Σαν μία όχι πολύ ήσυχη βραδιά αυτοδιαφημιζόταν μέσω του δελτίου τύπου η νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου στη Knot Gallery, αλλά τελικά μόνο σε μερικές στιγμές επαληθεύτηκε κάτι τέτοιο. Και αν το εν λόγω δελτίο μιλούσε για την υψηλή θορυβοποίηση, εγώ περίμενα η λέξη «ανησυχία» να εκφράζει τις δομές των τριών καλλιτεχνών που μετείχαν. Αυτό δεν συνέβη σε κάθε περίπτωση, σαφώς πάντως το πάθος αναδείχθηκε σε κοινό παρονομαστή όλων των σχημάτων.

Η παρέλαση των συγκροτημάτων ξεκίνησε στις 9+, μπροστά σε ένα κοινό το οποίο, πάνω-κάτω, ήταν ίδιο σε αριθμό αλλά και σε πρόσωπα με το κοινό που έχουμε δει να τιμά συναυλίες της Knot Gallery τον τελευταίο καιρό –για παράδειγμα εκείνη των Ashtray Navigations. Γεγονός που προβληματίζει. Διότι για πόσο καιρό θα συντηρούν οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι τα live, πριν καταλήξει η κατάσταση σαν κι εκείνη του Μικρού Μουσικού Θεάτρου –όπου, από ένα σημείο και πέρα, δεν ανανεωνόταν το κοινό των αυτοσχεδιαστικών gigs, δημιουργώντας έτσι αυτονόητα προβλήματα στις όποιες σκέψεις για μετακλήσεις σημαντικών ονομάτων από το εξωτερικό.

Αρχή λοιπόν με τους δικούς μας Xysm και αμέσως διαπιστώνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μία πολύ σωστή ηχοληπτική διάσταση μέσα στον χώρο. Αναγκαία θα μου πείτε για οποιαδήποτε μπάντα, ειδικότερα όμως στην περίπτωση των Xysm γίνεται απαραίτητη, γιατί στέκονται σε κύκλο χωρίς να αντικρίζουν ουσιαστικά το κοινό. Έτσι παρουσιάζονται και δεν κατάλαβα αν πρόκειται για επιλογή στηριζόμενη σε ασυνείδητη εσωστρέφεια ή για εσκεμμένη άποψη πάνω στη λογική του αυτοσχεδιασμού. Το ύφος που θέλουν να παρουσιάσουν, όπως τουλάχιστον λένε οι ίδιοι, έχει να κάνει με τη free jazz, τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, τον θόρυβο και το post rock. Ξεπερνάω το προτελευταίο ως ανεπαίσθητη εφηβικότητα (όχι μόνο επειδή δεν έχουν στοιχεία noise, αλλά επειδή είναι λάθος ως μουσική αναφορά) και έρχομαι στο τελευταίο, που σαφώς αποτελεί αναφορά για τα 2/4 της μπάντας –όσους χειρίζονται δηλαδή μηχανές και ιδιοκατασκευές. Και το κατέχουν το είδος των επικαλυπτόμενων ηχητικών πεδίων: με επιτυχία πολλές φορές δημιούργησαν μελωδίες και αρμονίες μέσα από συγκρουόμενες επιφάνειες ήχου.

Το πρόβλημα, για μένα, εντοπίζεται στη συνύπαρξη με τους άλλους δύο χειριστές οργάνων στη μπάντα, οι οποίοι και λειτουργούν σε σοπράνο σαξόφωνο και ντραμς. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την εκτελεστική δεινότητα των τελευταίων –αντιθέτως, φαίνεται να γνωρίζουν καλά τις ηχοτροπίες των οργάνων τους. Δύο είναι τα κατά τη γνώμη μου σημαντικά ζητήματα. Το ένα, έχει να κάνει με τις ενορχηστρώσεις. Το δίπολο ένταση/χαμήλωμα επαναλήφθηκε κυκλικά παραπάνω από δύο φορές, αφαιρώντας έτσι το στοιχείο της έκπληξης. Δεν είναι ούτε στο post rock αλλά ούτε και στη free jazz το μοναδικό μονοπάτι, για την ακρίβεια έχει κουράσει χρόνια τώρα. Το δεύτερο ζήτημα έγκειται στην οδό αυτοσχεδιασμού όπου έχουν επιλέξει –ειδικότερα ο σαξοφωνίστας– να βαδίζουν. Καλυμμένη από το 1971 και τους υπερεδαφικούς δίσκους των Art Ensemble Of Chicago, βρίσκω τη διαδρομή πεπερασμένη για τα σημερινά ώτα. Από τότε ο αυτοσχεδιασμός έχει διανύσει πολλά μονοπάτια. Και, όσο σωστή στις δόσεις της και αν ακούγεται αυτή η 1970s free jazz, εντούτοις παραμένει ειπωμένη. Παρόλα αυτά, η μπάντα έχει δυνατότητες (μάθαμε μάλιστα ότι είναι η πρώτη της εμφάνιση).

Ο λόγος στη συνέχεια ανήκε στους Blood Stereo, οι οποίοι, μακριά πια από τα κροταλίζοντα και βρυχώμενα παρελθοντικά τους έτη (και δισκογραφήματα), τραβούν πλέον σε τελείως διαφορετικές ρότες –αναμοχλεύοντας τον λόγο με τελείως διαφορετική οπτική. Δεν υπάρχουν πια ουρλιαχτά, μα ένας συσκεπτόμενος τρόπος εκφοράς που θυμίζει την αγκομαχούσα γραφομηχανή του Burroughs, μιας και είναι πασιφανές ότι λειτουργούν πάνω σε δικά του λεκτικά πονήματα, με τη θεωρία του cut-up. Το ιδιαίτερο στην περίπτωσή τους είναι ότι δεν φοβούνται τη σιωπή. Έχοντας παρακολουθήσει δεκάδες ομότεχνους τους, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η σιωπή και το κενό είναι ερημοχαράδρες τις οποίες φοβούνται οι αυτοσχεδιαστές κι έτσι συνεχώς χτυπούν, πιέζουν ηχογενή αντικείμενα. Είναι ένας δρόμος που χρειάζεται μεγάλη ηρεμία για να διαβείς, αλλά είναι φανερό ότι οι Blood Stereo γνωρίζουν καλά τις κακοτοπιές. Δεν φοβούνται το αναπάντεχο, ενώ, την ίδια στιγμή, παίζουν με τον παράγοντα του τυχαίου ως εκεί που ορίζουν –και ας φαίνεται το αντίθετο.

Ο Dylan Nioukis έχει πολλάκις δοκιμάσει τον ήχο που έβγαζε δεξιά του η σιδερένια επιφάνεια, όταν τη λίμαρε. Ακόμα όμως και αν συμβεί το αναπάντεχο, όπως είπα, δεν φοβάται την καταρράκωση του προφίλ του πειραματιστή –είναι πολύ χαλαρός μέσα σε αυτό το πετσί. Φάνηκε εξάλλου και από τη συμπεριφορά του προς την κόρη του, η οποία περιφερόταν στη Knot Gallery, ρωτώντας τους γονείς της διάφορα ενώ εκείνοι έπαιζαν. Πότε ο λόγος του ήταν καθησυχαστικός, πότε αυστηρός, πότε αστείος. Τα παραπάνω φαίνεται ωστόσο να μην τα συμμερίστηκε μια μερίδα του κοινού, η οποία θεώρησε ότι η κορύφωση των μέσων των Blood Stereo ήρθε στα πρώτα 5 λεπτά της performance τους, ενώ συνέβη ακριβώς το αντίθετο –μιας και, στον απέναντι πόλο παλαιότερων λογικών τους, κορύφωσαν με ελλειπτικότητα και όχι με έκρηξη.

Κατόπιν, έγινα μάρτυρας ενός από τους πλέον παθιασμένους ντράμερ που έχω δει τα τελευταία χρόνια, καθώς ανέβηκε το ντουέτο των Jooklo Duo στη σκηνή. Ο David Vanzan είναι από μόνος του ένας πλανήτης ήχου καθώς σείει τη μπατερί του προσπαθώντας φανερά να απομυζήσει ό,τι αυτή μπορεί να του δώσει. Στον αντίποδα –και με εξίσου εκρηκτικό ξεκίνημα– βρίσκεται η Virginia Genta, η οποία ακολούθησε μια λογική στο τενόρο σαξόφωνο που, προσωπικώς και σε συναυλιακό επίπεδο, με κουράζει αν δεν με κάνει να βαριέμαι. Ξεκινώντας επιθετικά, εξάντλησε πολύ γρήγορα τα δομικά στοιχεία των γραφημάτων της με αποτέλεσμα έπειτα να καταφύγει σε μία παλέτα ήχων προερχόμενων από τη φαρέτρα της. Δηλαδή σε μελόντικα (παλαιά και παιδική οδός), σε μερικά φωνητικά και σε ένα άλλο πνευστό βουκολικής φύσης. Μη δίνοντας τη βεβαιότητα ότι ξέρει εκτός από (μεσαίας περιοχής) κλαγγές του σαξοφώνου της να γεμίσει τον χρόνο που άπλετα και συνεργατικά της έδινε ο κυμβαλοφόρος συνεργάτης της.

Όλα αυτά στην πρώτη σύνθεση που ακούσαμε από τους Jooklo Duo. Στη δεύτερη, η Genta μετακινήθηκε πίσω από τις πλάτες μας και έπαιξε πιάνο ενώ ο Vanzan φλάουτο, παρουσιάζοντάς μας μια πραγματικά όμορφη σύνθεση, η οποία ακουμπούσε σχεδόν στον χώρο της acid folk, βάζοντας μας τελικά σε απορία για το ποια ακριβώς είναι η ταυτότητα της μπάντας. Διότι δεν υπήρχε κάτι, πέρα από τις μορφές των εκτελεστών, το οποίο να δένει τα δυο ιχνογραφήματα. Δεν ομιλώ για ταμπέλες, αλλά φαντάζομαι ότι, άμα πάει κάποιος να δει τον Evan Parker και αυτός μετά από ένα καταιγιστικό σόλο παίξει ένα ωραιότατο φλαμέγκο, κάποιες απορίες θα τεθούν, σωστά;

Το κοινό βέβαια δεν συμμερίστηκε καθόλου τις δικές μου αντιρρήσεις και χειροκρότησε πολύ θερμά τους Jooklo Duo. Έκανα το ίδιο, αλλά μόνο για το κομμάτι που αφορά τον ντράμερ και τη γενικότερη αμεσότητα της μπάντας. Από την άλλη, παρατηρώντας τους πλέον ένθερμους χειροκροτητές, διαπίστωσα ότι επρόκειτο για ηλικίες κάτω των 27. Τις οποίες και σαφώς κέρδισαν, λόγω της προαναφερθείσας αμεσότητας που εξέπεμπαν. Έχω πάντως την εντύπωση ότι, με λίγο μεγαλύτερη πείρα σε live διαδρομές αυτοσχεδιασμού, τέτοια χειροκροτήματα θα ήταν πιο ψύχραιμα.

Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured