Η σύμπραξη των «δικών μας» Gardenbox με τους αρκετά ακουσμένους τελευταία Maserati –ελέω και του πρόσφατου δίσκου τους Pyramid Of The Sun, ο οποίος δημιούργησε κάποιο hype τους τελευταίους μήνες– ήταν όντως κάτι ενδιαφέρον. Και τα δυο συγκροτήματα παίζουν άλλωστε μουσική που αντιπροσωπεύει το σήμερα, έστω κι αν (και οι δυο) τη βασίζουν σε αρχές και είδη του χτες. Οπότε, προμηνυόταν μια βραδιά με αν μη τι άλλο σύγχρονα ακουσματα για το κοινό.
Το τελευταίο βέβαια δεν έδωσε και κάποιο βροντερό παρόν στο Gagarin, παρά το υποδειγματικά φτηνό εισιτήριο της διοργάνωσης... Γύρω στα 250 άτομα πρέπει να βρίσκονταν στον χώρο στην κορύφωση της βραδιάς, αλλά, τουλάχιστον, όσοι τραβήχτηκαν ως τη Λιοσίων φάνηκε ότι γνώριζαν τι πήγαιναν να παρακολουθήσουν. Πράγμα που οδήγησε σε θερμό χειροκρότημα και σε ανταπόδοση αυτού του γενικότερου συναισθήματος και από τα ίδια τα συγκροτήματα.
Αρχή με τους Gardenbox, τους οποίους είχα δει για πρώτη φορά πάλι ως support, στην (προ διετίας) εμφάνιση των Silversun Pickups –και μου είχαν κάνει πολύ καλή εντύπωση τότε. Έτσι, κατέφθασα στο Gagarin από νωρίς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ήθελα να δω εάν θα κατάφερναν να διατηρήσουν εκείνη τη θετική μου άποψη. Και πραγματικά ανανέωσαν την εκτίμησή μου, πραγματοποιώντας μια πολύ καλή εμφάνιση. Ο ήχος τους ήταν ένα μείγμα από το industrial των Nine Inch Nails και της ατμοσφαιρικής electronica που μεσουράνησε στη δεκαετία του 1990, όσο δε για τις συνθέσεις αυτές στηρίχτηκαν στην ίδια βασική αρχή –τουτέστιν, ατμοσφαιρικό ξεκίνημα, χτίσιμο κατόπιν ενός τείχους από όργανα και ξεσπάσματα στις πιο συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές.
Το πρώτο μισό της εμφάνισης των Gardenbox ήταν πιο κιθαριστικό σε σχέση με όσα θυμόμουν, στο δεύτερο όμως τα ηλεκτρονικά στοιχεία έκαναν περισσότερο αισθητή την παρουσία τους, με τα bleeps να εμφανίζονται συχνά-πυκνά στο προσκήνιο. Όταν μάλιστα ανέβηκε στη σκηνή και η τραγουδίστρια των Ekos Quartet για δυο κομμάτια, η εμφάνιση χτύπησε κόκκινο, με την ιδιαίτερη φωνή της και τις trip hop αναφορές να ταιριάζουν υπέροχα με τις αλλεπάληλες παραμορφώσεις και το σταδιακό «χτίσιμο» των τραγουδιών. Όσο για το κλείσιμο, αυτό υπήρξε εντυπωσιακό: οι Gardenbox χάθηκαν σε ένα οργιαστικό κιθαριστικό κρεσέντο, με τα ηλεκτρικά τους στριγκλίσματα να «θερίζουν» τα ανθρώπινα ώτα.
Στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δυο εμφανίσεις, τρία ενδιαφέροντα συμβάντα συνέβησαν. Πρώτον, πέρασαν από μπροστά μου τα μέλη των Maserati, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα είχαν πάει νωρίτερα να γνωρίσουν τις χαρές της Αθήνας –μιας και μύριζαν σουβλάκι από χιλιόμετρα! Δεύτερον, είχα την όχι και τόσο μεγάλη χαρά να ακούω στη διαπασών τον διπλανό μου να το παίζει cool στις κοπέλες της παρέας του με ακατάπαυστες αερολογίες, ακόμα και κατά τη διάρκεια της εμφάνισής των Maserati. Και, τρίτον, συνειδητοποίησα πως στον χώρο βρισκόταν ο Έλληνας σωσίας του Dave Wyndorf των Monster Magnet!
Πίσω όμως στο προκείμενο και στους Maserati, οι οποίοι στήθηκαν στη σκηνή με δυο κιθάρες, ένα μπάσο, drums κι ένα sampler. Στα δυο πρώτα κιόλας τραγούδια αναρωτήθηκα από πού κι ως πού κάποιοι τους αποκαλούν post-rock. Σύγχρονο progressive παίζουν οι άνθρωποι και το κάνουν κατ’ ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τρόπο. Οι συνθέσεις μακρόσυρτες, αλλά προσωπικά με κρατήσαν σε εγρήγορση, κυρίως λόγω του στιβαρού rhythm section –με τον drummer που αντικατέστησε τον Jerry Fuchs να αποτελεί τον στυλοβάτη του όλου εγχειρήματος. Οι διπλές κιθάρες δημιουργούσαν πάλι ένα ελκυστικό και ταυτόχρονα δυναμικό όπλο για τον ήχο τους, ενώ τα ηλεκτρονικά ξεκινήματα και γεμίσματα στα κομμάτια δίνανε μια διαφορετική νότα από λοιπές μπάντες κυμαινόμενες στον ίδιο μουσικό χώρο.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μελωδίες των Maserati σε κάνανε να νιώθεις πως βρίσκεσαι στο μάτι ενός κυκλώνα, παρασύροντάς σε όλο και πιο κοντά στο κέντρο του. Αλλά και τα ρυθμικά τους ξεσπάσματα ξεσηκώνανε το κοινό, το οποίο είχε επιδοθεί, έστω και μερικώς, σε αλλεπάλληλα head banging. Βέβαια, για να πούμε του στραβού το δίκιο, από κάποιο σημείο και μετά οι συνθέσεις ηχούσαν ίδιες μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι έναν σκεπτικισμό ως προς την έλλειψη ηχητικών διαφοροποιήσεων στο σετ. Φαντάζομαι πάντως ότι τους οπαδούς των Αμερικανών, όσους από αυτούς βρεθήκανε στο Gagarin την Κυριακή το βράδυ, λίγο ενδιέφερε μια τέτοια ομοιομορφία. Το πιο διαφορετικό τραγούδι που παίξανε ήταν αυτό του encore. Το οποίο, διόλου τυχαία, δεν αποτελούσε δική τους σύνθεση, αλλά διασκευή στο “Run Like Hell” των Pink Floyd.
Μια ώρα με το ρολόι καθίσανε επί σκηνής οι Maserati και, παρόλο που ο κόσμος πέρασε πραγματικά καλά μαζί τους (συμπεριλαμβανόμενου και του γράφοντα), ίσως τελικά να ήταν ιδανική διάρκεια για μια τέτοια συναυλία: κάτι πιο τραβηγμένο χρονικά, μάλλον θα κούραζε, λαμβάνοντας υπόψη και την προαναφερόμενη έλλειψη διαφοροποιήσεων στον ήχο της μπάντας. Στο σύνολό της, πάντως, η βραδιά κρίνεται επιτυχημένη. Αποδεικνύοντας ότι τα πιο ευχάριστα έρχονται συχνά από εκεί που δεν τα περιμένεις.