Λιγοστός ο κόσμος την Παρασκευή το βράδυ στο Half Note, γεγονός που με παραξένεψε. Κι αυτό γιατί όπου και να είχα πει ότι θα πάω να δω τον Βραζιλιάνο, εισέπραττα μια κατάφαση η οποία αφορούσε όχι μόνο στη γνώση περί των συναυλιών του στην Αθήνα, αλλά και στην αναγνώριση της αξίας της φωνής του και της γενικότερης καλλιτεχνικής του περσόνας. Και ακριβώς στην τελευταία βρίσκεται το κλειδί των εμφανίσεων του Edson Cordeiro.

Ήταν 11 παρά 15 περίπου όταν ανέβηκαν οι συνοδοί του επί σκηνής, οι άξιοι (όπως απεδείχθη) κιθαρωδοί Charlson Ximenes και Eudinho Soares. Ελάχιστων μέτρων εισαγωγική μουσική από τους τελευταίους και ένας κύριος ανεβαίνει στη σκηνή… Μα, για μια στιγμή! Αυτός δεν είναι ο Cordeiro… Είναι ένας κύριος κοντά στα (περασμένα) 50 που δεν είναι απαστράπτων, όπως ο σταρ της βραδιάς. Αλλά «ετούτο του» –όπως έλεγε και ο αείμνηστος Κωνσταντάρας– είναι σαφώς πανομοιότυπο της αρσενικής ντίβας που γνωρίζουμε από τις φωτογραφίες και κάποια (παλαιά, τελικά, όπως αποδείχθηκε) βίντεο στον γιουτούμπορα.

Ένα τέτοιο πρώτο σοκ ίσως πάντως και να το γνωρίζει και ο ίδιος ο Cordeiro ότι το προκαλεί, γι’ αυτό και, χωρίς πολλά-πολλά, μπαίνει στο μεδούλι του πρώτου μέρους της εμφάνισής του: σε μια καλοσχεδιασμένη δηλαδή χαρτογράφηση του αυθεντικού βραζιλιάνικου τραγουδιού. Χαρτογράφηση που δεν αφήνει απέξω ούτε κάποιες κορώνες, ούτε όμως και το πορτογαλικό fado ή κάποιους σπανιόλικους βωμούς πάθους. Στο πρώτο λοιπόν μέρος της συναυλίας, η έκφανση ήταν σχεδόν αποκλειστικά λάτιν και ιβηρική. Και ομολογώ ότι κατέκτησε ακόμα και άνθρωπο από την παρέα μας, ο οποίος καθόλου δεν αρέσκεται σε κάτι τέτοιο. Σε αυτό βοήθησαν βέβαια και οι εμβριθείς κιθαρωδοί τους οποίους προανέφερα, που –χωρίς δεκαράκι τσακιστό για τη δεξιοτεχνία, αλλά με πληρωμένες στο φουλ επιταγές που εκταμιεύουν ιντριγκαδόρικο και αφιονισμένο παίξιμο– υποστήριξαν τον Cordeiro στο ακέραιο.

Στο μικρό διάλειμμα, σκέφτηκα μήπως βαρεθούμε στο δεύτερο μέρος. Γιατί δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι ο Βραζιλιάνος θα μπορούσε να σταθεί σε ένα δίωρο πρόγραμμα βάσει των προδιαγραφών του πρώτου μέρους, μιας και άλλες προσδοκίες του κοινού υποτίθεται ότι ήρθε να εκπληρώσει. Να όμως που τις εκπλήρωσε, αν και όχι με τον τρόπο που περίμενα. Ναι, όντως ο Cordeiro βγήκε με διαφορετικό ντύσιμο, όπως άλλωστε οφείλει μια ντίβα. Ναι, συνέχισε να είναι αλέγρος και επαγγελματίας, χωρίς να δείξει ότι ενοχλείται έχοντας απέναντί του ένα μαγαζί γεμάτο στο μισό και λίγο λιγότερο. Ναι, τα αστεία του ήταν πολύ καλά, χωρίς να καταλήγουν καλαμπούρια και χαβαλές. Δεν ήταν όμως ούτε όλα αυτά, ούτε και το παγκόσμιο ρεπερτόριο του δεύτερου μέρους που με κατέκτησαν και έκαναν τους πάντες στο Half Note να περάσουν καλά.

Ασχέτως αν δεν ήταν καλός κάνοντας τον Έλβις ή αρκούντως εντυπωσιακός όταν προσπάθησε συγκεράσει τη Billy Holiday με τη Donna Summer μέσα στο ίδιο τραγούδι, ο Cordeiro αποδείχθηκε γόνος μιας παράδοσης την οποία έχουμε ξεχάσει. Δεν είναι ο τραγουδιστής που ήρθε στα εγκόσμια για να δημιουργήσει με τη φωνή του, αλλά για να τέρψει τους θεατές και ακροατές του. Μπορεί να έχει περάσει η ορμή της νιότης, αλλά, όπως και στη φύση ένα αηδόνι δεν χάνει ποτέ τη φωνή του, έτσι κι εκείνος μας διηγήθηκε την ίδια τη ζωή αφηγούμενος στίχους όπου το γέλιο, η σάρκα και ο θάνατος μπλέκονταν σε λιγότερο από ένα τετράστιχο.

Ο Cordeiro αφομοιώνει κουλτούρες και, μέσα από το θεατρικό του στυλ, σε μεταφέρει πότε στα μυθικά καμπαρέ του Λιβάνου της δεκαετίας του 1960, και πότε στα μπαρουτακαπνισμένα πορνεία του Μπουένος Άιρες. Και να μην έχεις ιδέα για όλα αυτά, δεν πειράζει: αναλαμβάνει τούτος ο ηδυπαθής Μπόγκαρτ του μικροφώνου να τα χτίσει έμπροσθέν σου. Και αυτό αποτελεί χάρισμα. Το χάρισμα ενός συγκινητικού επαγγελματία τροβαδούρου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured