Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για τον συναυλιακό χώρο της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, αν και πολύ θα το ήθελα, ένεκα του ότι είναι καινούργιος και έχει πολλά ενδιαφέροντα σημειολογικά στασίδια. Δεν θα αντισταθώ όμως στον πειρασμό να αναφέρω τα καμπυλόγραμμα θεωρεία της μεγάλης σκηνής, με μια αίσθηση ξύλου στα όρια του ανακουφιστικού.
Είχα χρόνια να δω τον Stephan Micus σε συναυλία, από το 1992, όταν είχε παίξει στην Ανάφη και (δικαίως) είχε θεωρηθεί τότε από τα συναυλιακά δρώμενα της χρονιάς. Τα χρόνια πέρασαν μα ο Γερμανός έχει κρατήσει το κοινό και τον σεβασμό που του αναλογεί, αν και περίμενα να δω περισσότερους οπαδούς του new age στην αίθουσα. Τους ξεχωρίζεις άλλωστε εύκολα και είναι και χαρακτηριστικό κομμάτι του (πιστού) κοινού του Micus. Ο οποίος και εμφανίστηκε, σχεδόν χωρίς καμία καθυστέρηση (για την ακρίβεια μόλις 11 λεπτά μετά τις 8+30 μ.μ.), στο σεμνό πατάρι που είχε δημιουργηθεί για χάρη του στο κέντρο της σκηνής.
Φωτισμός από τρεις προβολείς, λευκούς, απλή υπόκλιση, βγάζει τα των υποδημάτων του και ανεβαίνει στο υπερώο. Ακούγονται οι πρώτες ανακαθίσεις στο θεωρείο (το δεύτερο και υψηλότερο ήταν κλειστό) διότι ο Micus αποπνέει μια φιλοσοφία του στυλ «κάτσε ήσυχος αλλιώς δεν μπορείς να με ακούσεις» και ξεκινάμε –αφού πρώτα έχουμε ενημερωθεί από το καλοτυπωμένο πρόγραμμα τι θα παρακολουθήσουμε. Όχι σε επίπεδο έργων, αλλά σε επίπεδο οργανοπαιξίας μιας και αποτελεί βασικό άξονα της δουλειάς του. Αυτό που τον αφορά είναι η πορεία μέσα και πάνω στον πλανήτη και το πώς τα ανά τον κόσμο παραδοσιακά όργανα συναποτελούν την ηχητική δομή του σύμπαντός (του). Μια μικρή παρατήρηση μόνο: στη δεύτερη εσωτερική σελίδα είδαμε το βιογραφικό του καλλιτέχνη ξεπατικωμένο από τo ίντερνετ, με την υποσημείωση ότι είναι το βιογραφικό του στο site της ECM. Ειλικρινώς δεν κατάλαβα γιατί δεν μεταφράστηκε έστω κι ένα μέρος του. Θα ήταν νομίζω προτιμότερο, ακόμα και για αυτούς που γνωρίζουν καλά αγγλικά.
Η συναυλία λοιπόν χωριζόταν σε δύο μέρη, για την ακρίβεια σε δυο 40λεπτα. Καταρχήν το αρμενικό duduk –η ηχοθεσία του οποίου βρίσκεται κάπου μεταξύ των χαμηλών του κλαρινέτου και της απαρχής του μπάσου κλαρινέτου– αποδείχθηκε ιδεατό για ξεκίνημα. Το βαυαρικό zither, που ομοιάζει με το δικό μας κανονάκι αλλά σε σμίκρυνση (και παίζεται με τα δάχτυλα), είναι εκστατικό στο άπλωμα του και με αυτό επέλεξε να αποδώσει ο Micus απόσπασμα από τον δίσκο του Athos, που έχει ως επίκεντρο τα ορθόδοξα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Κέρδισε βέβαια υπέρμετρα χειροκροτήματα για την επιλογή αλλά, διόλου τυχαίως, τουλάχιστον τρεις παρέες στον περίγυρό μου στα θεωρία ρωτούσαν ψιθυριστά αν τραγουδάει ελληνικά –αναφερόμενες στους στίχους που συνόδεψε με άψογη εκφραστικότητα ο Γερμανός. Προφανώς κάποιοι στο ακροατήριο δεν κατάφεραν να συλλάβουν τα λόγια που είπε λίγο πριν ξεκινήσει να παίζει τη συγκεκριμένη σύνθεση. Ευθύνη (αστεία) η οποία βαρύνει βέβαια και τον ίδιο μιας και μιλάει αγγλικά τύπου Scorpions –Βαυαρός γαρ.
Το shakuhachi που ακολούθησε ήταν μεν ικανοποιητικό αλλά είναι τόσο οριακή η γιαπωνέζικη λογική του, ώστε ομολογώ ότι η κλασική Stephan Micus γραφή στα ξύλινα πνευστά μου φάνηκε υπεραπλουστευτική. Εδώ όμως συναντήσαμε επίσης ένα μεγάλο ζήτημα. Ενώ στο πρόγραμμα ο καλλιτέχνης είχε αναγράψει ότι θα έχει tapes (αυτή ακριβώς ήταν η λέξη) εντούτοις είδαμε ένα CD player να δέχεται ένα CDr. Και εδώ τίθενται δύο ζητήματα: το πρώτο έχει να κάνει με ακριβολογία. Δεν χρησιμοποιεί tapes ο Micus αλλά προηχογραφημένα μέρη. Κάποτε, ναι! Όντως δοκίμαζε και χρησιμοποιούσε tapes. Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το ότι, ενώ η μουσική προσωπικότητα του Micus δεικνύει τη διαφορετικότητα στο δεδομένο και στην τριβή με τον χρόνο και τον τόπο, η χρήση ενός CDr αποκλείει αυτόματα το όποιο λάθος. Η μαγνητοταινία π.χ. εμπεριέχει το λάθος. Το CDr, ακόμα και όταν κολλήσει, θα βγάλει έναν εμμονικό, ξηρό ήχο, σε αντέκθεση με τη μαγνητοταινία όπου το λάθος εμπεριέχεται στη χρήση της. Για να μην αναφέρω ότι δεν ήταν καθόλου ταιριαστή εικόνα για έναν λιτό και σπαρτιάτη στα υπόλοιπα μουσικό (σε έκφραση, ενδυματολογία αλλά και σκηνική οικονομία) να βγάζει ξαφνικά εγγεγραμμένα CDr από ένα θηκάρι...
Παρόλα αυτά, η ενδιάμεση (και τέταρτη στη σειρά) επιλογή με τη χρήση της καλίμπα ως άοκνου μετρονόμου στάθηκε αποκαλυπτική. Ο χρόνος και η δομή του χάθηκαν μέσα σε επαμφοτερίζοντα δομικά στοιχεία της ρυθμολογίας που συγκρούονταν με φυσικότατο echo, παράγοντας καινούργιους πλάνητες ήχους. Η 5η και τελευταία σύνθεση του πρώτου μέρους, είχε και πάλι σαν υπόκρουση έναν δίσκο ακτίνας κι ένα ιαπωνικό nohkan να περιπλανάται (ελαφρώς άσκοπα) πάνω του.
Διάλλειμα 17 λεπτών και επιστροφή. Χειροκρότημα, βγάλσιμο παπουτσιών και ω! Μία από τα ίδια! Με την ίδια μάλιστα σειρά! Πώς να το ονομάσω αυτό; Ακόμα και στα ίδια όργανα υπήρχε και πάλι δισκίον από πίσω τους. Καμία έκπληξη… Γι’ αυτό και ελαφρώς βαρέθηκα, διότι, όταν φεύγει η έκπληξη από τέτοια ακούσματα, τότε προσγειώνεται η πανομοιοτυπία της new age. Και δεν είναι τυχαίο ότι σε όλα τα πνευστά αυτή η δεύτερη παρουσία του Micus στη σκηνή είχε μια ελαφρώς πιο μαλακή θέση. Αυτή ακριβώς που τον έκανε επιτυχημένο σε ανθρώπους οι οποίοι θεωρούν ethnic αυτό που κάνει.
Το τελείωμα βρήκε βέβαια τον Micus καταχειροκροτούμενο, γεγονός που οδήγησε σε δύο encore, το ένα με ένα μεταλλικό διπλό αυλό (με αυτόνομους τους δύο σωλήνες) και το δεύτερο με τραγούδι, οι ρίζες του οποίου βρίσκονταν στα γίντις και ήταν αρκούντως εντυπωσιακό. Το λέω το τελευταίο διότι πολλές φορές αμελείται μια ειδική μνεία στη φωνή του Stephan Micus, πράγμα άδικο μιας και είναι θαυμαστή στα ανεβάσματά της και διαθέτει μία γοητευτικά βελούδινη τραχύτητα.
Στις 10+27 βρισκόμασταν ήδη εκτός του κτιρίου και η αλήθεια είναι ότι, πέρα των όποιων αντιρρήσεων, επρόκειτο για μία καλή βραδιά με κάποιες εύστοχες κορυφώσεις. Μικρού βεληνεκούς πάντως, για να είμαι ειλικρινής.