Ήρθαν, είδαν και –απ’ ότι φαίνεται– νίκησαν οι BellRays το βράδυ του Σαββάτου στο An Club, καταφέρνοντας να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του χώρου, που, φαντάζομαι, θα ήταν περισσότερες από αυτές που το δικό μου, όχι και τόσο έμπειρο, μάτι εντόπισε.
Νομίζοντας ότι έχω αργήσει, έφτασα στα Εξάρχεια δέκα λεπτά πριν από τις 11 για να διαπιστώσω ότι έχω ακόμα ένα μισάωρο μπροστά μου μέχρι να βγει η μπάντα στη σκηνή. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό κι άρχισα να παρατηρώ λαίμαργα τον κόσμο –το συνηθίζω κατά τη διάρκεια της αναμονής και σχεδόν πάντα βρίσκω κάτι να μου τραβήξει την προσοχή. Στο live των BellRays δεν ήξερα βέβαια τι να περιμένω. Δεν τους είχα ξαναδεί ζωντανά και, παρόλο που γνώριζα τη μουσική και τα χρόνια τους στο προσκήνιο, οι υπολογισμοί μου για τη σύσταση του κοινού δεν υπήρξαν απολύτως ακριβείς. Εννοείται πως δεν έλειπαν οι 35άρηδες που μαρτυρούσαν ένα ατίθασο παρελθόν καταχωνιασμένο, πια, στα συρτάρια των γραφείων τους, είδα όμως και κόσμο αρκετά μικρότερο, αλλά και κάπως μεγαλύτερο: έδωσαν το παρών τόσο φοιτητές, όσο και οι κλασικοί, ξεχασμένοι κάπου στη δίνη των 1960s, ροκ «παππούδες».
Οι Αμερικάνοι ανέβηκαν στη σκηνή πάνω που το An είχε γεμίσει, με αποτέλεσμα να δεχτούν τις επευφημίες όλου του μαγαζιού, αποζημιώνοντας τον κόσμο με το “Burn And Alive” στην έναρξη. Ήδη από την αρχή του προγράμματος, η Lisa Kekaula έδειξε τις άγριες διαθέσεις της, μη μπορώντας όμως να ξεδιπλώσει το πληθωρικό της ταμπεραμέντο στην τοσοδούλα σκηνή του An. Όσο περισσότερο την παρατηρούσα, τόσο μάλιστα μου θύμιζε τίγρη κλεισμένη μέσα σε κλουβί –γεμάτη ζωντάνια, αλλά πολύ περιορισμένη στα λίγα τετραγωνικά της. Παρόλα αυτά, η διαδραστικότητα που δημιουργούσε ο μικρός χώρος άρχισε να αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον όταν η frontwoman των BellRays άρχισε να αγγίζει και να «συνομιλεί» με το κοινό στα επόμενα κομμάτια. Όταν, δε, η μπάντα έπαιξε το “The Way”, δεν δίστασε να κατέβει από τη σκηνή και να περιπλανηθεί ανάμεσα στον κόσμο, τραγουδώντας και χορεύοντας μαζί τους.
Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με δυναμικά κομμάτια, όπως το “Everybody Get Up” και το “Infection”, τα οποία –αν και ξεσήκωσαν το κοινό– δεν πέτυχαν να αποκρύψουν το πρόβλημα που υπήρχε στον ήχο. Μια συνεχής «μπασαδούρα» υπερκάλυπτε φωνές και όργανα, με αποτέλεσμα, αν κάποιος βρισκόταν αρκετά κοντά στο ηχείο, να ακούει κάτι που δεν ήταν ακριβώς θόρυβος, αλλά δεν πληρούσε και τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί μελωδία. Από την άλλη, στο “Anymore”, το μοναδικό τραγούδι που παίχτηκε με μία κιθάρα, η μπάντα ήταν απολαυστική.
Θεωρώ πως τους BellRays το Σάββατο δεν τους χωρούσε ο τόπος. Και κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Φαντάζομαι βέβαια ότι η διοργάνωση είχε τους λόγους της για τη συγκεκριμένη επιλογή του χώρου –άλλωστε το An αποτελεί ιστορικό club της Αθήνας– ωστόσο οι BellRays σίγουρα θα ωφελούνταν από μια σκηνή ανάλογη του νεύρου τους, όπως και από έναν καλύτερο ήχο.