Φτάνοντας στον χώρο και για την ακρίβεια στο φουαγιέ της Knot Gallery, διαπίστωνες δύο πράγματα: πρώτον, ότι η εταιρεία διοργάνωσης Marionettentheater είχε αναλάβει να προσφέρει (πολύ καλά) ηδύποτα και σοκολά γκοφρέτες με διάφορες γεύσεις σε όσους είχαν προσέλθει, γεγονός που μαρτυρά γούστο και μεράκι. Δεύτερον, ο χώρος όπου θα διεξαγόταν η συνάντησή μας με τον Nils Okland δεν αποτελούσε προέκταση του προαναφερθέντος φουαγιέ μα απόληξη του Γ που γενικά σχηματίζει η ισομετρία του χώρου της Knot –εκεί δηλαδή όπου συνήθως έχουμε δει θεατρικές παραστάσεις, ως επί το πλείστον. Κι αυτό σχετίζεται άμεσα με την ηχοκρουσία της βραδιάς. Τουτέστιν, μικροφωνική εγκατάσταση όχι παραπάνω από 17% (όπως απεδείχθη) από το συνολικό υλικό το οποίο ακούσαμε το βράδυ της Παρασκευής.

Ο Okland έμελλε να εμφανισθεί στις 21+36 επάνω σε ένα ελαφρώς υπερυψωμένο (περί τα 40 εκατοστά) βάθρο έμπροσθεν ενός κοινού που θα καθόταν αμφιθεατρικά γύρω από αυτόν. Ένα κοινό που σεβάστηκε απόλυτα το ύφος και τις συνθήκες που έπρεπε να επικρατήσουν για να ακουστεί ο Νορβηγός καλλιτέχνης. Ένας Νορβηγός προσηνής, ο οποίος προσπαθούσε, με σπασμένης προφοράς αγγλικά, να επεξηγήσει διάφορα πράγματα που αφορούσαν στις εκτελούμενες συνθέσεις, σχεδόν σε κάθε κενό ανάμεσα. Όχι όμως με διάθεση πολυλογά ή προσπαθώντας να γεμίσει χρόνο από την εμφάνιση του. Τα απολύτως απαραίτητα είπε και μάλιστα με μια ελαφριά δόση χιούμορ και με πολύ ζεστή γλώσσα. Και, όπως είπα και πιο πριν, το κοινό ανταποκρίθηκε όχι μόνο με ειλικρινές χειροκρότημα αλλά απόλυτα σεβόμενο τη μοναχικότητά του πάνω στη σκηνή, καθώς και την απόλυτη ησυχία την οποία χρειαζόταν το υλικό ώστε και να επικοινωνηθεί και να κοινωνήσει τη μουσική περσόνα του Okland.

Ο οποίος Okland είναι άνθρωπος που από το ιδιότροπο hardanger βιολί του απολύει πολύ μεγάλου φάσματος δυναμικές και συναισθήματα. Απόλαυσα αυτή τη συναυλία διότι, όπως διαπίστωσα, ελάχιστες φορές πια έχουμε τη δυνατότητα, ως ακροατές, να ακούσουμε την πραγματική ηχητική ενός οργάνου στον χώρο χωρίς να υπάρχει κάποια ηλεκτρική παρεμβολή. Όπως σωστά επεσήμανε σε μετέπειτα συζήτησή μας ο Κώστας Μπαγιώργος (υπεύθυνος της πολύ σωστής ζυγοστάθμισης πολλών συναυλιών τον τελευταίο καιρό στη Knot) έχουμε καταλήξει, τελικώς, να πηγαίνουμε σε συναυλίες και να ακούμε τον ήχο του ηχείου ή της κονσόλας, ακόμα κι αν πρόκειται για ακουστικά σετ.

Ε, λοιπόν, το βράδυ της Παρασκευής δεν έγινε κάτι τέτοιο. Νιώσαμε (θα μου επιτρέψετε τη μεταφορά, αν και δεν είναι καθόλου του στυλ μου) ότι βρισκόμασταν στη σάλα πανδοχείου σε πολύ παλαιότερη του 20ου αιώνα εποχή και ότι αυτό που ακούγαμε είχε αποκλειστικά να κάνει με το πώς ο ήχος ερχόταν είτε κατευθείαν από το όργανο, είτε από τις αντηχήσεις του πάνω στα σώματα και στο ξύλο άνωθεν και ολόγυρα. Ήχος και αίσθηση που σε βάζουν σε σκέψεις. Όχι ηχοληπτικές, αλλά περί της ίδιας της ζωής. Διότι αυτή ακριβώς είναι η ουσία του ήχου: η ηχητική μετουσίωση των σκέψεων και κινήσεων των ανθρώπινων όντων. Και ο Okland μας επέτρεψε να κοιτάξουμε στην ψυχή και στο πνεύμα του το βράδυ της Παρασκευής ακριβώς επειδή επέλεξε να επικοινωνήσει μαζί μας με αυτόν τον τρόπο. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το πολύδρομο βιολί του, επέβαλλε πρωτόγνωρες δυναμικές στον χώρο, οι οποίες σχετίζονταν με επίκεντρα συναισθήματα και όχι αντανακλάσεις αυτών.

Δεν χρειαζόταν να έχεις ακούσεις τη δισκογραφία του. Δεν χρειαζόταν να έχεις σχέση με αυτό το ιδίωμα που ακουμπάει τόσο στην παραδοσιακή μουσική όσο και στον νέο ρομαντισμό και μινιμαλισμό της νεώτερης folk. Αρκούσε το να ακούσεις. Ακόμα και στις 2,5 συνθέσεις όπου χρησιμοποιήθηκε ένα μικρόφωνο χώρου ήταν για να αποδώσει μια πολυμορφία απαραίτητη και όχι πρόσθετη σαν φιοριτούρα. Ακόμα δε και το βάθρο χρησιμοποίησε ο Okland όταν χρειάστηκε (σε δύο συνθέσεις) δίνοντας μια ρυθμική βάση που –και πάλι προσοχή– δεν ήταν αρκουδιάρικης λογικής, τύπου «να προσθέσουμε ένταση μέσω του χτυπήματος», μα πάνω στη βάση πρόσθεσης ενός ακόμη ηχητικού σύμπαντος, απαραίτητου για την εξέλιξη του οράματος που ορίζει η μελωδία.

Παραπάνω από 1 ώρα στάθηκε απέναντι μας ο Okland και δεν υπήρξε ούτε ένα περιττό λεπτό –εκτός από μία σύνθεση, όπου απλώς αναλώθηκε σε διαφορετικές δυναμικές με διαφοροποιήσεις στη χρήση του δοξαριού. Μπράβο λοιπόν και στην εταιρεία παραγωγής αλλά κυρίως στον ίδιο που, ουδόλως τυχαίως, δέχθηκε (με απαράμιλλη ταπεινοφροσύνη να προσθέσω) πολλά συγχαρητήρια.

Φωτογραφίες: Σμαρώ Μπότσα

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured