Υπάρχουν δυο τρόποι (όχι «για να τρελαθείς», που έλεγαν οι Κατσιμιχαίοι, αλλά) για να προσεγγίσεις εκ των υστέρων μια ζωντανή συναυλία με θέμα το «Τείχος» (ή «Τοίχος»), ένα έργο πομπώδες κι επικό που μπαίνει ήδη στον 33ο χρόνο της ύπαρξης του: ο ένας είναι να προσπαθήσεις να τη ζήσεις ως σόου, με τη μουσική και τα τραγούδια να συμπλέκονται σαν μιούζικαλ. Ο άλλος είναι να αποστασιοποιήσεις εαυτόν από τα επί σκηνής τεκταινόμενα και να ακούσεις απλώς μια συλλογή 26 κομματιών από έναν από τους πλέον επιτυχημένους (σίγουρα όμως όχι καλύτερους) δίσκους της Πινκφλοϊντικής καριέρας.
Διάλεξα απολύτως συνειδητά τη δεύτερη επιλογή –όπως και το να πάω την τρίτη μέρα της συναυλίας– ώστε να έχει κοπάσει ο αχός από τις παλινωδίες φίλων κι έχθρων του Τείχους. Άλλωστε κάθε φανατικός Φλοϊντάκιας έχει δει σε κάποιο σημείο της ζωής του είτε την ομώνυμη ταινία με τον Bob Geldof, είτε το DVD Is There Anybody Out There? The Wall Live 1980-81. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από αυτό που είδα –κοινώς, το στοιχείο της έκπληξης δεν εμφανίστηκε από πουθενά.
Μια παρένθεση για το άλμπουμ αυτό καθ’ αυτό: η ιδέα για τη δημιουργία του Wall ήρθε το 1977, όταν κατά τη διάρκεια της περιοδείας του Animals (του πλέον ανήσυχου άλμπουμ των Φλόιντ κι αυτού με τις περισσότερες κοινωνικοπολιτικές αναφορές), ο Roger Waters –στη συναυλία του συγκροτήματος στο Μόντρεαλ του Καναδά– ενοχλημένος από κάποιες συμπεριφορές του κοινού, έφτυσε κατάμουτρα ένα παλικάρι στην πρώτη σειρά που ζητούσε επίμονα Παχατουρίδη και κάποιο παλιό τους κομμάτι. Ο μπασίστας φαντάστηκε λοιπόν τον εαυτό του να αποκόβεται από το fan base του και να κλείνεται πίσω από έναν «τοίχο», όπου δεν μπορούσε να πληγώσει κάποιον συναισθηματικά, αλλά κυρίως δεν μπορούσε να πληγωθεί από τις συμπεριφορές τρίτων. Κάτι που, φαντάζομαι, έχει συμβεί σε όλους μας, σε κάποιο σημείο της ζωής μας...
Το άλμπουμ που γεννήθηκε από μια ροχάλα κατέληξε να γίνει το μουσικό αντίστοιχο του Νευρικού Εραστή του Γούντι Άλεν: ένας δίσκος στον οποίον ο κεντρικός ήρωας πάσχει από –ταυτόχρονα– νευρώσεις, ψυχώσεις, σύνδρομο Tourette, θλίψη που έμεινε ορφανός από πατέρα στα 2 του χρόνια, οιδιπόδειο με τη μάνα του και ανικανότητα πλήρους στύσης με τη γκόμενά του (ευτυχώς η χοληστερίνη του ήταν σε χαμηλά επίπεδα). Ο ήρωας μας είναι μαζί ένα ρεμάλι, ένα παρτάλι κι ένα ερείπιο, αδυνατώντας, από τα διάφορα άγχη και τις ανασφάλειες του, να βάλει τη ζωή του σε μια τάξη (...σχολική ή μη). Ο Waters, έξυπνος και κυνικός μαζί ων, αντί να τα σκάσει χοντρά για να πάει σε ψυχολόγο, είπε από μέσα του «έτσι είστε ρε; Θα σας πω την ιστορία της ζωής μου και θα βγάλω και λεφτά από αυτό!». Κι έκατσε να γράψει, με τη δύναμη και την πυγμή ενός Πέρση σατράπη, τη μουσική του αυτοβιογραφία, με όποιες παγίδες αλλά και θετικά κρύβει ένα τέτοιο εγχείρημα: δηλαδή, από τη μια, ταύτιση και συγκινησιακή φόρτιση, μα από την άλλη και μια επίκληση στα πιο εύκολα ή ευκολόπεπτα (άρα λαϊκίστικα) αισθήματα του κοινού. Θα το πω και θα το επαναλάβω όμως, το άλμπουμ διαθέτει τραγουδάρες. Κλείνει η παρένθεση.
Προχθές λοιπόν είδα αυτό που περίμενα να δω: ένα άλμπουμ το οποίο υπεραγαπώ (και που έχω ακούσει όσο λίγα στη ζωή μου, από το 1991 όταν και το πρωτοαγόρασα) παιγμένο στην εντέλεια, με ελάχιστα προηχογραφημενα κομμάτια (ή τουλάχιστον όσα έπρεπε να είναι προηχογραφημενα), συνοδευόμενο από ένα σόου υψηλών (τεχνικών, αλλά και συναισθηματικών) προδιαγραφών. Το οποίο σχεδιάστηκε για να μιλήσει στην καρδιά όχι του μέσου οπαδού των Φλόιντ, αλλά του μέσου ανθρώπου –εκείνου που αποτελεί και το τάργκετ γκρουπ της καριέρας του Waters σήμερα.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος όμως πως θέλω να είμαι ο μέσος άνθρωπος αυτός: δεν θέλω να είμαι ο άνθρωπος που, ως καλός χειροκροτητής-αυλικός, χτυπάει παλαμάκια στην πολιτική υπεραπλούστευση του «Γαμιέται η Κυβέρνηση» το οποίο είδαμε γραμμένο στον Τοίχο κατά τη διάρκεια του “Mother” –κυρίως επειδή η κυβέρνηση σε ένα ευνομούμενο κράτους είναι μια κυβέρνηση από τους ανθρώπους που την εξέλεξαν. Κάτι που φαντάζομαι γνωρίζει και ο ίδιος ο Waters, ως μέλος του βρετανικού Κομμουνιστικού κόμματος... Αν μαζί με αυτό το εύκολο και για λόγους εντυπωσιασμού τσιτάτο έγραφε «Γαμιέστε κι Όλοι Εσείς Από Κάτω που Φέρετε Παρόμοια Ευθύνη», τότε θα ήμουν ο πρώτος που θα χειροκροτούσε. Αλλά, στην περίπτωση αυτή, φαντάζομαι ο Waters θα ήταν ανεπιθύμητος στις «γενικές συνελεύσεις» των Αγανακτισμένων του Συντάγματος...
Επίσης, δεν θέλω σίγουρα να είμαι αυτός που κατά τη διάρκεια του “Goodbye Blue Sky”, όταν τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν τον Τοίχο με βόμβες-σύμβολα όπως ο σταυρός, η ημισέληνος, το αστέρι του Δαβίδ, το σφυροδρέπανο, γιουχάρουν όταν πέφτει το σήμα της Shell, αλλά όχι όταν πέφτει το αντίστοιχο της Mercedes και των McDonalds κ.α. Ίσως επειδή προτού έρθουν στη συναυλία, μασαμπούκωσαν ένα Big Mac (γκρίζα διαφήμιση) και άφησαν το κινητό τους μέσα στη Merc τους. Κι εγώ τα ίδια κάνω, με τη διαφορά πως εγώ δεν χειροκρότησα ούτε στη Shell, καθότι μόνο από εκεί βάζω βενζίνη...
Κυρίως δε, δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι ένας από εκείνους που, δίχως λόγο κι αφορμή, «κούμπωσαν» το χαπάκι κι έγιναν ένα με τα τούβλα του Τοίχου, σηκώνοντας τα χέρια και σχηματίζοντας ένα μεγάλο Χ –όπως έβλεπαν να κάνει επί σκηνής και ο και-καλα-ντυμένος-φασίστας Waters (μια χειρονομία που κάνουν οι οπαδοί του Pink-Bob Geldof στην ομώνυμη ταινία). Μου θύμισε τη σκηνή από το Life Of Brian, όπου βγαίνει στο μπαλκόνι ο Brian και λέει «πρέπει να σκέφτεστε ο καθένας με τη δική του σκέψη» και τα πρόβατα από κάτω επαναλαμβάνουν εν χωρώ «πρέπει να σκεφτόμαστε ο καθένας με τη δική του σκέψη». Fuckin’ ironic...
Ίσως να μην είμαι πλέον και τόσο φίλα προσκείμενος στον ίδιο τον Waters ο οποίος, κρυμμένος πίσω από ένα σαφώς αριστερίζον πολιτικό παρελθόν, τείνει πλέον να ξεχάσει τις καταβολές του, «χτυπώντας» το εισιτήριο για τις μπροστινές θέσεις στα 170 τόσα ευρώ. Θέλεις να είσαι εντάξει με τα πολιτικά σου πιστεύω και ταυτόχρονα σύμφωνος με την καπιταλιστική καθεστηκυία τάξη; Βαλε χρηματικές διαβαθμίσεις στα εισιτήριά σου, ώστε να μη δυσαρεστήσεις και την εταιρεία σου –αυτή τη Live Nation, πως διάολο τη λένε– αλλά όχι 55-65-170, λες και είναι οι διαστάσεις της μακαρίτισσας της Ann Nicole Smith. Κάνε τις 55-65-75-85 ευρώ το ανώτερο, ώστε μετά, ως γυναίκα του Καίσαρα, να έχεις μούτρα να βγεις στο Καπιτώλιο να ψωνίσεις απο τη λαϊκή (το πιάσατε πιστεύω το υπονοούμενο...).
Αν εξαιρέσουμε πάντως τον «λαζοπουλικό/χαζοπουλικό» λαϊκισμό των παραπάνω, η συναυλία με συγκίνησε αμιγώς για το μουσικό της κομμάτι: τραγούδια που είχα να ακούσω από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, θυμήθηκα και τραγούδησα έναν-έναν τους στίχους φαρσί, αποδεικνύοντας πως το παιδικό και προεφηβικό μυαλό είναι το μεγαλύτερο σφουγγάρι του κόσμου. Ό,τι ακούσαμε από τα 12 μέχρι τα 18 μας, δύσκολα θα ξεγραφτούν από το εγκεφαλικό και μουσικό μας DNA.
Κατά τη διάρκεια του δίωρου στο ΟΑΚΑ, ο Τοίχος χτίζεται σιγά-σιγά μπροστά στα μάτια μας, απομονώνοντας την ορχήστρα από τους θεατές και δίνοντας την ευκαιρία να παρελάσει πάνω του μια πανδαισία εικόνων, των γνωστών κινουμένων σχεδίων του κομίστα Geralf Scarfe καθώς και αποσπασμάτων από κείμενα του Κάφκα (από τη Δίκη και τον ήρωά της, Josef K.) ή από τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ – εξ’ ου και το γιγάντιο μαύρο γουρούνι που έκανε την εμφάνιση του κατά τη διάρκεια του “In The Flesh”.
Μερικές μεγάλες μουσικές στιγμές της βραδιάς, υποκειμενικά πάντα: το εναρκτήριο “In The Flesh”, το “Hey You” και το “Comfortably Numb”, το “Run Like Hell” («το ντίσκο κομμάτι μας», όπως το είχε χαρακτηρίσει κάποτε ειρωνικά ο ντράμερ Nick Mason), το “Μother” και τα τρία μέρη του “Another Brick” και φυσικά το επικό κρεσέντο του “Trial”, όπου ο 67χρονος Waters έπρεπε να αλλάζει τη φωνή του ανάλογα με τους ρόλους που υποδυόταν (δάσκαλος, μητέρα, ερωμένη, δικαστής). Το “Goodbye Cruel World”, ένα φοβερό ακουστικό κομμάτι, θάφτηκε κάτω από τα αναίτια ρυθμικά χειροκροτήματα κάποιων που προφανώς νόμισαν πως βρίσκονταν στη Μadonna –ήταν τυχεροί που δεν ήμουν δίπλα τους, γιατί θα έτρωγαν αγκωνιά χειρότερη από αυτήν του Βαρεχάο στον Νίκο Ζήση.
Στο γνωστό κιθαριστικό του ύψος στάθηκε ο γνωστός σε όλους και από τις προηγούμενες συνεργασίες του με τους Floyd, Snowy White, καθώς και ο δεύτερος κιθαρίστας, ο Dave Kilminster, ενώ γενικά ο ήχος ήταν σούπερ, τι να λέμε τώρα...