Αν με ρωτούσε κάποιος για ποιες συναυλίες έχω μετανιώσει που δεν έχω πάει, θα έλεγα για την πρώτη επίσκεψη των Pixies στο Ρόδον και για το διπλό live (στον ίδιο χώρο) των Suicide και Band Of Holy Joy. Αν και τα τρία σχήματα κατέχουν περίοπτη θέση στη δισκοθήκη μου, ομολογώ πως σπάνια πια θα επέλεγα να ακούσω κάποιο από αυτά. Τώρα, τι με οδήγησε να παρακολουθήσω την κυριακάτικη συναυλία των Band Οf Holy Joy στο Tiki, δεν μπορώ να πω ακριβώς... Ίσως η περιέργεια για το πώς θα ακούγονται ύστερα από 25 χρόνια, ίσως η πιθανότητα συναντήσεων με παλιούς φίλους, ίσως η νοσταλγία, ίσως, ίσως…
Γύρω στις 21:00 την Κυριακή το βράδυ, υπήρχε μια σχετική ουρά και μια κάποια αγωνία έξω από το Tiki. Ο χαμός που έγινε πρόσφατα στον ίδιο χώρο με τον Steve Wynn δεν θα ήθελα να επαναληφθεί, μιας και το στριμωξίδι δεν είναι και από τα καλύτερά μου (για τους διοργανωτές δεν ισχύει το ίδιο βέβαια). Ευτυχώς, τα 130 εισιτήρια, μαζί με τις απαραίτητες προσκλήσεις, μοιάζανε ιδανικά για έναν τέτοιο χώρο, έτσι ώστε να μπορούμε όλοι να παρακολουθούμε και να απολαμβάνουμε τη συναυλία.
Όσο περνούσε η ώρα, το Tiki γέμιζε με κόσμο –και με ανυπομονησία. Ο Johny Brown εμφανίστηκε στη σκηνή ακριβώς στις 22:30, χαμογελαστός και με μία μπύρα στο κάθε του χέρι. Μια κιθάρα, ένα μπάσο, ένα βιολί και τύμπανα θα πλαισίωναν τη φωνή του, με μοναδικό μέλος από την αρχική σύνθεση της μπάντας τον βιολιστή Karel Van Bergen. Για το ξεκίνημα, οι Band Of Holy Joy επέλεξαν το “Punklore”, ένα αρκετά ρυθμικό κομμάτι από το 2008, που έτυχε αμέσως της αποδοχής του κοινού. Όσο για μένα, κατάλαβα πως όσα ήξερα για εκείνους θα έπρεπε να τα ξεχάσω: ο ήχος τους έχει γίνει πιο τραχύς και πιο γήινος, ενώ η απουσία του ακορντεόν ή κάποιου είδους πλήκτρων νιώθω πως έχει αφαιρέσει αρκετά από τον avant-garde ήχο του παρελθόντος.
Όμως η συνέχεια δεν μου αφήνει περιθώρια για περισσότερες σκέψεις, μιας και ήρθε η σειρά για ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχουν γράψει, το “Real Beauty Passed Through”. Ο Johny Brown είναι, απλά, συγκλονιστικός. Είναι ένας καλλιτέχνης που εκφράζεται με θεατρικότητα και για να τραγουδήσει δεν διστάζει να μαζέψει τους στίχους του από τα πιο βαθιά και σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του. Στο πίσω μέρος της σκηνής, ένας προτζέκτορας προβάλει εικόνες, πότε ασπρόμαυρες, πότε σέπια: ένας άνδρας περπατά μόνος σε ένα δάσος. Καρέ-καρέ το δάσος γίνεται πόλη και τα δέντρα μετατρέπονται σε αυτοκίνητα. Η μοναξιά του άνδρα παραμένει η ίδια.
Τα τραγούδια χτίζονται σιγά-σιγά, για να καταλήξουν σε ένα ολοκληρωτικό κρεσέντο φωνής και οργάνων. Ο Johny Brown αρχικά ψιθυρίζει τους στίχους και τελειώνει ουρλιάζοντας. Έχει την αύρα του ανθρώπου που έχει δώσει στο παρελθόν πολλές μάχες με τους εφιάλτες, τις απώλειες και τις προσωπικές του ήττες. Μάχες τις οποίες, αν κρίνω από τα χαμόγελά του στα κενά ανάμεσα στα τραγούδια, έχει κερδίσει. Το να τον παρακολουθείς είναι έτσι κάτι το θεσπέσιο: η ερμηνεία του είναι τόσο αληθινή, ώστε προκαλεί αναστάτωση. Όταν δε η φωνή του έχει στο πλάι της τις μελαγχολικές μελωδίες από το βιολί του Van Bergen, τότε το πράγμα σοβαρεύει πολύ.
Τελικά ο νέος ήχος των Band Of Holy Joy μου άρεσε πολύ, όπως επίσης μου άρεσαν και τα καινούργια τους τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι πως οι δύο κορυφαίες στιγμές της βραδιάς ήταν το νέο τους single “Oh What A Thing This Heart Of Man” και η ερμηνευτική απαγγελία του ακυκλοφόρητου “The Repentant”.
Το μεγαλύτερο βέβαια στοίχημα για ένα συγκρότημα το οποίο αποφασίζει να ακολουθήσει διαφορετικά ηχητικά μονοπάτια από εκείνα του παρελθόντος, είναι να καταφέρει να προσαρμόσει το παλιότερο υλικό του στον καινούργιο του ήχο. Πάνω σ’ αυτό νιώθω πως οι Band Of Holy Joy έχουν ένα θέμα. Για παράδειγμα, το “Fishwives”, ένα από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια τους, δεν έτυχε της καλύτερης μεταχείρισης. Η αρχική ενορχήστρωση με το «ψεύτικο» αρμόνιο του έδινε μια εφιαλτική μαγεία, κάτι που, όσο και να προσπαθούσε το βιολί, δεν μπορούσε να υποστηρίξει. Έτσι, αν και θα μπορούσε δικαιωματικά να αποτελεί το highlight της βραδιάς, ήταν τελικά απλώς ένα ακόμη καλό κομμάτι του σετ. Το ίδιο συνέβη και με τις περισσότερες επιλογές της προ-1993 εποχής τους, όπως το “Tactless” και το “Who Snatched The Baby”.
Παρόλα αυτά, τα “Capture My Soul”, “Cold Blows The Wind” και “There Is A Bluebird On My Shoulder” (από τη νέα περίοδο του συγκροτήματος), έδειξαν ότι οι Band Of Holy Joy άλλαξαν, εξελίχθηκαν και –ευτυχώς– εξακολουθούν να παραμένουν σπουδαίοι. Το παρόν τους δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το παρελθόν τους. Και ο Johny Brown, μετά από τόσα χρόνια, εξακολουθεί να σκαρώνει εξαιρετικές ιστορίες και να τις τραγουδάει μ’ έναν τρόπο αληθινό, παραμένοντας πιστός σύντροφος σε όσους τον πίστεψαν κι εξακολουθούν να τον πιστεύουν.
Φωτογραφίες: Nikos Z