«Απόκριες με τους Wishbone Ash» στο Gagarin και «Απόκριες με τον Καραγκιόζη» στην Πλάκα ήταν τα δύο συναφή πόστερ που πήρε το δικό μου μάτι, ενόψει της εορταστικής περιόδου στην Αθήνα. Το δεύτερο δρώμενο δεν το παρακολούθησα, παρολ’ αυτά είμαι επιφορτισμένη να μιλήσω για το πρώτο.
Αν και με αρνητικές αρχικές προθέσεις –βασισμένες αφενός στο προαναφερθέν συναυλιακό πόστερ και αφετέρου στο άνοιγμα της βραδιάς από μια κατά βάση tribute band– κατέληξα να φύγω από το Gagarin εκνευρισμένη. Σχετικά με το πώς έχει εξελιχθεί έτσι η αθηναΐκή μουσική κοινότητα και σνομπάρει, εκ των προτέρων, οτιδήποτε έχει υπάρξει έστω στοιχειωδώς θεμελιακό για την εξέλιξη της μουσικής. 'Η της πανταχόθεν κιθαρωδίας, τουλάχιστον. Βέβαια η κιθαρωδία και το ροκ πάνε πακέτο. Και αναρωτιέμαι τι θα έβαζες πίσω από το indie(-rock) σου, αν δεν υπήρχαν οι Wishbone Ash –και άλλοι καθαρόαιμοι μα εξορισμένοι από τη δισκοθήκη σου ροκ παππούδες– να πλαισιώσουν τα γεννοφάσκια του ροκ με τη δική τους οπτική και πένα.
Την βραδιά άνοιξαν οι Διαφυγόν Κέρδος, μπάντα που δραστηριοποιείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και προφανώς έχει αγαπήσει πολύ, κατά καιρούς, οτιδήποτε έχει να κάνει με την ψυχεδέλεια των Yardbirds, με γκαραζιέρηδες όπως οι Pretty Things, αλλά και με λίγο πιο ποπ κοσμοθεωρίες, όπως εκείνη των φοβερών Αυστραλών Sunnyboys. Δύσκολο να καταλήξεις να διάκεισαι θετικά προς μια –σχεδόν ολοκληρωτικά– μπάντα διασκευών, παρολ’ αυτά οι Διαφυγόν Κέρδος, στα ελάχιστα δικά τους κομμάτια, διέθεταν καλές μουσικές συνθέσεις με ένταση και ύφος το οποίο υποδήλωνε ότι, όντως, συνυπήρξαν χρονικά με τη μάχιμη πανκ δεκαετία του 1980 στην Αθήνα. Το φταίξιμο τελικά θα πέσει στη στιχουργική τους και μόνο.
Σε μια συναυλία η οποία, από την ανακοίνωσή της, απευθυνόταν σε λίγο μικρούς, λίγο μεγάλους και στους τεχνικούς κιθαρίστες την Αθήνας, δεν υπήρχε χώρος και διάθεση για υποτιθέμενους επικαιροποιημένους ακροατές. Ωστόσο, οι Wishbone Ash –μπάντα ορίζουσα τον κιθαριστικό ήχο από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, άλλοτε υπό την ηγεσία του Andy Powell και άλλοτε υπό εκείνη του Martin Turner (σήμερα υπό τη δεύτερη)– αναδείχτηκε διαχρονικά ακλόνητη. Και κάτι πολύ παραπάνω από διεκπεραιωτική παρέα για να γιορτάσεις το Τριώδιο μαζί της.
Οι Wishbone Ash είχαν ιδανική συναυλιακή συμπεριφορική για τα δικά μου δεδομένα: έστησαν τα πάντα μέσα σε λίγα λεπτά από την κάθοδο των Διαφυγόν Κέρδος, ξεκίνησαν να παίζουν άμεσα, ζήτησαν ένα διάλειμμα περίπου στα μισά του συνολικού χρόνου, ξαναβγήκαν μετά από λίγο, απόσβεσαν το εισιτήριό τους και ξαναβγήκαν για ένα encore χωρίς περιστροφές και καθυστερήσεις.
Με κεντρικό άξονα το Argus, τον δίσκο τους που διατρέχει με τη σημασία του τις τέσσερις δεκαετίες δραστηριοποίησής τους, η βραδιά από την αρχή ως το τέλος διέθετε την ίδια αμείωτη δυναμικότητα, καταλήγοντας σε έναν χορδόφωνο παροξυσμό. Πιο ήσυχα στην αρχή με τα “Ballad Of The Beacon” και “Rock ‘n’ Roll Widow” και πιο δυνατά στο τέλος με τα πιο περιζήτητα “Warrior”, “Time Was” και “Jail Bait”. Η τριάδα, με τον Martin Turner στο μπάσο και τους Danny Willson και Ray Hatfield στις δύο κιθάρες, σύζευξε τις επιμέρους δυνάμεις σε μια εκρηκτική διαπάλη συγχορδιών, ενώ ο Dave Wagstaffe στα τύμπανα –πλήρως συμφιλιωμένος με τον συμπληρωματικό του ρόλο– έδειχνε να απολαμβάνει στο φουλ τη διάδραση της μπροστινής γραμμής.
Ο μικρός δίπλα μου (13 με 14) έστρωνε τη φράντζα του πριν από κάθε ρεφρέν και, απ’ ότι εκμυστηρεύτηκε στον κολλητό του πιο δίπλα, η συναυλία των Wishbone Ash ήταν η πρώτη που έβλεπε. Τι κι αν δεν έπαιζε ένα αυθεντικό line-up, τι κι αν πάνε χρόνια από τη γόνιμη εποχή της μπάντας, τι κι αν ήταν μια αποδοκιμαζόμενη από την πλειονότητα του αθηναϊκού κοινού συναυλία, η μπάντα του Martin Turner έδωσε ένα live αξιώσεων και πραγματικής ηχητικής αξίας. Περιττό να πω ότι ο μικρός τα έσπαγε μέχρι το τέλος και φυσικά έφυγε χοροπηδώντας. Εγώ δεν έφυγα χοροπηδώντας, γιατί μου είχε ρουφήξει την ενέργεια η μία ασύδοτη ώρα που κράτησε το σετ των Διαφυγόν Κέρδος. Έφυγα, όμως, με πολλά εσωτερικά μουσικά κολλήματα να έχουν καμφθεί διαπαντός...
Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού