Το τι μου επεφύλασσε το βράδυ της Παρασκευής της 25ης Μαρτίου δεν το είχα φιλοσοφήσει ιδιαίτερα, είναι γεγονός. Κατά κάποιον τρόπο, είχα διαγράψει εντελώς από το μυαλό μου την πιθανότητα να δω ζωντανά τους θρυλικούς Kyuss –έστω και σε μια εποχή όπου η μόδα θέλει τις επανασυνδέσεις να διαδέχονται η μία την άλλη, οπότε πολλές μπάντες περιοδεύουν παίζοντας παλιούς δίσκους.

Έτσι, η ανακοίνωση και μόνο πως τα τρία τέταρτα των Kyuss θα περιόδευαν (ως Kyuss Lives!), με άφησε κάπως μουδιασμένο. Χωρίς τον Josh Homme μεν (ο οποίος εξαρχής είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο, για να μην μολύνει –κατά δήλωσή του– τη μνήμη του τι πρέσβευε το συγκρότημα στην εποχή του) αλλά με τους John Garcia, Brant Bjork και τον Nick Oliveri σε πλήρη διάταξη. Και, φυσικά, με την ανακοίνωση της στάσης τους στα πάτρια εδάφη, έσπευσα να προμηθευτώ και το δικό μου μαγικό χαρτάκι.

Το βράδυ της Παρασκευής, πήρα λοιπόν θέση σε σημείο στρατηγικής σημασίας στο Fuzz –ακριβώς απέναντι από τον χώρο που θα φιλοξενούσε τον  Oliveri– κι απόλαυσα το σχετικά χαλαρό groove των Ολλανδών Drive By Wire, οι οποίοι ανέβηκαν στην σκηνή για να τζαμάρουν παρέα με τον μπασίστα των Gathering, Rene Ruten. Η Simone Holsbeek ειδικά έδειχνε να περνάει ιδιαιτέρως καλά και η θετική της ενέργεια δεν άργησε να μεταδοθεί και στο κοινό, που ανταπέδωσε με αρκετά θερμό χειροκρότημα παρά την ανυπομονησία του για τους Kyuss. Το “Moonlighter” αποδείχτηκε η καλύτερη ζωντανή στιγμή των Drive By Wire, με απολαυστικές εναλλαγές στο τέμπο που κίνησαν το ενδιαφέρον του υποφαινόμενου για τον επερχόμενο δίσκο της μπάντας –το καλοκαίρι άλλωστε δεν είναι μακριά.

Με το πέρας του support, το Fuzz είχε σχεδόν γεμίσει (η συναυλία ήταν sold out πάνω από μήνα) και όλοι είχαν πάρει θέσεις μάχης. Για να μην μακρηγορώ και σας κρατάω σε αγωνία, η εμφάνιση των Kyuss Lives! αυτή καθεαυτή αποτέλεσε την απόλυτη ονείρωξη κάθε φίλου του stoner ιδιώματος. Ήδη από τις εναρκτήριες νότες του “Gardenia”, που αντήχησαν στον χώρο από την κιθάρα του Bruno Fevery, επικράτησε παροξισμός. Ο εξαιρετικός αυτός κιθαρίστας έφερε εις πέρας με το παραπάνω το δύσκολο έργο του να γεμίσει το κενό του Homme και απέδωσε φόρο τιμής στο πρωτότυπο υλικό ακριβώς σαν να ήταν δικό του –ούτε για μια στιγμή δεν ένιωσα πως κάτι έλειπε από τη σκηνή.

Και πώς θα μπορούσα άλλωστε, όταν μπροστά μου ορθωνόταν ένας πύρκαυλος Nick Oliveri του οποίου το τατουάζ στον δεξί βραχίονα –ένας απειλητικός κλόουν– στοίχειωσε τη βραδιά μου ενώ παρατηρούσα τη δεξιοτεχνία του στο μπάσο. Στο κέντρο της σκηνής, από την άλλη, ο John Garcia, μαυροντυμένος και με γυαλιά ηλίου ωσάν του βρυκόλακα, έδωσε ρεσιτάλ ως μπροστάρης του όλου εγχειρήματος κερνώντας μπύρες στην πρώτη γραμμή λίγο δεξιά μου και δείχνοντας ευγνώμων για την αγάπη που το κοινό έδειξε προς το πρόσωπό του: έστελνε φιλιά προς πάσα κατεύθυνση, ενώ καληνύχτισε πρόσκαιρα σαστισμένος μπροστά στις εκδηλώσεις λατρείας της πρώτης γραμμής.

Τόνοι αδρεναλίνης και τεστοστερώνης απελευθερώθηκαν τόσο από μέρους της σκηνής όσο και της αρένας σε μια παραπάνω από απολαυστική συναυλία καθαρόαιμου λίθινου ροκ. Μακριά από κάθε έννοια αρπαχτής, οι Kyuss (έστω και στην Kyuss Lives! εκδοχή) θέρισαν κεφάλια με μια υποδειγματική παρουσία. Χαλάλι οι αγκωνιές που δέχτηκα στη ραχοκοκαλιά μου καθώς και οι μώλωπες που αποκόμισα και πλέον φέρω περήφανα από τη μεγάλη βραδιά της 25ης Μαρτίου...

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured