Η jazz μουσική –πέραν της δικής της σοβαρότητας και δυναμικής– είναι και ήχος που οφείλει να διασκεδάζει το πνεύμα και την ψυχή. Και οι επιλογές ενός Σαββατόβραδου έχουν, καλώς ή κακώς, απαιτήσεις και αδυναμίες. Η πρόταση της Ελληνο-αφρικανής Elisabeth Kontomanou θα μπορούσε να έχει το ανάλογο καλλιτεχνικό επιστέγασμα, αν και όταν... Διαστυλιστικά jazzy σταυροδρόμια, ακατέργαστες blues/afro/gospel αναφορές, θεατρικότητα και σκηνικές αυτοαναφορές οι οποίες δεν τόλμησαν –ή καλύτερα δεν κατάφεραν να δονήσουν το Half Note– ήταν αυτό που μας έμεινε. Και ομολογώ πως μας στενοχώρησε τα μάλα... Για άλλη μια φορά, καταλήγω πως η ύπαρξη του (όποιου) ταλέντου θέλει και τον μάστορά του. Η επικοινωνία μουσικού και κοινού ήταν και παραμένει πολύτιμη. Όσο και σπάνια, στην εποχή μας.

Η παρθενική αθηναϊκή εμφάνιση της Kontomanou, που έχει κατακτήσει τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές jazz σκηνές, αποτελούσε από μόνη της ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό γεγονός –μιας και η ίδια κινείται με άνεση σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, με οχυρό τη βαθιά έως και πρωτόγονη ορισμένες φορές ερμηνευτική της δύναμη, καθώς και τη δόνηση ενός κορμιού το οποίο αποκαλύπτει πολλά στους ανήσυχους ακροατές. Στο πρόσωπο της κυρίας Kontomanou, η φωνή και τα χέρια γίνονται ηχητικό όπλο απέναντι στην ευκολία του επιφανειακού και ανώδυνου και, παράλληλα, γόνιμος αρωγός στον πλούτο και στην ομορφιά τού jazz και blues ήχου.

Οι επιλογές της βραδιάς είχαν τη δυσκολία και συνάμα την αυτοσχεδιαστική τους έκπληξη. Οι τελευταίες 4 δισκογραφικές της δουλειές αποτέλεσαν το βασικό πεδίο όπου ξεδίπλωσε την καθαρόαιμη jazzy-blues διάθεσή της, έχοντας στο πλάι τούς τρεις υιούς της σε πιάνο, κιθάρα και ντραμς, καθώς και έναν Σουηδό μπασίστα. Ειδική μνεία στους Donald Kontomanou (ντραμς) και Joey Belmondo (κιθάρα), οι οποίοι ξεχώρισαν ο μεν για την afro-jazzy σολιστική δεξιοτεχνία του, ο δε για τη wanna be Jimi Hendrix εμμονή του –απαράμιλλη δε η εξωτερική ομοιότητα! Την ίδια στιγμή απολαύσαμε την αργή jazz-funk εκδοχή του κλασικού “Sunny” (του Bobby Hebb), το πνεύμα της Nina Simone άνευ πιάνου στο αγαπημένο “Back To My Groove”, τις blues-rock διαδρομές του “Here We Are” –με τα scat παραληρήματα της Kontomanou να θυμίζουν μεγάλες στιγμές του μύθου Ella Fitzgerald– καθώς και τη γυμνή ομορφιά του “Tell Me More And More And Then Some” της Billie Holiday. Μιας ταυτόχρονα αξεπέραστης και διαχρονικής έμπνευσης, κατά την ίδια την πρωταγωνίστρια της βραδιάς.

Η μοναδική απόπειρα δημιουργίας χημείας κοινού και καλλιτέχνη σημειώθηκε στο “What A Life”, όμως ο στίχος «Love is on» δεν άγγιξε μάλλον ούτε εμένα, μήτε τους ίδιους τους συγγενείς της, όσους παρίστατο στο Half Note για να πρωτακούσουν ζωντανά την Kontomanou. Ο μικρός σκηνικός αποσυντονισμός και το μη δέσιμο του κουιντέτου θα μπορούσαν να περάσουν ελαφρά τη καρδία, αν η ίδια διέθετε το χάρισμα-δώρο τού επικοινωνήσθαι. Έχω την εντύπωση ότι εκεί υπήρξε η σοβαρότερη αδυναμία, με αποτέλεσμα τα αρώματα της μουσικής της ιδιοφυΐας να μην παρασύρουν ούτε τους φίλους του είδους.

Για δύο ώρες η «Vocal Jazz Top...με την ελληνική ψυχή» Elisabeth Kontomanou, όπως έλεγε και η αφίσα της συναυλίας, στάθηκε στο ύψος της jazzy βιρτουοζιτέ, μακριά από κορόνες εντυπωσιασμού και με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων –κάτι που φάνηκε στο υπέροχο encore των “Summertime” και “Everytime We Say Goodbye”. Όμως η μουσική δεν περπάτησε... Οι δρόμοι τού συγκλονίζειν και συγκλονίζεσθαι επιθυμούν και ανάλογους οδηγητές.

Φωτογραφίες: Nikos Z

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured