Οδεύοντας προς τη σταδιακή ανακάλυψη των πτυχών του εαυτού του, ο David Michael Bunting (πιο γνωστός ως David Tibet) έχει αποτυπώσει τα διάφορα ερωτήματα και ζητήματα που προέκυψαν στην πορεία μέσα στη μουσική του, στους στίχους του, στους πίνακές του. Μπορεί ο ίδιος να αρνείται να αυτοαποκληθεί «καλλιτέχνης», αλλά ένας τέτοιος όρος είναι στο χέρι του κοινού να τον αποδώσει. Και για το συγκεκριμένο άτομο δεν αμφισβητείται ούτε στο ελάχιστο.

Το βράδυ της Πέμπτης, ο Tibet είχε προγραμματίσει την επίσκεψή του στην Αθήνα για μια συναυλία στην οποία θα παρουσίαζε το νέο του δίσκο ως Current 93 –ο οποίος δίσκος, Honeysuckle Aeons, τύχαινε να κυκλοφορεί επίσημα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα και να διατίθεται προς πρώτη πώληση στη συναυλία στο Gagarin. Κάτι το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί τιμή μας, και λέω «θα έπρεπε», επειδή ο περισσότερος κόσμος δεν είχε ενημερωθεί για το παραπάνω και έφυγε απογοητευμένος που δεν άκουσε σχεδόν τίποτα από το παλιότερο υλικό. Αλλά ας επιστρέψουμε αργότερα στο θέμα του κοινού, για να μιλήσουμε για το live καθεαυτό. 

Με εισαγωγή το “Rivers Of Babylon” των Boney M (όχι τόσο παράδοξο όσο φαίνεται, δεδομένης της θεματολογίας του Tibet και των μουσικών του προτιμήσεων), ήταν σίγουρο πως θα ακολουθούσε κάτι ανατρεπτικό.  Όποιος είχε έρθει λοιπόν με την ιδέα πως θα παρακολουθούσε μια μονότονη αλληλουχία από τραγικές μπαλάντες πλανήθηκε οικτρά, καθώς ο πρωταγωνιστής της βραδιάς γνωρίζει καλά τις έννοιες της εναλλαγής, της έντασης και της κορύφωσης. Πλαισιωμένος από εξαιρετικούς μουσικούς στην τωρινή περιοδεία –άλλωστε οι Current 93 δεν έχουν επισήμως σταθερά μέλη– ο Tibet είχε εξασφαλίσει την πιο ταιριαστή ενορχήστρωση για τις συνθέσεις του της τελευταίας πενταετίας, από το Black Ships Ate the Sky και ύστερα, στις οποίες και επικεντρώθηκε. Η άψογη συνεργασία των έξι μουσικών (πλήκτρα από την/τον Baby Dee, πειραματισμοί με ήχους θέρεμιν και άλλα εφέ από τον Andrew Liles, τύμπανα από τον Alex Neilson των Six Organs Of Admittance, ούτι από τον Eliot Bates και διπλές κιθάρες από τους James Blackshaw και Keith Wood) είχε ως αποτέλεσμα οι εκτελέσεις όλων των κομματιών να είναι αλλαγμένες, εμπλουτισμένες και βελτιωμένες θα τολμούσα να πω, από τις αντίστοιχες σε στούντιο έκδοση.

Η μόνη προετοιμασία που χρειαζόταν για να απολαύσει κανείς σωστά τα δρώμενα ήταν α) ένα βολικό σημείο για να σταθεί, εφόσον το σόου θα ήταν δίωρης διάρκειας και από κάποια στιγμή και μετά η ορθοστασία μετά σπρωξίματος θα κούραζε και β) να αδειάσει το μυαλό του από κάθε γήινη σκέψη ή πρόβλημα που τον απασχολούσε και απλά να εστιάσει σε ό,τι βλέπει και ακούει. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από την ψυχή του Tibet, την οποία ο ίδιος ξεχύνει επί σκηνής χωρίς να φοβάται να εκτεθεί, με μια ελευθερία, εκφραστικότητα και ειλικρίνεια αξιοθαύμαστη (γι’ αυτό ίσως και να τραγουδά πάντα ξυπόλητος), χωρίς μάσκες και προσποιήσεις. Οι ερμηνείες του σε κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Tyranny Of Stars” (ή “Invocation Of Almost”, εναλλακτικός τίτλος) και το “I Dance Narcoleptic” ήταν απλά συγκλονιστικές. Άλλοτε έκανε επικλήσεις στον ουρανό, άλλοτε χοροπηδούσε χαρωπά μέσα στο φαρδύ λευκό του κοστουμάκι προσθέτοντας μια κωμικοτραγική νότα στο όλο θέαμα. Κι άλλοτε ούρλιαζε με οργή «Murderer!» και δεν μπορούσε κανείς παρά να στέκεται κοιτώντας αποσβολωμένος, με τα αυτιά τεντωμένα και την καρδιά σφιγμένη.

Όλα τα παραπάνω ίσως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μιλάμε για ένα απόμακρο, ψυχωτικό ον, το οποίο ούτε καν θα έδινε σημασία σε διάλογους με... κοινούς θνητούς. Χωρίς να δύναμαι να αποδείξω αν αληθεύει ο προαναφερθείς χαρακτηρισμός, κρίνοντας από τα όσα είδα, ο Tibet ενδιαφέρεται για το κοινό που τον ακούει. Και δεν το λέω μόνο επειδή δέχτηκε δώρα και συνομίλησε/ασπάστηκε κόσμο στις πρώτες σειρές. Το λέω επειδή αυτά έγιναν στο τέλος, παρά την απαράδεκτη συμπεριφορά όσων ακούγονταν δυνατά κατά τη διάρκεια της συναυλίας, φωνάζοντας στην παραμικρή στιγμή ησυχίας τίτλους τραγουδιών από την Douglas-ική περίοδο των Current 93 –την οποία ο Tibet έχει επανειλημμένως δηλώσει πως επιθυμεί να αφήσει πίσω.

Και σα να μην έφτανε κάτι τέτοιο για αλάτι στις πληγές του, όταν ο άνθρωπος αφιέρωσε το “Sunflower” (από τον καινούργιο δίσκο) σε κάποιον φίλο του που πέθανε, εισέπραξε χειροκρότημα –και όταν ακολούθησε σαρκαστικό σχόλιο από τον ίδιο, «Πόσο χαίρομαι που χειροκροτάτε, ενώ λέω πως πέθανε ο φίλος μου», στη συνέχεια χειροκρότησαν άλλοι τόσοι και ο Tibet προσπαθούσε μάταια να ξεκαθαρίσει ότι δεν το εννοούσε στην κυριολεξία και πως αυτή είναι η ειρωνεία της ύπαρξης... Κι έπειτα από σχόλια όπως το προηγούμενο και το παραπονεμένο/ενοχλημένο «Σας αρέσουν μόνο πράγματα που έγραψα πριν 25 χρόνια», δεν έχασε την υπομονή του, αλλά αποχώρησε με το χαμόγελο και με τις καλύτερες ευχές για όλους μας, αφού έκλεισε τη βραδιά με κάτι παλιό: από τις παραγγελιές με τις οποίες του είχαν πάρει τ’ αυτιά, ένα “Oh Coal Blacksmith” σε ανεβασμένο ρυθμό, το οποίο έδωσε την εντύπωση ότι παίζεται λίγο βιαστικά, σαν αναγκαίο κακό, μετά το δεκάλεπτο και εντυπωσιακό “Niemandswasser”.

Θα κλείσω με την ταπεινή μου γνώμη: συναυλίες σαν κι αυτή αποτελούν προνόμιο για τους παρευρισκόμενους. Ας έχουμε υπόψη μας ότι οι καλλιτέχνες που θαυμάζουμε είναι κι αυτοί άνθρωποι όπως εμείς, με ανθρώπινες σκέψεις, ενοχλήσεις, αναμνήσεις τις οποίες μπορεί να επιθυμούν να κλειδώσουν σε μια άκρη του μυαλού και να μην ξανασχοληθούν μαζί τους ποτέ. Είναι δικαίωμά τους και οφείλουμε να το σεβόμαστε και να μην τους προκαλούμε, ελεγχόμενοι από τα εγωιστικά μας κίνητρα. Η πληροφόρηση στις μέρες μας είναι εύκολη και γρήγορη –δεν βλάπτει, άρα, να ρίχνουμε μια ματιά στα δελτία τύπου (τα οποία πόσες φορές στέλνουμε αδιάβαστα στον κάλαθο των αχρήστων ή του σπαμ) προτού ξεκινήσουμε για ένα event, προκειμένου να αποφύγουμε κι εμείς τυχόν απογοητεύσεις και οι καλλιτέχνες τυχόν κρίσεις ταυτότητας.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured