Το οκτέτο του Ben Lamdin (ή αλλιώς Nostalgia 77) το είχα πετύχει πριν τρία καλοκαίρια σε ένα από τα μεγάλα βορειοευρωπαϊκά φεστιβάλ. Και, από τα λίγα που θυμάμαι ξεκάθαρα, είναι η διαπίστωσή μου ότι πρόκειται για μία ικανή ορχήστρα, η οποία –χωρίς να ξεφεύγει από τα εσκαμμένα– ξέρει να πραγματοποιεί καλές jazz συναυλίες.
Η ανάμνηση αυτής της διαπίστωσης αποδείχθηκε κινητήρια δύναμη όταν, λίγο η κούραση της εβδομάδος και λίγο η βροχή που είχε μετατρέψει αρκετούς δρόμους της Αθήνας σε ρυάκια με τρεχούμενο νερό, έτειναν να εμφανίζουν την παραμονή μου στο σπίτι ως τη σοφότερη επιλογή. Την επιστράτευσα το λοιπόν, οπλίστηκα και με την ομπρέλα μου και κατηφόρισα προς το γνωστό στενό της Αβραμιώτου. Εννοείται, βέβαια, πως η παρούσα συνθήκη, ήταν εκ των προτέρων εντελώς διαφορετική –και (όπως αποδείχθηκε στην πορεία) όχι μόνο για τους προφανείς λόγους.
Μια απορία που εντωμεταξύ είχε σχηματιστεί στο μυαλό μου αφορούσε στο χωροταξικό του θέματος. Εξ’ όσων θυμόμουν, η σκηνή του 6 D.O.G.S. είναι σχετικά μικρή, πώς στην ευχή θα χωρούσαν εκεί πάνω οκτώ νοματαίοι (συν μία –η τραγουδίστρια); Η απάντηση απλή: οι Nostalgia 77 δεν ήρθαν ως οκτέτο στην Αθήνα, μα ως σεξτέτο –και η μικρή σκηνή τους ήρθε έτσι τσίμα-τσίμα. Με το άλτο σαξόφωνο και το τρομπόνι να μένουν «εκτός αποστολής», η σύνθεση του σχήματος αποτελούνταν από τενόρο σαξόφωνο (το οποίο έδωσε σε δύο συνθέσεις την θέση του στο μπάσο κλαρινέτο), τρομπέτα, πλήκτρα, κοντραμπάσο, τύμπανα και κιθάρα, με τη φωνή της Γερμανίδας Josa Peit να εμφανίζεται κατά περίσταση. Σταθερό στοιχείο η ανεπαίσθητη επίδραση της κιθάρας του Lamdin στο συνολικό αποτέλεσμα, καθώς, πέραν του τραγουδιού στο δεύτερο encore (όπου συνυπήρχε μόνο με την Peit), ζήτημα να ακούστηκε ξεκάθαρα σε δύο-τρεις περιστάσεις. Περιορίζοντας έτσι στο ελάχιστο τον ούτως ή άλλως υποστηρικτικό της ρόλο.
Σημαντικότερη όμως ήταν η αλλαγή στα πρόσωπα τα οποία απάρτιζαν αυτήν τη σύνθεση, καθώς νομίζω πως μόνο ο κοντραμπασίστας Riaan Vοsloo (μαζί εννοείται με τον ίδιο τον Lamdin) έμεινε από την παλιά φρουρά. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν ακούστηκαν συνθέσεις του (πρόσφατου ή λιγότερο πρόσφατου) παρελθόντος. Για την ακρίβεια, και αν δεν κάνω σοβαρό λάθος, ακούστηκε μόνο μία λεπτομέρεια του “Journey Home”, με το επίκεντρο της προσοχής να βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά στον επερχόμενο δίσκο των Nostalgia 77 Octet, ο οποίος κυκλοφορεί την προσεχή άνοιξη. Νέα μπάντα, νέος δίσκος –ήταν σαφές από την αρχή πως η σύγκριση που τριγυρνούσε στο μυαλό μου ήταν μάλλον άτοπη. Παρόλα αυτά, τριγυρνούσε.
Υπήρχε όμως και νέος ήχος να συνοδεύει τις παραπάνω εξελίξεις ή τουλάχιστον μία νέα διαρρύθμιση των συνθετικών στοιχείων των Nostalgia 77. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις ως τώρα καταθέσεις τους ως οκτέτο, δεν επικράτησε στη συναυλία ο προσανατολισμός στην jazz, αλλά προς μια πιο γκρουβάτη και πιο funk διάθεση. Στις ορχηστρικές δε συνθέσεις η ένταση προερχόταν από τα απλά μα στιβαρά ρυθμικά, τα οποία διανθίζονταν με κάποιες πιο jazzy μελωδικές παρεκτροπές –κυρίως όταν δινόταν ο χώρος για τα σόλο του σαξοφώνου ή των πλήκτρων (hammond θαρρώ πως ήταν το πληκτροφόρο). Σοφή η σκέψη να προστεθεί στο setlist και μια λεπτομέρεια από το έτερο project του Lamdin, τους Skeletons (με το ομώνυμο κομμάτι), αν και κάτι στην εκτέλεση με έκανε να σκέφτομαι περισσότερο τη στούντιο εκδοχή του.
Τέλος πάντων, ένοιωθες πως πρωτεύων ήταν το groove, όχι βεβαίως ως αρχέγονη πηγή εξαγνισμού, μα ως εκσυγχρονισμένη δόνηση ψυχαγωγίας. Αυτό, δηλαδή, που προσπαθεί να προβάλλει σχεδόν κάθε σύγχρονη μπάντα η οποία αναμειγνύει το funk, τη soul και την jazz (όχι πάντα σε ισόποσες δόσεις). Και κάπου εκεί ξεκινούσαν τα ζητήματα, καθώς αισθάνομαι πως τα τελευταία χρόνια το κόλπο που παρακολουθήσαμε (βάζω μπροστά τον πιο groovy εαυτό μου, προσθέτω λίγο από ’δω, λίγο από ’κει, βάζω κι ένα κάπως πιο «απελευθερωμένο» σόλο στο ενδιάμεσο για το κουλτουριάρικο ξεκάρφωμα) έχει ειπωθεί με κάθε πιθανό τρόπο από μπάντες οι οποίες ακολουθούν (με… «χρωματική» απόσταση) τη μαύρη μουσική των 1960s και 1970s, αρεσκόμενες στο πρόθεμα nu. Και, επομένως, έχει γίνει κατά τι παρωχημένο.
Ίσως ακόμα να έχει ειπωθεί και πολύ καλύτερα και από τον ίδιο τον Lamdin. Στις στιγμές που βρισκόταν στη σκηνή η Peit, έμπαινε στην εξίσωση εντονότερη η μυρωδιά της νεο-soul, έτσι όπως την εκφέρει για παράδειγμα η Alice Russell (με τη διαφορά ότι η φωνή της Peit ήταν αρκετά επίπεδη). Στοιχείο που ναι μεν ενυπήρχε στην ιδιοσυγκρασία των Nostalgia 77, αλλά εδώ παρουσιαζόταν με συνθέσεις συνήθως ήρεμες (θα έλεγα κουλαριστές, αν δεν προσπαθούσα να αποφύγω τα νεωτερικά κλισέ), που τελικά έμοιαζαν κάπως μετέωρες και ατελέσφορες. Σκεπτόμουν ότι άφηναν μία –ας την πούμε– εσωτερικότητα, την οποία ανάβλυζαν αντίστοιχα βοκαλιστικά κομμάτια του παρελθόντος, προς χάριν μίας πιο απρόσωπης κανονικότητας…
Κατά τα λοιπά, η εμφάνιση των Nostalgia 77 Sextet (κι όχι Octet) στο 6 D.O.G.S. δεν νομίζω ότι απογοήτευσε (ιδιαίτερα) κανέναν. Θα τη χαρακτήριζα διεκπεραιωτική, με την έννοια ότι η μπάντα «τίμησε το συμβόλαιό της» παίζοντας τη μία ώρα και κάτι που της αναλογούσε, χωρίς να προσφέρει ιδιαίτερες συγκινήσεις και ψυχικές ή αισθητικές διεγέρσεις. Κανείς δεν έγινε σοφότερος μουσικά, όπως κανείς δεν νομίζω να πέρασε και άσχημα, καθώς πάντα υπήρχε η επιλογή να πιαστείς από το groove και να αφήσεις τα παραπάνω ζητήματα κατά μέρος (τα οποία δεν αποκλείω να εγείρονταν μονάχα στο μυαλό μου).
Ως σαφώς καλύτερη στιγμή, κρατώ την επανεμφάνισή τους στο πρώτο encore, όταν και πιάστηκαν με μία σύνθεση που άγγιζε τα δικά τους όρια της free jazz –εννοώντας ένα σπιντάτο groove βασιζόμενο σε εναλλασσόμενους αυτοσχεδιασμούς. Πέραν τούτου ουδέν, θεωρώντας δεδομένο πως από ένα σημαντικό χαρτί για τη σκηνή της νέο-jazz (ή νεο-κάτι τέλος πάντων), όπως είναι ο κύριος Lamdin, η καλής ποιότητας γκρούβα είναι το ελάχιστο που μπορεί να περιμένει κανείς.