίες που υπάρχουν για τη Βαρώσια και προχώρησε στη σκοτεινή του ελεγεία για τη μοίρα αυτού του πάλαι ποτέ δοξασμένου τουριστικού θέρετρου, το οποίο απέμεινε πόλη-φάντασμα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο: μια πόλη ακίνητη στον χρόνο, με τη φύση να επεκτείνει την κυριαρχία της στο τοπίο αργά μα σταθερά.
Ο Κυριακίδης έπαιξε δύο έξυπνα παιχνίδια, ένα οπτικό κι ένα ακουστικό, σε παράλληλη διάδραση. Πίσω του υπήρχε ένα πανί όπου προβάλλονταν απλά λέξεις και φράσεις, εκείνες της αφήγησης –αλλά όχι όλες. Η αφήγηση (στα αγγλικά), σε ελαφρώς πιο αργή ταχύτητα από το φυσικό και έτσι επεξεργασμένη ώστε να βγάζει μια ρομποτική αίσθηση, έτρεχε κανονικά όσο τμήματά της οπτικοποιούνταν. Κι εσύ, θεατής και ακροατής μαζί, έπρεπε να χρησιμοποιείς και τα μάτια και τα αυτιά σου, ενώ παράλληλα ενεργοποιούνταν –απουσία περαιτέρω φωτογραφιών από τη Βαρώσια– και η φαντασία σου χάρη στη γλαφυρή περιγραφή εγκατάλειψης από νοικοκυριά, ξενοδοχεία και καταστήματα. Η ηχητική συνοδεία υπήρξε λειτουργική και συχνά υποβλητική, όχι όμως σπουδαία. Το πιο ιντριγκαδόρικο στοιχείο της ήταν τα samples από ποπ επιτυχίες της εποχής –κυρίως τουρκοκυπριακές. Ανάμεσά τους άκουσα, σε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, μια τουρκική εκδοχή στο “Μίλησέ Μου” του Μάνου Χατζιδάκι, που από την Κυριακή αναζητώ απεγνωσμένα.
Ακολούθησε σύντομο διάλειμμα και κατόπιν είδαμε τον Andy Moor να παίρνει θέση στη σκηνή με την κιθάρα του, δίπλα στα καλώδια του Κυριακίδη. Το κοινό έδειξε από νωρίς ότι ήξερε καλά τι είχε έρθει να παρακολουθήσει: ούτε πειραματικές διασκευές σε παλιά ρεμπέτικα, ούτε κάτι σαν κι αυτό που έχουν λανσάρει οι Imam Baildi. Ακόμα όμως κι αν γνώριζες την πρώτη ηχογράφηση του εγχειρήματος στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης της Γλασκόβης (2006, όπως εκδόθηκε σε CD από την Unsounds πέρυσι), δεν μπορούσες να μη σταθείς με θαυμασμό μπροστά σε έναν Moor που –ως μετενσάρκωση θαρρείς του Σκαρβέλη– καθόταν ενώπιόν σου σε μια καρέκλα παίζοντας τις χορδές της κιθάρας του σαν μπουζούκι, ενώ απέδιδε έναν σκοπό του Γιώργου Κατσαρού (του ρεμπέτη, ε;) πάνω στο χαλί βόμβων που του άπλωνε ο Κυριακίδης.
Έτσι κύλησε η συναυλία: το DIY πνεύμα του πανκ (φανερό στις πιο ηλεκτρισμένες στιγμές) ανακατεύτηκε με τον πειραματικό αυτοσχεδιασμό και μαζί προέβησαν σε έναν διάλογο με τις (ρεμπέτικες) ρίζες της σύγχρονης ελληνικότητας. Έναν διάλογο που, παρότι τόσο επιτακτικός, λείπει έκδηλα από το σημερινό μουσικό σκηνικό, παραμερισμένος από μια γενιά ικανή να κοπιάρει πολλά μα να αρθρώσει λίγα. Λαστιχάκια περασμένα σε τσίγκινα τασάκια, μια βούρτσα κι ένα παλιό γουόκμαν το οποίο έπαιζε ρεμπέτικα γραμμένα σε κασέτες, όλα πέρασαν πάνω από την κιθάρα του Moor την Κυριακή το βράδυ, η οποία έφερε μάλιστα βόλτες και σε ανάποδη θέση, κοντράροντας το ξύλινο πάτωμα της σκηνής του 6 D.O.G.S. με αποτέλεσμα κάποια εκπληκτικά σκουξίματα. Ένας αληθινά θαυμαστός μουσικού που –όπως παρατήρησε ο, επίσης θεατής, Άρης Καραμπεάζης– έχει μείνει σε εκείνα τα σωστά βασικά. Γι’ αυτό και δεν έχανε σε αμεσότητα ούτε στιγμή.
Ο Κυριακίδης ήταν μεν λιγότερο θεαματικός, όχι όμως λιγότερο ουσιαστικός: το σινιάλο της αποδόμησης και αναδόμησης το έδινε εκείνος από τις κονσόλες του, ορίζοντας ως μαέστρος την παρουσία του πρωτότυπου υλικού, προτού το παραδώσει στην τραχιά διαστρέβλωση. Οι αυθεντικές ηχογραφήσεις έγιναν έτσι περισσότερο ένας υπαινιγμός, τι υπαινιγμός όμως: άκουγες κάτι που μύριζε 2011 και εντοπιότητα την ίδια στιγμή. Κι αυτό, αν ακούτε μουσική πέρα από τους Red Hot Chili Peppers και τους Interpol, θα ξέρετε πόσο δύσκολο πράγμα είναι. Το καταπληκτικό encore πάνω στο “Καλοκαιράκι”, με τη βαριά φωνή του Κωστή Μπέζου να γίνεται απολαυστικός καμβάς για τους Moor και Κυριακίδη, επισφράγισε την καλύτερη πειραματική συναυλία που παρακολούθησα προσωπικά στην Αθήνα τους τελευταίους μήνες.
: