Mερικές δεκαετίες πίσω μεταφέρθηκαν όσοι επέλεξαν να περάσουν το βράδυ της Δευτέρας στο An, παρέα με τους Ρώσους Motorama. Τη σύγκριση, όσον αφορά στο μουσικό μέρος, με τους Joy Division –και κατ’ επέκταση τους Interpol και όλη τη γκάμα συγκροτημάτων που τα τελευταία χρόνια έχουν αναβιώσει τον post-punk ήχο των αρχών του 1980 προσφέροντάς του καλή παραγωγή– δεν έχει μπορέσει να την αποφύγει εξαρχής αυτή η μπάντα. Δεν φαίνεται όμως να τους ενοχλεί, εφόσον αυτό επέλεξαν να παίζουν, αυτό τους αγγίζει και τους εκφράζει, κι ας το έχουν κάνει ήδη τόσοι άλλοι με μικροσκοπικές διαφοροποιήσεις και κάμποσες νέες ιδέες, οι οποίες ωστόσο δεν είναι ανεξάντλητες. Σημασία έχει ότι το κάνουν καλά. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε τη Δευτέρα στο κοινό που ήρθε να τους δει, πρόκειται για ικανότατους μουσικούς.
Το πώς έγιναν γνωστοί οι Motorama μού διαφεύγει τελείως, εφόσον τους ανακάλυψα εντελώς τυχαία πριν καιρό –και ό,τι έχουν κυκλοφορήσει (ένα άλμπουμ και δύο ΕΡ) είναι ανεξάρτητο από δισκογραφικές. Ήταν ευχάριστη έκπληξη, σε κάθε περίπτωση, το ότι γέμισαν το An και στάθηκαν αντάξιοι, ίσως και καλύτεροι, των προσδοκιών μου. Με την παρουσία τους και μόνο, χωρίς να χρειάζεται να κάνουν ή να πουν πολλά. Και αυτή η αυθεντική σκηνική παρουσία, μαζί με την ολοφάνερη εμμονή τους με τη φύση και με τα ζώα (εξ’ ου και το κεφάλι λεοπάρδαλης και ο γλάρος ως διάκοσμος της σκηνής) είναι τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν: ο ιδιαίτερος χορός του τραγουδιστή, οι σπασμωδικές κινήσεις του «βρίσκομαι-εκτός-σύμπαντος-μην-ενοχλείτε»-κιμπορντίστα, η γαλήνη στο πρόσωπο της μπασίστριας, ακόμα και ο εντελώς παρεΐστικος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν τα μικροπροβλήματα με τον ήχο στο πρώτο εικοσάλεπτο και ξεπέρασαν το τυχόν άγχος τους για το τι θα συναντούσαν στην Αθήνα.
Ο τραγουδιστής, δε, Vladislav Parshin, κατάφερε να είναι επικοινωνιακός χωρίς να βγάλει λέξη –μίλησε μόνο μία φορά στο κοινό, κι αυτή στο τέλος. Η μπάσα φωνή του κάπως αταίριαστη με τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά και το όλο παρουσιαστικό του, αλλά μήπως και με τη φωνή του Ian Curtis δεν συνέβαινε το ίδιο (να ’τες πάλι οι συγκρίσεις...);
Κάτι πάνω από μία ώρα κύλησε, λοιπόν, δυναμικά, με επιλογές από το άλμπουμ Alps, τα singles και τα ΕΡ τους, ανάμεσά τους δε οι Motorama πρόβαραν και κανα-δυό τραγούδια που δεν είχα ξανακούσει –ετοιμάζουν άλλωστε δεύτερο LP. Τραγούδια όπως τα “Ghost”, “Warm Eyelids”, “Echoes” και “Τhere’s No Hunters” ακούστηκαν ιδιαίτερα θερμά. Έπειτα τα παιδιά άφησαν για λίγο τη σκηνή (για πολύ λίγο, άλλωστε και το live και οι μπάντες ξεκίνησαν στην ώρα τους χωρίς αναμονή), απαλλάχθηκαν επιτέλους από τα πανωφόρια, τα οποία τόση ώρα δεν αποχωρίζονταν, ο κιμπορντίστας είπε να τελειώσει το... μήλο που δάγκωνε στα διαλείμματα μεταξύ των τραγουδιών, και ξανανέβηκαν για encore, παίζοντας το αγαπημένο “Bear”. Άλλο ένα κομμάτι και λίγο πριν τα μεσάνυχτα αποχωρούσαν χαιρετώντας ευχαριστημένοι.
Τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι, όλοι νεαρής ηλικίας, ονειροπόλοι και ενθουσιώδεις. Το κοινό που προσελκύουν κυμαίνεται από alternative και indie μέχρι goths και μεταλλάδες. Δεν ήρθαν για να πασάρουν πρωτοτυπία, ήρθαν γιατί τους αρέσει αυτό που κάνουν και θέλουν να το βγάλουν παραέξω –και δεν φάνηκε να άφησαν κανέναν ανικανοποίητο.
Πολλά συν για το εξαιρετικό άνοιγμα της συναυλίας από τους Έλληνες Victory Collapse, άξιο support σε αρκετά παρόμοιο κιθαριστικό στυλ –ο περισσότερος κόσμος τούς χαρακτηρίζει άλλωστε indie ή alternative. Στις ερμηνείες τους, στο μισάωρο το οποίο γέμισαν, κυριαρχούσε η ενέργεια και ο δυναμισμός. Και πάντα χαίρομαι όταν Έλληνες τραγουδιστές έχουν σωστή προφορά στα Αγγλικά.