Αν το Borderline ήρθε για να μείνει, όπως και του ευχόμαστε ολόψυχα, τότε το Hertz απόκτησε έναν σοβαρό ανταγωνιστή. Και από του χρόνου η Αθήνα θα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι διαθέτει δύο πολύ γερά φεστιβάλ αφιερωμένα στον πειραματισμό και στα νέα μέσα. Οι εντυπώσεις της Ελένης Μητσιάκη και του Χάρη Συμβουλίδη από το τριήμερο στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση έχουν σαφώς θετικό πρόσημο, παρά τις κάποιες (εδώ κι εκεί) ενστάσεις τους: αν μη τι άλλο, το Borderline εκπλήρωσε τον στόχο του να «θίξει καλλιτεχνικές καταστάσεις που πραγματεύονται ποικίλα όρια και προκατασκευασμένες ιδέες σε μόνιμη αναζήτηση, σύγκρουση και μετατροπή μέσα από πειραματισμούς, με μουσικά και οπτικοακουστικά μέσα που υποσκάπτουν την έννοια του διαχωρισμού»...
Μέρα 1 (31/3)
Κείμενο: Χάρης Συμβουλίδης
Pierre Bastien & Phonophani
Στρογγυλοκαθισμένος στα αναπαυτικά καθίσματα της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, υποδέχτηκα με θερμό χειροκρότημα την έλευση στη σκηνή του Pierre Bastien, καθώς δεν έχω λησμονήσει τα Mecanoid επιτεύγματά του μια δεκαετία πριν. Είμαι μάλιστα σχεδόν σίγουρος ότι η πλειονότητα των (αρκετών) παρευρισκομένων στην εναρκτήρια μέρα του Borderline είχε έρθει κυρίως για να δει εκείνον, στη συνεργασία του με τον Phonophani. Το σετ τους ξεκίνησε όπως θα περίμενες ότι θα ξεκινούσε ένα σετ του Bastien: με μόνο ήχο αυτόν μιας κορδέλας χαρτιού κινούμενης από τον αέρα ενός ανεμιστήρα, ενώ παράλληλα παρακολουθούσες τη δράση της και οπτικά στο video wall, μέσω μιας μικροκάμερας.
Στην υπόλοιπη συναυλία είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε γιατί ο Phonophani συγκαταλέγεται στους άξιους πειραματιστές της πρόσφατης (νορβηγικής) σοδειάς, καθώς αποδείχτηκε μάστορας στο να τροφοδοτεί το meccano συνεργείο του Bastien με λιτούς, διακριτικούς ηλεκτρονικούς παλμούς, ενώ τον συνόδευε περιστασιακά με το γοητευτικό του concertinome –ένα παράδοξο ακορντεόν. Μέγας πρωταγωνιστής παρέμεινε όμως ο Bastien με τις πολύπλοκες μηχανές του, από τις οποίες έβρισκε πάντα τρόπους να αποσπά θελκτικές αλληλουχίες ήχων. Μας έπαιξε και μια «σπασμένη» τρομπέτα σε κάποιο σημείο, αλλά το μεγάλο χειροκρότημα το έλαβε όταν ενσωμάτωσε σε αυτήν ένα τεράστιο καλαμάκι κολλημένο σε ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό, ενώνοντας τους ήχους της με εκείνων των νερομπουρμπουλήθρων.
Phill Niblock & Thomas Ankersmit
Το σετ των Niblock & Ankersmit στιγματίστηκε από διαρκείς αποχωρήσεις θεατών, από ένα σημείο του κι έπειτα. Κατανοώ πλήρως ότι, πράγματι, υπήρξε υπερβολικά μακρύ και όχι αντίστοιχα επιτυχημένο. Όμως, αφενός είχε ανακοινωθεί ξεκάθαρα η διάρκεια από τη διοργάνωση κι αφετέρου ήταν άσχημο να φεύγει τόσος κόσμος ενόσω στη σκηνή βρισκόταν ένας άνθρωπος σαν τον Phill Niblock, που –στα 78 του παρακαλώ χρόνια– δεν έχει χάσει τη ζέση με την οποία καταγίνεται με τα μινιμαλιστικά drones.
Τη συναυλία ξεκίνησε μονάχος ο Ankersmit, θυμίζοντας νευρώδη υπάλληλο παλιού τηλεφωνικού κέντρου που μπαινόβγαζε καλώδια στο πρωτόγονο δίκτυο –με τη διαφορά ότι εδώ το «δίκτυο» αφορούσε σε πολύ μοντέρνα εργαλεία και εκείνος δεν έκανε τίποτα μηχανικά: έπαιζε σε πραγματικό χρόνο και σε αυτόν έκανε μάλιστα και ψηφιακό editing. Παρά το αξιοθαύμαστο της διαδικασίας όμως, οι ήχοι υπήρξαν ψυχροί, μονότονοι, κουραστικοί. Μόνο όταν έπιασε το σαξόφωνό του μπορέσαμε να αντιληφθούμε την τέχνη και το ταλέντο του Ολλανδού, καθώς έδωσε μια παράσταση αντάξια εκείνης του Antoine Chessex στο πρόσφατο Hertz, κοπανώντας μας κατακέφαλα το πόσο αφηρημένα ακραίο μπορεί να γίνει το γνωστό πνευστό, ενόσω βόλταρε κατά μήκος της σκηνής.
Ο Phill Niblock ήρθε εξοπλισμένος με τις ταινίες του –ένα σαγηνευτικό, σιωπηλό ντοκιμαντέρ για τη σκληρή καθημερινή ζωή κάπου (υποθέτω) στη ΝΑ Ασία, που προβλήθηκε ταυτόχρονα σε δύο οθόνες, με τη μία να εστιάζει στην αλιεία και την άλλη σε χερσαίες ενασχολήσεις. Μια πρώτη πάντως παρατήρηση είναι ότι οι εικόνες δεν ταίριαζαν με τα τοπία ήχων τα οποία επιδιώκει να φτιάξει –τοπία αστικά και με ακρογωνιαίο τους λίθο τη Δυτική σύλληψη περί τέχνης (έστω και πειραματικής). Και, δυστυχώς, παρότι ο Αμερικανός έδωσε μια καλή εικόνα και του ιδιαίτερου ήχου του και των ψυχοακουστικών μεταπτώσεων αυτού, όλα τούτα έμειναν ερμητικά κλειδαμπαρωμένα στην ιδιοσυγκρασία τους και στις τεχνικές τους λεπτομέρειες: ο μη εξειδικευμένος ακροατής, είχε να ακουμπήσει μόνο στις προβαλλόμενες εικόνες. Σε κάποιο σημείο υπήρξε διάδραση με τον Ankersmit, αλλά κι αυτή απογοήτευσε: χάθηκε η ευκαιρία για κάτι συγκλονιστικό, καθώς ο Ολλανδός αρκέστηκε σε διακριτικούς σαξοφωνισμούς, μάλλον εμπλουτίζοντας παρά κοντράροντας δημιουργικά το σύμπαν του Niblock.
Μέρα 2 (1/4)
Κείμενο: Ελένη Μητσιάκη
Family Battle Snake
Πρέπει πρώτα να εξομολογηθώ ότι δεν είμαι λάτρης του headroom, του θορύβου δηλαδή που φτάνει στα όρια του πόνου και του drone –ειδικά μάλιστα όταν διαρκεί (σχεδόν) μία ώρα. Δεύτερον, πάσχω από κάποιες μορφές κλειστοφοβίας. Μπαίνοντας λοιπόν σε μια κατάμαυρη αίθουσα με μοναδικό φωτισμό το blue light της μικρής σκηνής της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών κι αρχίζοντας στα πρώτα δευτερόλεπτα να νιώθω μέχρι το μεδούλι τον βομβαρδισμό των συνεχόμενων drones, άρχισα να ανησυχώ για το πώς θα την έβγαζα καθαρή... Διαβάζω στο συνοδευτικό πρόγραμμα ότι η μουσική του Family Battle Snake διακατέχεται από μια σχεδόν πανκ ορμή. Και ίσως, αν αφαιρέσεις τους στίχους, τη μουσική, την ιδεολογία και τη σκηνική παρουσία κρατώντας μόνο την αναλογική παραμόρφωση και τον θόρυβο, μπορείς να δικαιολογήσεις τον παραπάνω χαρακτηρισμό.
H πειραματική noise του Βασίλη Κουλίγκα είναι ανηλεής και οι ήχοι που διαχέονταν στον χώρο ακατέργαστοι και γεμάτοι τραχύτητα –απόρροια κυρίως της πηγής προέλευσής τους, της αναλογικής δηλαδή κονσόλας. Το σχεδόν απτό μαύρο του χώρου και το μωβ φως της σκηνής, πέρα από τους πολλαπλούς ιλίγγους που προκαλούσε, έχω τελικά την αίσθηση πως βοήθησε την λειτουργία μιας και μόνο αίσθησης: της ακοής. Ίσως γι’ αυτό η αίσθηση που με ακολούθησε στο τέλος ήταν εκείνη των κλειστοφοβικών και παραμορφωμένων ήχων, οι οποίοι –με τη μορφή κυμάτων θορύβου– χτυπιόντουσαν με ορμή στα τοιχώματα της αίθουσας, αδύναμοι να δραπετεύσουν. Σε αυτό λοιπόν, μάλλον πέτυχε τον σκοπό του ο Family Battle Snake, όπως άλλωστε έδειξε και το ενθουσιώδες χειροκρότημα της σχεδόν γεμάτης αίθουσας. Εξομολόγηση τρίτη: δεν θα το άντεχα για δεύτερη φορά...
Jacaszek
Ο ευγενέστατος Jacaszek πήρε θέση πίσω από το mac του, αφού πρώτα, δειλά-δειλά και με σπαστά αγγλικά, προλόγισε τη μουσική του. Απότομη (σε σχέση με το προηγούμενο live) η αλλαγή κλίματος. Το 45λεπτο πρώτο μέρος επικεντρώθηκε στην παρουσίαση του δίσκου Pentral (2009), με περιεχόμενο μια απόλυτα μελωδική electronica, δομημένη με χειρουργική ακρίβεια. Mε βασικό ηχητικό άξονα το εκκλησιαστικό όργανο και τις ψαλμωδίες της πατρίδας του –εδώ διαπιστώσαμε μάλιστα την εξαιρετική ακουστική της μικρής σκηνής της Στέγης, καθώς αρκετές στιγμές οι αντρικές φωνές των χορωδών έμοιαζαν να δραπετεύουν από τα ηχεία της αίθουσας, κάνοντας τα κεφάλια να στρέφονται ασυναίσθητα προς τις πηγές ήχου– ο Πολωνός επιστράτευσε ενισχυτικά μια πληθώρα φυσικών οργάνων (βιμπράφωνο, χάλκινα πνευστά και καμπανάκια). Και, φιλτράροντάς τα ηλεκτρονικά, δημιούργησε ένα άκρως περίεργο μουσικό σύμπλεγμα.
Με εμφανείς κλασικίζουσες επιρροές και τον έντονα γοτθικό χαρακτήρα που δημιούργησαν οι φωνητικές και οι σκοτεινές ambient προσθήκες, η electronica του Jacaszek θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα μουσική επένδυση ταινιών γοτθικού τρόμου –ψάχνοντας στο διαδίκτυο είδα μάλιστα πως έχει γράψει το soundtrack για το techno-thriller Suicide Room του Jan Komasa. Κι αν κάπου εκεί είχε τελειώσει η εμφάνισή του, θα μιλούσα για το σετ της βραδιάς. Δυστυχώς, όμως, τα 25 λεπτά του δεύτερου μέρους –αφιερωμένα σε μια πρώτη γεύση από τον επικείμενο (σε λίγους μήνες) δίσκο του– και το πέρασμα σε μια ατμόσφαιρα πιο ambient και ρομαντική, αποχρωμάτισαν την εντύπωση του πρώτου μέρους.
