Λίγο πριν ξεκινήσω να γράφω τις εντυπώσεις μου από την εμφάνιση των Σουηδών Jeniferever το βράδυ της Τρίτης, μπλέχτηκα σε μια συζήτηση μαζί τους στο Facebook, όπου διηγούνταν –με οριακά υπερβολικό τρόπο– το πώς εγκλωβίστηκαν στα προχθεσινά επεισόδια, τη μυρωδιά των δακρυγόνων, την προσπάθειά τους να φτιάξουν το αυτοκίνητό τους, να ξαναβρούν ένα κλεμμένο τους διαβατήριο, να φάνε και να βρουν κατάλυμα. Θυμήθηκα ανάλογες ιστορίες σχεδόν δύο χρόνια πριν, όταν με μηδενικό μπάτζετ και ξεμένοντας αρκετές φορές από βενζίνη, βρέθηκαν στο Αn, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής τους τουρνέ. Φέτος, περισσότερο προνοητικοί, κατάφεραν  να στήσουν την ευρωπαϊκή τους περιοδεία μέσω της διαδικασίας του pledge. Και, χάρη στην ανέλπιστη πρωτοβουλία της CTS Productions, ξαναβρέθηκαν στη χώρα μας.

Αν και αρκετοί Έλληνες δηλώνουν φαν του πενταμελούς σχήματος, φαίνεται πως τελικά ελάχιστοι είναι αυτοί που σηκώνονται από τον καναπέ τους για να πάνε να τους δουν.  Ελάχιστος κόσμος τότε στο An και στη Θεσσαλονίκη, λίγος και το βράδυ της Τρίτης –κάτι λιγότερο από 100 άτομα– ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι το live είχε ελεύθερη είσοδο. Αν προσθέσει μάλιστα κανείς τον κάκιστο ήχο του Κ44, την αστρονομική τιμή των ποτών και την απόλυτα αδιάφορη, σχολική εμφάνιση των δικών μας Circassian –στα 45 λεπτά της support εμφάνισής τους ακούγαμε μόνο την μπότα των drums– θα μιλούσαμε για ένα απογοητευτικό live.

Εδώ όμως έγκειται η αξία ενός σπουδαίου συγκροτήματος: ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες, οι Jeniferever έδειξαν πως βρίσκουν τελικά τον τρόπο να καθηλώνουν το κοινό. Γι’ αυτό και οι εμφανίσεις τους αποτελούν σημαντικό όπλο στη δημιουργία και εξάπλωση του fanbase τους. Σε πλήρες κοντράστ με τη νεανική και σχεδόν νερντ εμφάνισή τους, κατάφεραν να γεμίσουν τον υγρό χώρο του Κ44 με μεστούς και λυρικούς κιθαριστικούς ήχους, που, σε απόλυτη συμμετρία και σύμπνοια, μεταβάλλονταν από ηλεκτρισμένες ηχητικές εκρήξεις πνιγμένες στο reverb και τα delay pedals, σε θαμπές, ambient και shoegaze μελωδίες, οι οποίες στάθηκαν για αρκετή ώρα πάνω στα πλήκτρα  του vintage synth του τραγουδιστή Kristofer Jönson.

Με κύριους λοιπόν άξονες τις δαιδαλώδεις από τα ηχητικά εφέ κιθάρες του Martin Sandström –μέτρησα 5– την επιβλητική φωνή του Jönson και τη γεμάτη ενέργεια παρουσία του, οι Σουηδοί μετέτρεψαν λιτές μελωδίες και μελαγχολικές ιστορίες σε μεγαλειώδη παραληρήματα, ενορχηστρωμένα με αψεγάδιαστο τρόπο.  Αφήνοντας στην άκρη το Spring Tides, τον δεύτερο, αγαπημένο μου κι αρκετά εξωστρεφή και πομπώδη δίσκο τους, αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς στο Silesia –το νεογέννητο τρίτο άλμπουμ τους– στο Choose A Bright Morning του 2006 και σε αρκετά ενδιάμεσα EPs. Επιλέγοντας μια πιο post-rock κι ονειρική εμφάνιση, σε σχέση με την εκρηκτική του Αn, η οποία έχω την αίσθηση πως παρέσυρε πολλούς από το κοινό –ανάμεσά τους κι εμένα– κάνοντάς μας να χάσουμε την αίσθηση του χρόνου. Με αποτέλεσμα η πραγματική μονόωρη εμφάνισή τους να έχει την ψευδαίσθηση πολλών περισσότερων ωρών. Μπόνους ακουστικής απόλαυσης, μια εκτεταμένη 12λεπτη εκδοχή του “Hearths” –καταληκτικού track του Silesia– καθώς και η καταιγιστική απόδοση του “Ox-Eye”.

Update: διαβάζοντας πριν λίγη ώρα πως τελικά και τα διαβατήρια βρήκανε και ελληνικές σαλάτες φάγανε και καταφέρανε να φτάσουνε στον επόμενο συναυλιακό τους στόχο (τα Σκόπια), έχω την ελπίδα πως η Αθήνα δεν θα τους αποθαρρύνει και θα επιστρέψουν για ένα ακόμα εκρηκτικό live!

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured