Τον Jan Garbarek τον γνώρισα στην εφηβεία μου, μέσα από εκείνη την εκπληκτική ηχογράφηση του Belonging με τον Κeith Jarrett (1974). Έχει έρθει αρκετές φορές στο παρελθόν στην Ελλάδα και φέτος επανήλθε με το γκρουπ του, για μία και μοναδική εμφάνιση στο Μέγαρο Μουσικής. To πρόγραμμα βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο άλμπουμ Dresden In Concert, του μοναδικού ζωντανά ηχογραφημένου δίσκου του Jan Garbarek Group (στο Alter Schlachthof της Δρέσδης, τον Οκτώβριο 2007). Ο διπλός αυτός δίσκος περιέχει αριστουργήματα από τη μακροχρόνια δισκογραφία του Νορβηγού σαξοφωνίστα, αλλά και ανέκδοτα κομμάτια όπως το “Maracuja”.

Το σχήμα με το οποίο εμφανίστηκε ο Νορβηγός στο Μέγαρο ήταν οι «συνήθεις ύποπτοι»: Rainer Brüninghaus στο πιάνο και στα keyboards, ο Βραζιλιάνος Yuri Daniel στο μπάσο και –αντί του μόνιμου συνεργάτη του Manu Catche– στα ντραμς και στα κρουστά ήταν μαζί του ο Ινδός Trilok Gurtu, ο οποίος και εξελίχθηκε σε πρωταγωνιστή της βραδιάς. Μου έκανε εντύπωση ότι, ακόμα και ενδυματολογικά, ήταν σαφής η διαφοροποίηση του ασπρομάλλη Ινδού από το υπόλοιπο γκρουπ, αφού εμφανίστηκε στη σκηνή με κόκκινη μπλούζα και άσπρο παντελόνι, σπάζοντας τη μινιμαλιστική αισθητική των τριών μαυροφορεμένων συνοδοιπόρων του. Ο Gurtu έδωσε έναν διαφοροποιημένο, περισσότερο world χαρακτήρα στη συναυλία, αφού τα κρουστά του έφεραν έναν σαφή αέρα Ανατολής στο jazz ιδίωμα των συνθέσεων του Garbarek.

Στην αρχή της βραδιάς, αναρωτιόμουν τι μπορεί να αναζητά πλέον ένας μουσικός σαν τον Garbarek, με τόσους δίσκους κι εμφανίσεις και με το όνομά του συνώνυμο της ΕCM, μιας από τις κορυφαίες δισκογραφικές εταιρείες στον κόσμο. Όσο πέρναγε όμως η ώρα, καταλάβαινα. Όταν κάποιος φτάνει στο επίπεδο αυτό, αφήνει χώρο για τους συντρόφους του. Ο Garbarek λοιπόν, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, έδινε χώρο για να ξεδιπλώσουν οι συνεργάτες του το δικό τους ταλέντο. Ήταν πολλές οι στιγμές που τον έβλεπες να αποτραβιέται πίσω, να σκουπίζει τον ιδρώτα του μετά από ένα κοπιαστικό σόλο στο τενόρο σαξόφωνο και να αφήνει να «συνομιλήσουν» τα ντραμς με το πιάνο ή το μπάσο με τα ευρηματικά κρουστά του πολυβραβευμένου Ινδού. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που χειροκροτούσε με πραγματική χαρά, μαζί με το κοινό, τους συνεργάτες του.

Μουσικά η βραδιά κύλησε περισσότερο σε αυτοσχεδιαστικούς δρόμους και σε βιρτουοζιτέ αναζητήσεις των μουσικών, παρά σε μελωδικά μονοπάτια. Η έναρξη έγινε στις 20.40 με το “The Tall Tear Trees” (από το αριστουργηματικό Τwelve Moons) και η λήξη ήρθε δύο ώρες και δέκα λεπτά αργότερα. Χωρίς διάλειμμα, κατά την προσφιλή συνήθεια του Νορβηγού, και χωρίς βέβαια να μιλήσει καθόλου κατά τη διάρκεια της συναυλίας –όπως επίσης συνηθίζει. Όπως ήδη ανέφερα, οι «διάλογοι» μεταξύ των οργάνων είχαν κυρίαρχο ρόλο, όπως και τα σόλο, οι καλύτερες όμως στιγμές ήταν αυτές όπου και οι τέσσερις μουσικοί συμπρωταγωνιστούσαν. Ως πιο ιδιαίτερη θα ξεχώριζα τη στιγμή που Gurtu «έπαιξε» με διάφορα αντικείμενα τα οποία θα μπορούσαν να παράξουν ήχο –μεταξύ άλλων και μ’ έναν μικρό κουβά με νερό– αλλά και όταν επιδόθηκε σε συλλαβισμούς στο “Nu Bein” (αναρωτιόμουν μάλιστα, από κάποια στιγμή και μετά, τι το θέλει το μικρόφωνο!). Μοναδική παραφωνία τεχνικής φύσεως η κακή ακουστική στο μπάσο, όταν έπαιζε σόλο.

Κορυφές της βραδιάς αναδείχθηκαν το “Rondo Amoroso” και το “Brother Wind March”, με τον ευθυτενή Garbarek να μας θυμίζει ότι με το σοπράνο σαξόφωνό του μπορεί να δίνει ηχηρές ερμηνείες που να μην καταλήγουν βαρύγδουπες. Το κοινό, με το παρατεταμένο του χειροκρότημα, έδειξε να το αναγνωρίζει.

Οι συνθέσεις του Garbarek έχουν την ικανότητα να σε ταξιδεύουν, σαν να αναζητάς τον ανοιχτό ορίζοντα, τη λύτρωση που ίσως και να μην είναι και πολύ μακριά... Αναρωτιόμουν έτσι τι να σκέφτονταν οι τέσσερις πρωταγωνιστές της βραδιάς ερχόμενοι σε μία χώρα που βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης και της εθνικής ατίμωσης. Είμαι σίγουρη πάντως ότι στο τέλος της βραδιάς έφυγαν τουλάχιστον με τη βεβαιότητα ότι είμαστε, αν μη τι άλλο, και μία χώρα η οποία εκτιμά την καλή μουσική και τους ερμηνευτές της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured