Σε κάτι τέτοιες συναυλίες είναι που πραγματικά δεν ξέρεις πού να πρωτοεστιάσεις. Στο στημένο σκηνικό και στα φανταχτερά φώτα; Σε μια μπάντα με πάμπολλες επιτυχίες; Ή στον τόσο πολύ και ποικιλόμορφο κόσμο, ο οποίος έχει μαζευτεί κατά χιλιάδες; Εξήντα χιλιάδες, για την ακρίβεια. Όχι πως ήταν μη αναμενόμενο κάτι τέτοιο με τόσους μήνες προώθησης αλλά και με κριτήριο το μέγεθος του ονόματος. Αν μη τι άλλο η συναυλία των Bon Jovi είχε αναχθεί σε μια εκδήλωση στην οποία «πρέπει να είμαστε κι εμείς», ανεξαρτήτως ταξικής και τοπολογικής προέλευσης ή ακουσμάτων.

Αυτό άλλωστε γινόταν εμφανές με το που έφτανες στο Ολυμπιακό Στάδιο κι έβλεπες από παιδιά που διένυαν τα γυμνασιακά τους χρόνια και 30άρηδες οι οποίοι μεγάλωσαν με την εικόνα του φλεγόμενου διαμερίσματος στο βιντεοκλίπ του “Always”, μέχρι 40άρες ντυμένες λες κι ήταν ξανά τα τιμημένα 1980s παρόντα, έτοιμες να αποθεώσουν τον εφηβικό τους celebrity έρωτα. Όμως όλοι είχαν κάτι κοινό κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των Bon Jovi: ένα διάπλατο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους. Και μπορεί οι λόγοι να ήταν διαφορετικοί για κάθε υποομάδα –ας πούμε η πιτσιρικαρία χαιρόταν και μόνο που βρισκόταν σε κάτι τόσο μεγάλο ενώ οι μεγαλύτεροι γιατί ακούγανε τραγούδια που σημάδεψαν την εποχή όταν εκείνοι ήταν πιτσιρικαρία– όμως γεγονός παρέμενε πως οι Bon Jovi δώσανε στο κοινό που πήγε να τους δει ό,τι περίμεναν: ατόφιο κέφι, πέρα από κάθε είδους έγνοιες και στιγμές συγκινησιακών κορυφώσεων.

Bonjovi_2_Brothers_In_Plugs

Κατ’ αρχήν, λίγα λόγια για τα «περιφερειακά» στοιχεία του event. Ο ήχος της συναυλίας ήταν εξαιρετικός, τελεία και παύλα. Υπήρχαν μάλιστα στιγμές που η καθαρότητά του σε έκανε να πιστεύεις ότι άκουγες ψηφιακό δίσκο να παίζει –τουλάχιστον στην αρένα, όπου βρισκόμουν προσωπικά. Ο ημικύκλιος διάδρομος μπροστά από τη σκηνή, ο οποίος επέτρεπε στον Jon Bon Jovi αλλά και στον Richie Sambora να «αλωνίζουν» ανάμεσα στο κοινό, εξίσου εντυπωσιακός. Όπως άλλωστε και η τεράστια οθόνη πίσω από τη μπάντα καθώς και οι δυο πλαϊνές: τόσο υψηλής ευκρίνειας, ώστε σε κάποιες στιγμές πραγματικά μπερδευόσουνα εάν έβλεπες την εικόνα ή τον πραγματικό άνθρωπο μπροστά σου. Όσο για τα βιντεάκια που παίζανε σε αυτές κατά τη διάρκεια της βραδιάς, ήταν τόσο μα τόσο εμπνευσμένα από τη δεκαετία του 1980 –περισσότερο σαν αισθητική παρά σαν περιεχόμενο– ώστε δεν μπορούσες παρά να σκάσεις ένα ένοχο χαμόγελο μόλις εμφανίζονταν μπροστά σου.

Πέρα από όλα αυτά, όμως, υπήρχε και το κυρίως θέμα της βραδιάς. Η ηλικία είχε κάνει αισθητή την παρουσία της στην εμφάνιση των μελών των Bon Jovi, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν σήμαινε τίποτα για την απόδοσή τους επί σκηνής. Ο Jon Bon Jovi, αεικίνητος καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισης, παρέδωσε σεμινάρια περί του πώς πρέπει να είναι ένας σόουμαν. Ξεσηκωτικός, γεμάτος ενέργεια παρά τα χρονάκια του, να «έχει» ακόμα το κούνημα των γοφών και με μια προσγειωμένη αντίληψη περί του όλου σταριλικίου που φέρνει μαζί ο ρόλος του. Η φωνή του βέβαια, όσο περνούσε η ώρα, έδειχνε την ηλικία της: στο δεύτερο μισό ήταν σαφώς αποδυναμωμένη σε σχέση με το πρώτο, όμως οι φιλότιμες προσπάθειές του καθώς και η βοήθεια του κόσμου στα ρεφρέν προς το τέλος δεν επέτρεψαν σ’ αυτό το γεγονός να χαλάσει τη βραδιά. Εξάλλου ήταν εμφανές πως όλο το setlist ήταν μονταρισμένο ώστε να ξεκινήσει με τα πιο απαιτητικά από φωνητικής άποψης τραγούδια και να «σπάει» κατόπιν τη συναυλία σε τμήματα, με τα πιο μελωδικά κομμάτια να έχουν τοποθετηθεί σοφά σε σημεία όπου θα του επέτρεπαν να πάρει ανάσες ώστε να ανταπεξέλθει καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Όσο για τον Richie Sambora, αυτός έδειξε να μην έχει χάσει ίχνος από το κέφι για την κιθάρα του καθώς τον είδαμε να διασκεδάζει πραγματικά μαζί με το κοινό όσο έπαιζε τα riffs των επιτυχιών τους.

Bonjovi_3_Breakers

Ξεκίνημα λοιπόν με το “Raise Your Hands”. Ο κόσμος έδειξε να μην το γνωρίζει τόσο καλά, όμως η φόρα με την οποία βγήκε το γκρουπ στη σκηνή και ο Jon Bon Jovi με τα καμώματά του τον έβαλε γρήγορα στο κόλπο. Όχι πως θα περιμένανε και πολύ για να γίνει κάτι τέτοιο από μόνο του, αφού τα δυο επόμενα τραγούδια “You Give Love A Bad Name” και “Born To Be My Baby” φέρανε κύματα ενθουσιασμού όντας βεβαίως από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του 1980. Το “Lost Highway” κατόπιν μας μετέφερε στο δεύτερο μισό των ’00s, προετοιμάζοντας το έδαφος για άλλο ένα ντουέτο υπερεπιτυχιών. Περί “It’s My Life” και “Blaze Of Glory” ο λόγος, με τον κόσμο να αρχίζει και πάλι τα γλέντια και τους χορούς εντός του σταδίου. Το “We Got It Going On” πάλι, με το παραμορφωμένο μπάσο και τα σέξι riifs του, έβαλε το κοινό στο παιχνίδι για μία ακόμα φορά, παρόλο που δεν ανήκει στα πιο γνωστά τραγούδια των Αμερικανών, σε σχέση τουλάχιστον με τις τεράστιες επιτυχίες τους.

Bonjovi_4

Όσο για το επόμενο τραγούδι, αυτό λειτούργησε ως κεντρικός άξονας του setlist, αφενός τοποθετημένο ακριβώς στη μέση αυτού, αφετέρου εμπλουτισμένο και ενισχυμένο. Περί “Bad Medicine” ο λόγος και με το που ακούστηκε από τα μεγάφωνα η ατάκα «Is there a doctor in the house?» όλοι καταλάβανε ότι είχε έρθει η ώρα να χορέψουν και να τραγουδήσουν παρέα με τον συμπαθή Jon. Όμως κατά τη διάρκεια αυτού γινόντουσαν medleys με το “Pretty Woman” και με το “Shout” με αποτέλεσμα το κομμάτι να επιμηκυνθεί, δίχως ωστόσο αυτό να ενοχλεί κανέναν. Κάπου εκεί ο Jon Bon Jovi μεταφέρθηκε στην κορυφή του ημικυκλικού διαδρόμου και τα φώτα χαμηλώσανε για το μελωδικό τμήμα της συναυλίας, καθώς τα “When We Were Beautiful”, “I'll Be There For You” και “Bed Of Roses” (στο οποίο είδαμε λουλούδια να πετάγονται από το κοινό προς τον τραγουδιστή) βάλανε τους παρευρισκομένους σε πιο «χορεύουμε μπλουζ;» διάθεση. Το “Work For The Working Man” πάλι μπορεί να μην ήταν ευρέως γνωστό, αλλά ο συνδυασμός του με ένα αρκετά ενδιαφέρον οπτικό συμπλήρωμα φαίνεται πως «έψησε» το κοινό, το οποίο μπήκε στο κλίμα λόγω του «τιμημένη εργατιά» μηνύματός του. Βεβαίως κάτι τέτοιο θα φαινόταν πολύ λίγο σε σχέση με το τι θα ακολουθούσε, αφού τα “Have A Nice Day” και “Keep The Faith” έσπειραν πανικό στην αρένα.

Κάπου εκεί σταμάτημα για encore και επιστροφή στη σκηνή με “Wanted Dead Or Alive”, στο οποίο το μεγαλύτερο μέρος των φωνητικών ανέλαβε ο Sambora, που αντεπεξήλθε ικανοποιητικότατα στον όλο καουμπόη ρόλο του κομματιού. Για το τέλος ακούσαμε “Always”, με τη πλειονότητα του κόσμου να αγκαλιάζεται με το έτερόν του ήμισυ, καθώς και “Livin' On A Prayer” για το τελειωτικό χτύπημα: εξήντα χιλιάδες κόσμου τραγουδήσανε με όλη τους τη δύναμη το –ούτως ή άλλως ξεσηκωτικό– ρεφρέν του, όσο ο Jon Bon Jovi παρακολουθούσε φανερά ικανοποιημένος την ανταπόκριση των Ελλήνων fans. Και κάπου εκεί, εν μέσω πάμπολλων χειροκροτημάτων και επιδοκιμασιών, η μπάντα πραγματοποιεί βαθιά υπόκλιση, ευχαριστεί και φεύγει.

Bonjovi_5

Ήταν αναμφισβήτητα μια συναυλία που περίμενε πολύς κόσμος και η οποία δεν απογοήτευσε σε τίποτα, τόσο από άποψη διάρκειας όσο και από άποψη απόδοσης των Bon Jovi, αλλά και του γενικότερου κλίματος της βραδιάς. Αν ακούγαμε και το “Runaway” ίσως και να μιλάγαμε για μια αψεγάδιαστη συναυλία. Όμως με διάρκεια δυόμισι ωρών, χώρος για τέτοια παράπονα δεν υπάρχει, όπως φαντάζομαι καταλαβαίνετε...

Bonjovi_6

Υ.Γ.: τη συγγνώμη μας στα support σχήματα της βραδιάς, όμως τους μεν (δικούς μας) Brothers In Plugs δεν γινόταν να τους προλάβουμε στις 19.10 που ξεκίνησαν –καθότι η Τετάρτη είναι εργάσιμη για κάποιους από μας– τους δε (Δανούς) Breakers αναγκαστήκαμε να τους ακούσουμε από έξω ένεκα ενός ζητήματος στο γκισέ των προσκλήσεων, πιστοποιώντας έτσι μόνο την αφοσίωσή στους στο παλιομοδίτικο rock ‘n’ roll.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured