Ο κόσμος τίμησε τους διάσημους Κουβανούς και στη φετινή τους έλευση από τα μέρη μας, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Θεσσαλονίκη. Οι ανταποκριτές μας βέβαια –όπως το θέλουν οι παραδόσεις του site– δεν τα πολυσυμφωνούν ως προς τη συναυλιακή εμπειρία. Από τον Λυκαβηττό, η Ευδοκία Πρέκα παραδέχεται πως οι Buena Vista Social Club έκαναν και πάλι το θαύμα τους, εμφανώς διασκεδάζοντας το κοινό, ωστόσο παρατηρεί ότι αναπαύονται πλέον στη σιγουριά της παρελθούσας επιτυχίας τους, αρκούμενοι σε τεχνικά επιδέξιες εκτελέσεις των κλασικών τους κομματιών. Από την άλλη, ο Στέργιος Κοράνας τους έβλεπε για πρώτη φορά και έφυγε από μια κατάμεστη Μονή Λαζαριστών μην έχοντας κανένα παράπονο (από εκείνους). Οι εντυπώσεις δικές σας...
Λυκαβηττός, Αθήνα
της Ευδοκίας Πρέκα
Η πρόσκληση μιας κουβανέζικης συνάντησης αρώματος Buena Vista Social Club εν έτει 2011 δεν παρέχει κανένα δίλημμα για το ελληνικό κοινό. Το τελευταίο ακολουθεί πιστά, έως και με κλειστά μάτια, παρασυρόμενο για άλλη μια φορά υπό την αίγλη του afrolatin ρυθμού και μιας χώρας που, αν μη τι άλλο, ξέρει να διασκεδάζει με την ψυχή της. Το θέατρο του Λυκαβηττού υποδέχτηκε λοιπόν όλες τις φυλές των Αθηνών που χόρεψαν, τραγούδησαν και αγκάλιασαν μια ορχήστρα η οποία μπορεί να μην έχει πια τη σπίθα της παλιάς φρουράς, όμως γνωρίζει καλά το παιχνίδι της ψυχαγωγίας και του αξιοποιείν τις γόνιμες δάφνες του παρελθόντος.
Λίγο μετά τις 10, ο παλμός του “El Carretero” έδωσε το πρόσταγμα για την έναρξη της συναυλίας και η ενδεκαμελής ορχήστρα έβαλε τα καλά της για να μεταφέρει το άκρως φανατικό και καλοκαιρινό κοινό στα σοκάκια της Κούβας. Το ρεπερτόριο κλασικό έως και προβλέψιμο με την κυριαρχία των ξεσηκωτικών “El Cuarto de Tula” –εδώ ο αγαπημένος και πάντα κεφάτος Barbarito Torres έκανε τα δικά του παίζοντας κιθάρα με τα χέρια στην πλάτη– “Chan Chan” –έγινε και ελληνικός ύμνος μετά τη γενέτειρά του– “De Camino A La Vereda”, “Mandinga, “Que Pena” –πολύ καλή ενορχήστρωση και χημεία της ορχήστρας– “Dos Gardenias” –αχ, που είσαι θρυλικέ Ibrahim Ferrer;– και μιας ενδιαφέρουσας εκδοχής τού “Le Feuilles Mortes” όπου το τρομπόνι του Jesus Aguaje Ramos συνομίλησε άριστα με την τρομπέτα του παλαίμαχου Manuel Guajiro Mirabal. Ξεχωριστή φιγούρα ο νεαρός βιρτουόζος πιανίστας Rolando Luna, ο οποίος ξετύλιξε μια άκρως έντεχνη και συναισθηματική πνοή στο δέσιμο της κλασικής παιδείας με τον λυρισμό της κουβανικής παράδοσης.
Η ορχήστρα Buena Vista Social Club έκανε έτσι πάλι το θαύμα της και τα αποτελέσματα, όπως και τις περισσότερες φορές, ήταν τερπνά και...ωφέλιμα. Η συνολική μου ένσταση έγκειται στην απουσία εκείνου του κουβανέζικου πνεύματος, εκείνης της μουσικής «βρωμιάς» που γονατίζει και τους πιο αμύητους και διστακτικούς γοφούς. Δεν με αφορά να ακούσω τεχνικά επιδέξιες εκδοχές αυτών των κλασικών πλέον κομματιών –υπάρχουν εξάλλου ταλαντούχες ορχήστρες ξενοδοχείων που πληρούν ανάλογο ρεπερτόριο– μα να κινηθώ...παραπέρα, υπό τους ήχους των son, timba, bolero κ.α. Με άλλα λόγια, νιώθω ότι η συγκεκριμένη ορχήστρα αναπαύεται στη σίγουρη επιτυχία των πάλαι ποτέ θρυλικών μελών της και δεν προσφέρει κάτι διαφορετικό, φρέσκο ή και μια πιο προσωπική της πινελιά.
Δυστυχώς για μένα η σύγκριση κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αναπόφευκτη και ίσως επιβάλλεται, με τη ζυγαριά να κλείνει προς το παρελθόν. Βέβαια όλα αυτά θα ακούγονται ιδιάζουσες παραξενιές-ιδιοτροπίες μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο, το οποίο απήλαυσε με όλες του τις αισθήσεις το θέαμα και έφυγε κατενθουσιασμένο δίνοντας το επόμενό του ραντεβού για του χρόνου. Να ευχηθώ κι εγώ κάτι για του χρόνου; Να ξαναέρθουν, απλώς εγώ θα είμαι κάπου αλλού... Viva Buena Vista!
Μονή Λαζαριστών, Θεσσαλονίκη
του Στέργιου Κοράνα
Απ’ όταν έμαθα τους Buena Vista Social Club (χάρη στο ντοκιμαντέρ του Wim Wenders) ήθελα πολύ να τους δω ζωντανά. Έστω και στη σημερινή μορφή, με ελάχιστα από τα αρχικά μέλη της μπάντας. Παρά τους συχνούς ερχομούς της ορχήστρας δεν τα είχα καταφέρει, ώσπου μου δόθηκε η ευκαιρία προχθές το βράδυ, στον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη.
Έφτασα στη Μονή Λαζαριστών κάπου στις 21.30, λίγα λεπτά πριν βγει η ορχήστρα επί σκηνής. Η προσέλευση του κοινού ήταν απίστευτη: ο ανοιχτός χώρος της Μονής κυριολεκτικά δεν χωρούσε άλλο κόσμο! Η τελευταία φορά που την είχα δει έτσι ήταν πριν από αρκετά χρόνια, σε μια συναυλία των Jethro Tull.
Οι Κουβανοί, όπως ήταν και αναμενόμενο, έδειξαν εξ’ αρχής το ταμπεραμέντο τους. Αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, σε κάνουν να χαμογελάς και μόνο που τους βλέπεις –πόσο μάλλον αν είναι και άριστοι μουσικοί. Όλοι τους συγχρονίζονταν άψογα και το ωραίο ήταν ότι, ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτοσχεδίαζαν και «έπαιζαν» με το κοινό, κατάφερναν να πιάνουν ο ένας τον παλμό του άλλου και να μη χάνουν το συγχρονισμό τους. Αυτό για μένα είναι και η πεμπτουσία μιας ζωντανής εμφάνισης: να δίνεις το κάτι παραπάνω από την ηχογράφηση.
Μας έπαιξαν φυσικά σχεδόν όλα τα κομμάτια του άλμπουμ Buena Vista Social Club, την ιστορική ηχογράφηση του Ry Cooder. Από άποψη δε διάρκειας της συναυλίας, δεν έμεινε παραπονεμένος κανείς: μετά το κλείσιμο του κυρίως σετ στη μιάμιση ώρα, έκαναν δυο encore και ακόμα και στην τελική υπόκλιση που τους χτυπούσε παλαμάκια ο κόσμος έπιασαν ξανά τα όργανα και μας έπαιξαν λίγο ακόμα! Συνολικά πιάσανε τις δύο ώρες περίπου. Ο κόσμος βέβαια τους αποθέωσε και με το παραπάνω. Υπήρχαν άνθρωποι όλων σχεδόν των ηλικιών, τριγύρω έβλεπες παντού χαμογελαστά πρόσωπα, κόσμο να χορεύει ή να προσπαθεί να τραγουδήσει στα ισπανικά –ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές, αλλά τι να κάνουμε…
Το μόνο μελανό σημείο της βραδιάς το συνειδητοποίησα προς το τέλος της: πολλοί τριγύρω μου επέμεναν να συζητούν μεγαλοφώνως όσο έπαιζαν οι Buena Vista Social Club. Ειδικά ορισμένοι, οι οποίοι στα κρεσέντο των πνευστών φώναζαν πιο δυνατά για να ακούγονται, ήταν για ξύλο! Ελπίζω ειλικρινά αυτό να συνέβαινε μόνο στο σημείο όπου στεκόμουν εγώ και να μην ήταν μια διάχυτη συμπεριφορά…
Έστω και με αυτό το μικρό θέμα, όμως, η συναυλία ήταν άκρως απολαυστική, απλώς δεν τη χάρηκα όπως περίμενα να τη χαρώ εδώ και χρόνια. Θα προτιμούσα πάντως, αν τους ξαναέβλεπα, να ήταν κάπου με πολύ λιγότερο κόσμο και να είναι αφοσιωμένοι όλοι στη μουσική. Κύριε αρχισυντάκτα, κάλυψη στην Αβάνα παίζει;