Πριν μερικά χρόνια είχα παρακολουθήσει με αρκετή περιέργεια και ενδιαφέρον ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ από μια ιδιαίτερη συναυλία στην Ιταλία, στην οποία ο πάγος και το χιόνι ήταν τα βασικά υλικά κατασκευής των μουσικών οργάνων. Κρουστά, αερόφωνα, και διάφορα άλλα (ιδιαίτερα) μουσικά όργανα αποτελούσαν την ορχήστρα –μια οικογένεια οργάνων που θα μπορούσε να ονομαστεί «παγόφωνα» («iceophones»), συμπληρώνοντας έτσι το σύστημα κατηγοριοποίησης μουσικών οργάνων των Erich Moritz von Hornbostel και Curt Sachs (1914). Επιπλέον, χιόνι και πάγος αποτελούσαν τα δομικά υλικά και της σκηνής, η οποία βρισκόταν είχε σχήμα ιγκλού.

Αρκετό καιρό μετά και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο που μας πέρασε, ταξίδεψα στη Νορβηγία για να ζήσω την εμπειρία της «παγωμένης μουσικής», ή, όπως ονομάζεται, Ice Music. Το Ice Music Festival αποτελεί σταθερό θεσμό στο Geilo, ένα τουριστικό θέρετρο στην κοιλάδα Ustedalen που βρίσκεται στη μέση της διαδρομής Όσλο-Μπέργκεν, σε απόσταση περίπου 250 χιλιομέτρων από τις δύο πόλεις. Το φεστιβάλ είχε διάρκεια τριών ημερών, από τις 20 ως τις 22 Ιανουαρίου.
 
Πριν μπω στις λεπτομέρειες του φεστιβάλ, αξίζει να αναφέρω τα ιστορικά στοιχεία της Ice Music. Πατέρας της είναι ο Terje Isungset, ένας Νορβηγός μουσικός που ήθελε να δημιουργήσει δική του μουσική, καθώς –όπως λέει χαρακτηριστικά– τα συμβατικά μουσικά όργανα αναπαράγουν ήχους που έχει ξανακούσει. Αναζητώντας την «αυθεντικότητα», ακολούθησε έτσι τον δρόμο των εθνικών Σκανδιναβών συνθετών, δημιουργώντας μουσική με στοιχεία από τη φύση της Νορβηγίας: πέτρες, ξύλα, φλοιούς από δέντρα, ακόμα και βράχους. Ως ένας ambient-πειραματικός Edvard Grieg (σ.σ.: 1843-1907, o εθνικός συνθέτης της Νορβηγίας) ξεκίνησε να δημιουργεί μουσικά όργανα από πάγο πριν περίπου δέκα χρόνια εμπνεόμενος από τη λαϊκή Νορβηγική παράδοση και φύση. Ως σήμερα έχει κυκλοφορήσει έξι προσωπικά άλμπουμ στην εταιρία του All Ice Records.

Το Ice Music Festival διοργανώνεται τα τελευταία έξι χρόνια από τον ίδιο σε συνεργασία με τη γενέτειρα πόλη του και τον τουριστικό οργανισμό Høve Støtt. Η κεντρική ιδέα είναι το νερό, κυρίως στην παγωμένη του μορφή. Τα πάντα είναι έτσι κατασκευασμένα από πάγο: η σκηνή, τα καθίσματα, τα σκαλοπάτια, και φυσικά τα μουσικά όργανα. Για τη διοργάνωση του φεστιβάλ εργάζεται μια μικρή ομάδα ανθρώπων, ενώ η βασική χρηματοδότησή του έρχεται από χορηγούς –τα εισιτήρια αποτελούν, συνήθως, καθαρό κέρδος. Αρχικά, ο Terje Isungset είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ. Διαμορφώνει το πρόγραμμα, καλεί μουσικούς να συμμετάσχουν και αναλαμβάνει την συν-κατασκευή των μουσικών οργάνων. Ο Αμερικανός γλύπτης Bill Covitz είναι ένας ακόμη βασικός παράγοντας του Ice Music Festival. Για κάθε μουσικό όργανο, δουλεύει μία με δυο μέρες τον πάγο, αφού έχει επεξεργαστεί την ιδέα θεωρητικά, βασιζόμενος σε σχέδια συμβατικών μουσικών οργάνων που προσπαθεί να αντιγράψει. Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της σκηνής αναλαμβάνει ο Helder Neves, Πορτογάλος αρχιτέκτονας ο οποίος ζει στη Νορβηγία, ενώ την επιμέλεια της διοργάνωσης αναλαμβάνει ο Νορβηγός Pål Medhus, εκπρόσωπος του Høve Støtt. Την ομάδα αυτή ολοκληρώνουν δύο βοηθοί και περίπου 15 εθελοντές από διάφορα μέρη του κόσμου.

Περνώντας στη μουσική πλευρά του φεστιβάλ, κάθε χρονιά ο στόχος είναι να παρουσιαστεί ένα νέο όργανο από πάγο. Φέτος, ο Bill και ο Terje δούλεψαν σε ένα παραδοσιακό Νορβηγικό όργανο, το langeleik. Πρόκειται για ένα κιθαροειδές ξύλινο μουσικό όργανο, το οποίο μοιάζει με το δικό μας κανονάκι,  (οι χορδές ξεκινούν από τα κλειδιά, που μοιάζουν με εκείνα από το ούτι και καταλήγουν σε μια γέφυρα) αλλά έχει ταστιέρα και παίζεται με μακριά πένα (σαν το ούτι). Το isleik ή islangeleik, δηλαδή το langeleik από πάγο, αποτελείται από το κουτί –κατασκευασμένο από πάγο– ενώ ορισμένα μέρη είναι από ξύλο, όπως για παράδειγμα τα κλειδιά (ώστε να καθίσταται δυνατόν να χορδιστεί) και η γέφυρα, όπου τεντώνονται οι χορδές, οι οποίες ήταν μεταλλικές, όπως ακριβώς στο ξύλινο όργανο. Όμως, τι γίνεται με το χόρδισμα; Προς το παρόν την αφήνω αυτή την ερώτηση…

Ο Bill κατασκεύασε λοιπόν δύο isleik, τα οποία έπαιξαν οι δίδυμοι αδερφοί Knut και Ole Aastad Bråten, γνωστοί παραδοσιακοί οργανοπαίκτες langeleik στη Νορβηγία. Όπως μου είπαν οι μουσικοί, ο ήχος του isleik δεν μοιάζει πολύ με το langeleik. Είναι περισσότερο μεταλλικός και παραπέμπει σε μουσικά όργανα της Μέσης Ανατολής. Τους δύο μουσικούς πλαισίωσε η ντόπια τραγουδίστρια Solfrid Nestegard Gjeldokk και η παιδική χορωδία Skarvebarna. Το πρόγραμμα περιλάμβανε λαϊκά τραγούδια από τη νορβηγική παράδοση, καθώς και ορισμένους χορούς (κυρίως springar, παραδοσιακός χορός σε 3/4). Στο βίντεο (http://www.youtube.com/watch?v=QxOYMUqyP_A) θα ακούσετε το πρώτο τραγούδι, “Ding Dang Dalang”. Η τραγουδίστρια Solfrid, μου είπε πως πρόκειται για ένα παραδοσιακό «bell-tune», όπου η μουσική προσπαθεί να μιμηθεί τον ήχο από τις καμπάνες της εκκλησίας. Οι στίχοι του τραγουδιού περιγράφουν τον μύθο του Torstein Langbein, ο οποίος απήγαγε την Guro Jøseng και την κρατά φυλακισμένη στο βουνό. Το τραγούδι αυτό έχει στόχο να την επαναφέρει στον «πραγματικό κόσμο». Μόλις δέκα συνθέσεις κατάφεραν να παίξουν οι μουσικοί, οι οποίες διήρκεσαν λίγο παραπάνω από 40 λεπτά. Αν και η θερμοκρασία ήταν στους -10 ℃, η ταστιέρα στα isleik ξεκίνησε να λιώνει μετά από το πρώτο μισάωρο. Οι καιρικές συνθήκες, άλλωστε, είναι πάντοτε ένας αστάθμητος παράγοντας που επηρεάζει το Ice Music Festival. Η υπεύθυνη του marketing, Anne Varden μού έλεγε πως την προηγούμενη χρονιά είχε -20℃ και φύσαγε αρκετά, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να ολοκληρώσουν τη συναυλία κάποια από τις ημέρες του φεστιβάλ…

Τη δεύτερη ημέρα είδαμε στη σκηνή τη σύμπραξη του Terje με τον Ολλανδό jazz κιθαρίστα Bram Stadhouders και την τραγουδίστρια Fatma Zidan, με καταγωγή από την Αίγυπτο. Στη συναυλία, ο Bram έπαιζε ice guitar, κοινώς κιθάρα από πάγο, την οποία είχε συνδέσει με Ableton Live! σε ένα MacBook, ώστε να επεξεργάζεται διάφορα εφφέ (κυρίως reverb και delay, εφφέ που επηρεάζουν τον χρόνο και τον χώρο στον ήχο). Κατασκευαστικά, ο Bill ακολούθησε την ίδια διαδικασία με τα isleik: το σώμα κατασκευάστηκε από πάγο και σε αυτό προστέθηκαν ορισμένα ξύλινα και μεταλλικά μέρη (μέρος της ταστιέρας, τα κλειδιά και οι χορδές). Ο ήχος μού θύμιζε αρκετά το αραβικό oud, και ως εκ τούτου ταίριαξε αρκετά καλά με τη φωνή της Fatma. Μιλώντας μαζί της, έμαθα για τις πολυπολιτισμικές τις ρίζες: η μητέρα  της από την Τουρκία, ο πατέρας της από το Λίβανο, η ίδια γεννήθηκε στη Σαουδική Αραβία και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της στο Κάιρο, όπου και σπούδασε μουσική. Πλέον ζει στη Δανία. Μου διηγήθηκε την ιστορία της, πόσο δύσκολο –ή εύκολο, ανάλογα με τις ...θυσίες που θα κάνει καθεμία– είναι για μια γυναίκα να κάνει μουσική καριέρα στην Αίγυπτο. Η Fatma έχει εξαιρετική φωνή για λαϊκά αραβικά τραγούδια, και μάλιστα στην κλασική τους εκφορά (ακολουθώντας την παράδοση της Umm Kulthum). Η δεύτερη μέρα του Ice Music Festival ήταν και η πρώτη φορά που συναντήθηκαν οι τρεις μουσικοί μαζί. Διασκεύασαν ορισμένα κομμάτια του Terje, στα οποία προστέθηκαν τα γυναικεία φωνητικά και οι ηλεκτρονικοί πειραματισμοί στην ice guitar του Bram. Η Fatma τραγούδησε στα Αραβικά, ενώ προσπάθησε να παίξει ένα κρουστό από πάγο, το οποίο έσπασε πάνω στην προσπάθειά της (βίντεο: http://www.youtube.com/watch?v=rrGkjjfPLuc).


 
Η τρίτη και τελευταιά ημέρα είχε περισσότερα δρώμενα. Περιλάμβανε το σόου του Bill, κατά τη διάρκεια του οποίου κατασκεύασε ένα γλυπτό από πάγο σε 20 λεπτά (μια τίγρη συγκεκριμένα), μια συναυλία περισυλλογής από τον Terje, της οποίας σκοπός ήταν η χαλάρωση ώστε να μειωθούν οι χτύποι της καρδιάς και να αντέξουμε περισσότερη ώρα στο κρύο, καθώς προς τα μεσάνυχτα ακολουθούσε η τελευταία συναυλία. Ευτυχώς την τελευταία ημέρα είχε αρκετή ζέστη (περίπου -3℃ τα μεσάνυχτα). Ο Terje, μαζί με τον κιθαρίστα Bram και την jazz τραγουδίστρια Mari Kvien Brunvoll, εκτέλεσαν τραγούδια από την τελευταία του κυκλοφορία Winter Songs (2010). Η ορχήστρα ήταν ένας συνδυασμός ice guitar και άλλων παγόφωνων, τα οποία έπαιζε ο Terje (ice horn, ice trumpet, ice percussion, ice bass drum κ.ά.). Σε ορισμένα σημεία ακούσαμε και beatboxing από τον Terje και τη Brunvoll, ενώ προς δυσάρεστη έκπληξη, δεν έγινε encore (βίντεο http://www.youtube.com/watch?v=_SSLQg4t95Y).

Το φεστιβάλ φέτος σημείωσε μεγάλη επιτυχία, όπως μου είπε ένας από τους βοηθούς των διοργανωτών, και ήδη ξεκίνησε η διοργάνωση για το 2012. Πραγματικά μού έκανε εντύπωση ότι δεν τους ενδιαφέρει να απευθυνθούν σε ένα μεγάλο κοινό –να σημειωθεί πως η μεγαλύτερη προσέλευση ήταν την τρίτη μέρα, το Σάββατο δηλαδή, γύρω στα 50-60 άτομα, από τα οποία οι 20 ήταν εθελοντές και δημοσιογράφοι. Το τριήμερο εισιτήριο κόστιζε περίπου 70 ευρώ, ενώ η κάθε συναυλία ξεχωριστά στοίχιζε 30 ευρώ –ναι, 30 ευρώ για κάτι παραπάνω από μισή ώρα μουσικής. Πιστεύω πως, ως ονομασία, το «φεστιβάλ» δεν είναι σωστή καθώς υπήρχε μόνο μία σκηνή και τα δρώμενα διαρκούσαν μόνο για 40 λεπτά ανά ημέρα (με εξαίρεση την τρίτη). Μάλλον χρησιμοποιείται κατά προσέγγιση, ίσως για να μεγεθύνει τη σημασία του δρωμένου και να τραβήξει περισσότερους ακροατές. Ο περισσότερος κόσμος πάντως, ήταν επισκέπτες οι οποίοι είχαν έρθει για σκι στο Geilo. Επιπλέον, δεν είδα αρκετούς ντόπιους, παρόλο που όλοι γνώριζαν για την ύπαρξη του Ice Music Festival.

Η Ice Music είναι δημιουργία του Terje Isungset. Αν και δεν είναι ο μόνος που έχει κάνει μουσική με πάγο, ήταν ο πρώτος που την κατοχύρωσε –χωρίς ίντριγκες, αλλά δεν θα περίμενα κάτι αντίστοιχο με την περίπτωση της κατοχύρωσης των Watson και Crick της ανακάλυψης πως το DNA αποτελείται από δύο έλικες. Ambient παγωμένα τοπία και ...κρύο στη μουσική έχουμε άλλωστε ξανακούσει, από τη μουσική που ηχογράφησε η Björk σπάζοντας κομμάτια από παγόβουνα στην Ισλανδία (όπως μας ενημερώνει η ίδια στο ντοκυμαντέρ Screaming Masterpieces, στο οποίο ο Ari Alexander Ergis Magnússon βιντεοσκοπεί τη μουσική της Ισλανδίας), ως το γαλλικό cold wave και το gερμανικό neue Deutsche Welle: δύο εθνικές κατηγορίες του new wave της δεκαετίας του 1980, στις οποίες οι παγετοί είχαν υψηλή θέση –ενδεικτικά, τραγούδια όπως το “So Young But So Cold” των KaS Product  και το “Eisbär” των Grauzone, του οποίου η εισαγωγή θυμίζει ανεμορδαμένο πολικό τοπίο κυρίως χάρη στα synthesizer και τα εφφέ επεξεργασίας του ήχου (βλέπε reverb και delay). Όμως, κανείς άλλος μουσικός δεν φαίνεται να έχει εξ’ ολοκλήρου ενδιαφέρον στα μουσικά όργανα από πάγο.

Δύο βασικά ερωτήματα υπάρχουν για τα παγόφωνα: 1) πώς κουρδίζονται; και 2) τι απογίνονται μετά τις συναυλίες; Το κούρδισμα γίνεται κατά προσέγγιση, δηλαδή, το παραδοσιακό langeleik κουρδίζεται συνήθως σε λα. Οι μουσικοί προσπάθησαν να κουρδίσουν τα δύο isleik, αλλά δεν ήταν δυνατόν να επιτύχουν ακριβώς το κούρδισμα. Αντίστοιχα και στην κιθάρα, το κούρδισμα είναι περίπου ίδιο με τα συμβατικά όργανα, αλλά απέχει αρκετά από αυτά. Περισσότερο βλέπω κάτι τέτοιο ως αλληλεπίδραση της κλασικής μουσικής παιδείας με τη λαϊκή και με τη Δυτική avant-garde: ως βάση υπάρχει ένα κούρδισμα (κλασική μουσική), αλλά σημασία έχει να διασκεδάσει το κοινό και οι μουσικοί, οπότε δεν πειράζει αν ξεκουρδιστεί και λίγο (λαϊκή μουσική), ενώ, ορισμένες φορές, επειδή λιώνει ο πάγος, αλλάζει έτσι κι αλλιώς το κούρδισμα και το τυχαίο καθίσταται έτσι βασικός παράγοντας (avant-garde). Κατά τη διάρκεια των συναυλιών δεν παρατηρούνται εύκολα οι διαφωνίες μεταξύ των «κακοκουρδισμένων» μουσικών οργάνων και όλη αυτή η μουσική μπορεί επομένως να πλαισιωθεί με την έννοια «πειραματική». Επιπλέον, η φωνή μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε κούρδισμα, επομένως ούτε αυτό είναι προβληματικό για την εκφορά των τραγουδιών.

Mετά τις συναυλίες, o Terje επιλέγει να αφήσει τα μουσικά όργανα να λιώσουν, να επιστρέψουν στη φύση –καθώς είναι ένα δάνειο από αυτή. Εν μέρει είναι αλήθεια, στην πραγματικότητα όμως κράτησε ένα isleik σε μια ειδικά διαμορφωμένη μπαγκαζιέρα-ψυγείο. Όπως υποστηρίζει, τα τραγούδια του με αυτόν τον τρόπο είναι κάθε φορά διαφορετικά. Βέβαια, κάθε πειραματικό στοιχείο που έχουν χάνεται, επειδή όλα τα τραγούδια του έχουν ηχογραφηθεί –έξι άλμπουμ είπαμε πως έχει κυκλοφορήσει… Κι αυτό γιατί η ηχογράφηση προσφέρει τη δυνατότητα πολλαπλών επαναλήψεων της ίδιας μουσικής, άρα, μ’ αυτόν τον τρόπο, χάνεται κάθε τι πειραματικό, καθώς δεν μπορεί να γίνει καμία επέμβαση στη μουσική.

Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω ένα χαρακτηριστικό της Ice Music, είναι η μουσική αξιολόγηση. Όπως έχουμε συνηθίσει στη Δυτική παράδοση, η φόρμα, η μελωδία, οι στίχοι, η εκτέλεση και η ενορχήστρωση είναι ορισμένες από τις παραμέτρους που λαμβάνουμε υπόψιν όταν αξιολογούμε ένα μουσικό έργο. Στην περίπτωση της Ice Music παρατηρούμε πως η κριτική δίνει βάση στην πολυπλοκότητα του μέσου, δηλαδή του μουσικού οργάνου που έχει κατασκευαστεί περίτεχνα από πάγο. Δεν είναι λίγες οι φορές που η τεχνολογία μεταφέρει «μαγικά» τη σημασία στη μουσική (ή στην τέχνη γενικότερα), παραλείποντας επιτηδευμένα να σχολιάσει τη φόρμα ή τις άλλες συμβατικές κατηγορίες αξιολόγησης.

Η Ice Music, όπως και άλλες μουσικές οι οποίες παίζονται από κατασκευασμένα μουσικά όργανα (βλέπε chip music) αλλάζει αυτό που γενικά ονομάζεται «αισθητικό κριτήριο». Φυσικά, έχουμε δει την επιρροή της ιδεολογίας στην αξιολόγηση της μουσικής (τόσο στην κλασική μουσική με τα αντισυμβατικά και αντικομφορμιστικά έργα του 20ού αιώνα, όσο και στο punk), και, πιο πρόσφατα, το φαινόμενο της audiophilia (ακουστοφιλίας), όπου η υψηλή τεχνολογία γίνεται κριτήριο αξιολόγησης ενός μουσικού έργου –όσο πιο καλά είναι τα ηχεία όπου ακούς τη μουσική, τόσο καλύτερη ακούγεται και η μουσική. Αντίστοιχα, το υλικό του μουσικού οργάνου γίνεται πλέον ο φορέας της ποιότητας, συμβάλλοντας στον τρόπο που ακούμε, κατανοούμε και ικανοποιούμαστε από τη μουσική.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured