Stick or twist the choice is yours
Περιδιαβαίνοντας στα άραχλα σοκάκια της αστικής αποφοράς των Πετραλώνων στον δρόμο για το Fuzz, αναρωτιόμουν αν υφίστανται ομοιότητες (και ποιες) μεταξύ αναβληθέντων αγώνων και αναβληθέντων συναυλιακών δρώμενων: από την ευνοιακή μόχλευση μεταξύ οικοδεσπότη και φιλοξενούμενου και το αξιόμαχο του τερέν διεξαγωγής, έως το πυρίμαχο του ενδιαφέροντος του φιλοθεάμονος κοινού, το οποίο από τη μια μετράει (ως οφείλει) τα πλεονάζοντα ευρώ σαν κουκιά, από την άλλη πριμοδοτεί (αναίτια ή μη συνιστά μια ατέρμονη συζήτηση με πλείστες «γωνίες» και αγκυλώσεις) ονόματα εγνωσμένης αξίας και δρύινης παλαιότητας (κατά το κρασί) με εξασφαλισμένο –βλέπε και στανταράκι– το εμπορικό γκελ, σε αντίστιξη με παρουσίες του «τώρα που συμβαίνει». Βέβαια οι Hurts, μολονότι διακρίθηκαν στο Sound οf 2010 poll του BBC, δύσκολα μπορούν να συναθροιστούν στον υπό σφυρηλάτηση και δημιουργικό διάλογο ήχο του σήμερα, έλκοντας τις μουσικές τους καταβολές κυρίως από το πρώτο ήμισυ των 1980s, με ακρογωνιαίες επιρροές τους Tears For Fears, Depeche Mode και A-Ha πασπαλισμένες με μια εσάνς από new wave και disco lento, όπου η διάθεση το προστάζει.
Death before disco
Φθάνοντας ελαφρώς αργοπορημένοι στο Fuzz και χωρίς πρότερη επίσημη ενημέρωση, με έκπληξη διαπίστωσα πως το αρχικό πρόσταγμα της βραδιάς άνηκε στον Sillyboy, του οποίου το Played άπαξ και βρέθηκε στο CD player του γράφοντα δεν ματαξαναβγήκε, κινούμενο στον αφρό της πιο φρέσκιας, εκλεκτικής και σπουδαγμένης discowave electronica που ξεμύτισε τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια και μη σκηνή! Κρίμα που το αναίτια αρχετυπικό τρίο (κιθάρα, μπάσο, drums) στράγγιξε μεγάλο μέρος των αναλογικών, vintage απολήξεων του ήχου τους, υποκαθιστώντας τη DJ αισθητική με τον post-punk θόρυβο. Όπως και να έχει, απολαύσαμε κάποιες διάστικτες, σέξι γκρούβες σαν το "Time Is All Mine".
Take me as I am, I’ll never be the other man
Σχετικά λιγοστός ο κόσμος στο Fuzz, απόδειξη ότι μπορούσες να κινηθείς κατά πλάτος σχετικά άνετα, χωρίς τον φόβο να αναβαπτιστείς με τζιν τόνικ: κυρίως ζευγαρωτές δυνάμεις ένθεν και ένθεν προτιμήσεων, μαζί με κάποιες ντεμί γκλας αρσακειάδες που κουδούνιζαν το ringtone του "Wonderful Life", τρίτο στη σειρά του playlist της βραδιάς –και ίσως αναμενόμενα πιο αδύναμου σημείου. 23:15 tick tock: Theo Hutchcraft και Adam Anderson, sharp και suave μέσα στα slim fit κουστούμια τους, έλαβαν τις προσήκουσες θέσεις (vocals/electronics) μαζί με άλλα δυο αλληλόμορφα μέλη (drums και synths), κάτι μεταξύ κέρινων ομοιωμάτων α-λα-Μαντάμ Τισό και ιπποκόμων της Αυτού Μεγαλειότητας plus έναν βαρύτονο στα δεύτερα φωνητικά –στο νεόδμητο "Verona" η φάση έγινε λίγο Pavarotti & Friends! Από την αρχή της περίπου 65λεπτης performance άρθηκαν οι φοβίες περί «νερουλής» απόδοσης των Βρετανών, αιτιολογώντας ίσως το ωστικό ζήτημα-αιτία αρχικής αναβολής του Hutchcraft: οι Hurts το έχουν! Δεν έσπειραν δε κανέναν πρώιμο rock όλεθρο· για αυτό μας διαβεβαίωσαν πως φρόντισαν το αμέσως προηγούμενο βράδυ οι Kyuss.
Inside the heart of every man, there is a lust you understand
Τα πεπραγμένα τους; Οι Hurts πήραν τα ολοστρόγγυλα τραγούδια του Happiness, εφάρμοσαν θορυβοποιό πολλαπλασιαστή ακόμα και στις πιο μαλθακές τους στιγμές, φροντίζοντας με στοχευμένη επιμέλεια να δώσουν υπεραξία σε κάθε ανθεμικό ρεφρέν και σε κάθε κρυπτο-μελό φιοριτούρα της διαλεκτικής τους. Διασκεύασαν με χάρη και γούστο ("Confide In Me"), έσπειραν new wave και industrial ανέμους σε κομμάτια όπως το "Evelyn" (υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να απαγορευτεί στον Anderson να κραδαίνει κιθάρα) και στιλβωμένο italo disco στο encore του "Better Than Love". Κοντολογίς, επικοινώνησαν παλμικά, ζωντανά και ελαφρώς μεταποιητικά αυτά που ήδη στριφογυρίζουν στα player όλων των electroheads και όχι μόνο τον τελευταίο χρόνο, «επιστρέφοντας» τίμια συναυλιακή εμπειρία για κάθε ξοδεμένο οβολό και λεπτό.
Ήλθον (με καθυστέρηση), είδον (singalong, ολίγον moshing και πολλά φρέσκα χαμόγελα), ενίκησαν (την εκτίμηση, όχι την ολοκαύτωση του pop αφηγηματικού σχήματος, γι' αυτό φρόντισαν προς 25ετίας άλλοι). Όχι αμελητέο επίτευγμα για Σάββατο βράδυ, δεν βρίσκετε;