Με τη σύμπραξη της γιγαντοοθόνης, ο Jacaszek προσπάθησε να μετουσιώσει τους ήχους του σε εικόνες. Θάλασσες μπλέχτηκαν έτσι με μελόντικες, κλαρινέτα και μαρίμπες, γλάροι με τρομπέτες και κιθάρες, φυσαλίδες με αναγεννησιακά τσέμπαλα και γυναικείες πολυφωνίες, σε ένα ισοκράτημα από χάλκινα πνευστά κι ένα ρυθμικό υπόστρωμα που λειτούργησε ως μάντρα. Κι εκεί, δυστυχώς, χάθηκε η αίσθηση του μέτρου, οδηγώντας σε ένα κουραστικό ηχητικό σύνολο. Η μουσική μου μνήμη πάντως συγκράτησε εκούσια μόνο το πρώτο μέρος.
Hildur Gudnadóttir & BJ Nilsen
Ένας από τους δύο προσωπικούς λόγους παρακολούθησης του Borderline Festival ήταν η Ισλανδή τσελίστα –στις 14 Απριλίου θα την απολαύσουμε μάλιστα να ανοίγει και τη συναυλία των Swans (ο άλλος λόγος ήταν βέβαια ο Alva Noto). Παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια τη δισκογραφία της, τις ενδιαφέρουσες συνεργασίες της (Valgeir Sigurdsson, Nico Muhly, Mum, The Knife, κ.α.) αλλά και τον εξαιρετικό σόλο δίσκο της Mount A (2007), ανυπομονούσα να παρακολουθήσω τη συνεύρεσή της στη σκηνή με τον Σουηδό ηλεκτρονικά Benny Jonas [BJ] Nilsen (δισκογραφικά είχαν συναντηθεί το 2007, στο Second Childhood).
Οι πρώτοι ήχοι που γέμισαν τον χώρο ήταν το παρατεταμένο ισοκράτημα του τσέλο, που, αφού έμεινε για αρκετή ώρα πάνω στις χορδές, μεταλλάχθηκε μέσω των samplers (τα χειριζόταν η Hildur Gudnadóttir) σε έναν στοιχειωμένο μελαγχολικό βόμβο, ο οποίος αναδείχθηκε και σε επίκεντρο όλων των συνθέσεων. Ο βόμβος σύντομα έγινε μουρμουρητό, αυτό του τσέλου και των υπόκωφων και ηλεκτρονικά επεξεργασμένων λαρυγγισμών της Gudnadóttir, θυμίζοντας κάποιες φορές θρησκευτική παράκληση βγαλμένη από τη σκοτεινότερη σπηλιά κι άλλοτε ψιθύρους αιθέριων ξωτικών. Δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα να καταφέρεις να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού με μουσική βασισμένη σε drones. Η δεξιοτεχνία όμως της Gudnadóttir –δεν είναι τυχαίες οι κλασικές της σπουδές στο τσέλο– και η ευφυής συνοδεία της από τον Nilsen που δημιούργησε το ιδανικό ηλεκτρονικό υπόστρωμα, έπλασαν ένα λιτό, άκρως ονειρικό ταξίδι σκοτεινής ambient και υπνωτιστικής drone μουσικής.
Μέρα 3 (2/4)
Κείμενο: Ελένη Μητσιάκη
Skein
Κι εδώ έρχεται ο κλαυσίγελος... Μπορώ να πω με σιγουριά ότι η εμφάνιση του νεοϋορκέζικου ντουέτο στάθηκε η πιο ανούσια και συνάμα μαρτυρική συναυλιακή ώρα της ζωής μου –αν και περιοδικά προσέφερε και στιγμές γέλιου με τον διπλανό μου συνάδελφο-συντάκτη. Γιατί το να έχεις μπροστά σου, ατάκτως ειρημμένα, έναν σκασμό από υπολογιστές, samplers, όργανα και πενταλάκια δεν έχει κανένα νόημα, αν δεν μπορείς να τα χειριστείς.
Στοιχεία κατακερματισμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους, clicks, beats, βόμβοι, κοφτερά breaks, τριξίματα, χαλασμένοι μικροήχοι, ένα ακορντεόν στο οποίο ανατέθηκε ο ρόλος των ηλεκτρονικά επεξεργασμένων ήχων, μονωτική ταινία (σε κάποια στιγμή αφόρητης δυσφορίας από τους βοκαλισμούς της Jessica Constable, ευχηθήκαμε με τον διπλανό μου να έκλεινε το στόμα της και να μας απάλλασσε από το μαρτύριο… ) κι οτιδήποτε άλλο κατάφερε να χωρέσει στο τραπέζι της Andrea Parkins, χρησιμοποιήθηκε με τον πιο ανοργάνωτο τρόπο, σε έναν ακατανόητο ηλεκτρακουστικό αυτοσχεδιασμό.
Κι όλα αυτά καλυμμένα κάτω από το βαρύ πέπλο της ανούσιας παραμόρφωσης και των φωνητικών θρηνητικών πειραματισμών της Constable, η οποία ως άλλη –θα ευχόταν– Cat Power δεν σταμάτησε στιγμή να σπαράζει... Τελικά, τα παραπάνω και η εμφανώς αμήχανη κινησιολογία της Parkins, που δεν κατάφερε ποτέ να τιθασεύει τα εκατοντάδες καλώδια και βύσματα, οδήγησαν σε χαοτικές ηλεκτρακουστικές περιπλανήσεις. Και σ’ ένα αποτέλεσμα μονότονο, άψυχο και κουραστικά επαναλαμβανόμενο.
Alva Noto
Και μετά την άνωθεν εκπαιδευτικού περιεχομένου εμφάνιση για το τι σημαίνει αποτυχημένος αυτοσχεδιασμός, ήρθε η εμφάνιση του Alva Noto (στην πραγματικότητα Carsten Nicolai) για να παραδώσει μαθήματα πειραματισμού σε ένα αυστηρό, χρονικά, 40λεπτο (δεν ξέρω αν θα υπήρχε κάποιος που θα άντεχε σωματικά περισσότερο τον επίπονο λευκό θόρυβο, μαζί με το λευκό της γιγαντοοθόνης). Συνδυάζοντας τους ήχους του με ένα οπτικοακουστικό θέαμα προβολής ψηφιακών εικόνων εσωτερικού συστήματος υπολογιστή (από τα χεράκια του Noto και των Derivative), που μεταβαλλόταν συνεχώς μέσα από ρυθμικές κινήσεις άψογα συντονισμένες με τα beats και με την ατμόσφαιρα κάθε κομματιού, ο Γερμανός καθήλωσε την κατάμεστη αίθουσα. Μεταπηδώντας από τη γιαπωνέζικη electronica –επιρροή της συνεργασίας του με τον Ryuchi Sakamoto– στη βερολινέζικη techno και στη σκοτεινή (με στοιχεία ambient) πειραματική noise, που μου θύμισε κάποιες στιγμές τον Merzbow, ταλαντεύτηκε για άλλη μια φορά μεταξύ μιας ψυχρής και λιτής ηλεκτρονικής αισθητικής κι ενός συγκρατημένου λυρισμού, με έντονες μεταπτώσεις της έντασης.
Βιομηχανικά beats, υπνωτικά drones, περιστρεφόμενες λούπες, σκοτεινές dub δονήσεις, έντονα click 'n' cuts και φωνητικά samples συγχρονίστηκαν απόλυτα με αστραπιαία εναλλασσόμενες εικόνες έγχρωμων κυματομορφών, που, φτάνοντας σε κρεσέντο, διασπάστηκαν κατόπιν σε άπειρα μικρά λευκά στοιχεία, ακολουθώντας τα απότομα clicks της μουσικής του Noto (μοναδική μου ένσταση η απουσία προειδοποίησης για άτομα επιληπτικά… σοβαρολογώ!). Kι αυτό το διαρκές σφυροκόπημα υψηλού βολτάζ διήρκεσε για αρκετή ώρα μετά την έξοδο από την αίθουσα, καθιστώντας την εμφάνιση του Noto τη σημαντικότερη του τριημέρου.
Κλείνοντας, θα ήταν τεράστια παράλειψη να μην τονίσω πως η συνολική επιλογή των ονομάτων που απάρτισαν το φεστιβάλ δικαιολόγησε απόλυτα τον τίτλο Borderline –δηλαδή μουσική στα όρια, η οποία δεν φοβάται να προχωρήσει σε αναζητήσεις και σε πειραματισμούς, πετυχημένους και μη. Κι εδώ αξίζουν πολλά μπράβο και στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών που στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της τόλμησε να φιλοξενήσει ένα τόσο πειραματικό φεστιβάλ. Και του χρόνου...