Είτε έχει να κάνει με διεθνείς πολιτικές σχέσεις, είτε με απόπειρες φλερτ, το «σκωτσέζικο ντους» έχει σχεδόν πάντα αποτέλεσμα: η χαλάρωση αναδεικνύει το επιγενόμενο τσίτωμα. Και αποτελεί κατεστημένη (πια) γνώση ότι οι λέξεις «τσίτωμα» ή «ένταση» δεν λένε και πολλά στον Michael Gira, ο οποίος δεν αστειεύεται όταν καταπιάνεται με τα αυτιά των άλλων. Με αυτό το σκεπτικό, σωστή δείχνει η επιλογή της Hildur Gudnadottir στο ζέσταμα μιας συναυλίας των Swans –δεδομένου ότι η Ισλανδή τσελίστρια ανταποκρίνεται επακριβώς σε εκείνα τα, πιο αγνά και χαμηλόφωνα, ένστικτα ενός ακροατή που φτιάχνεται ακούγοντας το “Holy Money”.
Με εξαιρετικές συστάσεις να την ακολουθούν μετά την πρόσφατη εμφάνισή της στο Borderline Festival (αλλά και λόγω της συνεργασίας της με ονόματα όπως οι Pan Sonic και Múm), η λεπτεπίλεπτη, ασπροφορούσα Gudnadottir χάιδεψε για αρκετή ώρα το Gagarin με τις μελωδίες της, φιλτραρισμένες και λουπαρισμένες μέσω λάπτοπ. Παρολ’ αυτά –και αφήνοντας ανέγγιχτη την εκτελεστική της αρτιότητα– το σκηνικό κατέληγε χλιαρό έως και κωμικό, με την Ισλανδή να κάθεται στριμωγμένη μπροστά από ένα τείχος ενισχυτών Orange και να γρατζουνάει στο τσέλο κομμάτια από τους δύο τελευταίους της δίσκους, ενώ το κοινό αντάλλασσε θορυβωδώς απόψεις σχετικά με μάρκες ωτασπίδων.
Μέσα σε έναν μήνα το αθηναϊκό κοινό είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ζωντανά τους Wire και τους Swans, δύο συγκροτήματα εξίσου βγαλμένα από τις συνιστώσες του post-punk υποσυνειδήτου. Οι μεν ανασυρμένοι από την πιο φιλήσυχη πανκ πλευρά του, οι δε περισσότερο από τη μηδενιστική του. Μετά το (κατά το μάλλον ή ήττον) φιάσκο των Wire, ήρθαν λοιπόν οι αναδιαρθρωμένοι Swans και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Καθήλωση, μυσταγωγία, επιβλητικότητα, σοκ –μερικές από τις λέξεις που ίσως να μπορούν να δώσουν μια ιδέα για μια εμφάνιση την οποία πιθανώς κανείς δεν μπορεί να περιγράψει ικανοποιητικά, δεδομένου ότι χωλαίνει η οποιαδήποτε υπαγωγή ενός λάιβ των Swans στον όρο «συναυλία».
Όλα ξεκινούν με την εισαγωγή του “No Words/No Thoughts” και τις παρατεταμένες κωδωνοκρουσίες του Thor Harris, του Βίκινγκ απόγονου των Shearwater, που, περιστοιχισμένος από ό,τι κρουστό έχει δημιουργήσει η μουσική βιομηχανία, θα παραμείνει για όλο το υπόλοιπο βράδυ στο κέντρο βάρους του ήχου των Swans, μαζί με τον ντράμερ Phil Puleo. Δεν πρέπει όμως να πιστέψεις ότι ο Michael Gira σε άφησε να επιλέξεις μόνος σου να εστιάσεις εκεί. Ο ίδιος θέτει εξ’ αρχής τα χωροχρονικά πλαίσια, (σχεδόν) επιβάλλοντας στον Norman Westberg και στον Chris Pravdica να είναι στραμμένοι και να κοιτούν λαίμαργα (κυριολεκτικά) προς το μέρος των Harris και Puleo. Σαν να παρακολουθούν κάποιο διονυσιακό όργιο στο οποίο δεν τους επιτρέπεται να συμμετάσχουν, σαν να στέκονται δίπλα σε έναν θυσιαστικό βωμό τον οποίον φοβούνται να προσεγγίσουν. Ο Christoph Hahn απλώς μάσαγε τσίχλα (ή κάτι) επιδεικτικά.
Είχαμε μείνει όμως στις κωδωνοκρουσίες, λίγο πριν η κιθάρα του Gira αρχίσει να απλώνει στρώσεις από συγχορδίες βαθμηδόν ανερχόμενες, μέχρι το σημείο εκείνο που τα μέλη του σώματος άρχιζαν να πιάνουν τον ρυθμό, τα γυμνά αυτιά να νιώθουν οριακά ενόχληση και να δημιουργούνται προβληματισμοί μήπως ξαφνικά βρεθούμε αγκαλιά με τους άλλους, που κάθονταν στο πατάρι. Η βαλσαρισμένη μελωδία του “Jim” υπενθυμίζει τις μπλουζ καταβολές του Gira, λίγο πριν ο δίσκος My Father Will Guide Me Up A Rope To The Sky αφήσει (για λίγο) ένα μικρό περιθώριο για το “Sex, God, Sex” και τις ενίοτε σπαρακτικές, ενίοτε φοβικές επικλήσεις του Gira προς τα θεία.
Πίσω στον τελευταίο δίσκο, και στο δεδομένο ότι ο Gira θεωρεί άχρηστο το να παίζει κανείς τα τραγούδια του με τον ίδιο τρόπο που θα τα ακούσει κάποιος ηχογραφημένα: βρίσκουμε έτσι ηθελημένα μεταμορφωμένη την εκτέλεση του “Eden Prison” (κομμάτι που μυρίζει Angels Of Light), το οποίο –μέσα από τις κρουστικές αντανακλάσεις, τα εφέ και την πολλαπλή έγχορδη συναυτουργία– καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα που στεκόταν όντως όχι σε έναν, αλλά σε πολλούς τόνους πιο πάνω από όσα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ακούγοντας έναν δίσκο των Swans (είτε με την τωρινή τους διαμόρφωση, είτε επί “Filth”, είτε επί εποχής Jarboe).
Ένα και μόνο encore, με το “Little Mouth”. Που, σε δευτερόλεπτα, ξέφυγε από τη καθολική φασαρία προς μια εντελώς κλισέ, χαμηλότονη κάθαρση –με τον Michael Gira να βαριανασαίνει στο μικρόφωνο τραγουδώντας «And may I find my way to the reason to come home». «Viva la comunista» είπε, και έφυγε συγχυσμένος.
Σε μια προσφορά πρωτόγνωρης ηχητικής εμπειρίας και επαφής με μια συνθετική δομή η οποία δεν συναντάται κάθε μέρα, οι Swans ενέπλεξαν στο Gagarin δόσεις πνευματικότητας με μια αδιόρατη επίκληση σε ανθρώπινες ενδόμυχες σκέψεις. Αναδεικνύοντας τον φετινό τους δίσκο (και την τωρινή τους σύνθεση) σε ένα από τα πιο «απαραίτητα» μουσικά θεάματα στα οποία μπορεί να παρευρεθεί κανείς σήμερα.