Όσοι βρέθηκαν στο Gagarin την Κυριακή, πολέμησαν σώμα με σώμα για να δουν τους Accept. Κυριολεκτώ. Δεν ήταν συναυλία, μα μάχη. Μάχη για να σταθείς κάπου, για να βλέπεις έστω και από μια γωνίτσα ένα κεφάλι, ένα κομματάκι της σκηνής. Προσωπικά, δεν έχω ξαναδεί το Gagarin να κατακλύζεται έτσι από κόσμο –περιττό να κάνω λόγο για sold out.
Είχε τόσο κόσμο, ώστε οι εσωτερικές πόρτες δεν κλείνανε. Ο πορτιέρης το προσπάθησε μια-δυο φορές και τελικά, βλέποντας το μάταιο της απόπειρας, όρθωσε δύο πυροσβεστήρες δεξιά κι αριστερά και τις άνοιξε διάπλατα. Καλά έκανε. Γιατί και τον απαραίτητο αέρα έδωσε σε όσους είχαν στοιβαχτεί στις πίσω σειρές, συμβιβαζόμενοι με το ότι θα έβλεπαν μόνο τα κεφάλια των Γερμανών, αλλά και τον ήχο χάρισε σε όσους δεν μπορούσαν καν να μπουν στον χώρο και βολεύτηκαν στο φουαγιέ, παρακολουθώντας τη συναυλία από τις δύο οθόνες εκεί –παρεμπιπτόντως, η αριστερή ως προς την είσοδο έχει χειρότερη εικόνα από τη δεξιά, κάτι συμβαίνει και θαμπώνουν τα χρώματα. Τι αστείο, αναλογίστηκα, αν σκεφτεί κανείς πόσα «No Udo, No Accept» είχαν ειπωθεί όταν ανακοινώθηκε ότι οι Γερμανοί θα συνέχιζαν με τραγουδιστή τον Mike Tornillo. Ένα άλμπουμ και μισή περιοδεία πήρε στον Αμερικανό και όχι μόνο τον κόσμο των Accept κέρδισε, μα τους κατέστησε ξανά υπολογίσιμη μεταλλική δύναμη.
Δεν αποφεύχθηκε η συζήτηση για υπεράριθμους. Δεν επιθυμώ να πάρω θέση σε κάτι τέτοιο, δεν γνωρίζω τη χωρητικότητα του Gagarin και το πόσα εισιτήρια διατέθηκαν –και δεν μου αρέσει να μιλάω για πράγματα τα οποία δεν ξέρω. Ομολογώ πως η εικασία έμοιαζε λογική αν έβλεπες το τι γινόταν σε πλατεία και εξώστη και αν έχεις ξαναζήσει sold out στο Gagarin –προσωπικά αναρωτήθηκα, μάλιστα, γιατί όχι ένας μεγαλύτερος χώρος με τέτοια κοσμοσυρροή. Ωστόσο, έχω να δηλώσω πως κανείς δεν δυσανασχέτησε: ακόμα και οι πίσω σειρές του έδωσαν και κατάλαβε σε ιαχές και χειρονομίες, ανταποκρινόμενες δίχως ξενέρα στα από σκηνής καλέσματα των Accept, ενώ στο τέλος έβλεπες μονάχα ικανοποιημένα πρόσωπα να βγαίνουν προς την έξοδο. Ναι, είχε στριμωξίδι και περιορισμένη ορατότητα για πολλούς, ναι, χύθηκε πολύς ιδρώτας, ναι, στις πρώτες σειρές έγινε το έλα να δεις με συνεχείς απόπειρες crowd surfing και ναι, είναι πιο εύκολο να διασχίσεις τη Στουρνάρη επέτειο Πολυτεχνείου από το να προσπαθούσες να φτάσεις στα μπαρ και στις τουαλέτες την Κυριακή το βράδυ. Όμως τελικά άλλα πράγματα είχαν περισσότερη σημασία.
Στα της συναυλίας τώρα, το άνοιγμα το έκαναν οι Inner Wish και το έκαναν καλά. Δεν τους είδα από την αρχή, καθώς κυνήγαγα τον Tornillo στο ξενοδοχείο του και κατόπιν στα καμαρίνια για μια συνέντευξη που τελικά ποτέ δεν κάναμε δια ζώσης (η Βανέσα Χριστοδούλου το προσπάθησε πολύ και την ευχαριστώ και δημόσια). Είδα πάντως αρκετά για να παραδεχτώ ότι μπορεί η μουσική τους να μη μου λέει τίποτα, όμως οι συντοπίτες μας δεν ήρθαν εκεί για «ζέσταμα»: ήρθαν να δώσουν τη δική τους συναυλία και αυτό έκαναν, στεκούμενοι άξια πάνω στη σκηνή –όπως άξια στάθηκε και ο νέος τους ντράμερ, Φραγκίσκος Σαμοΐλης. Είναι παλιός Αβοπολίτης, αλλά δεν το λέω για αυτό: έπαιξε παθιασμένα και ταυτόχρονα ουσιαστικά. Ο κόσμος υπήρξε πολύ θερμός μαζί τους και ειδικά στα “Eye Of The Storm” και “Burning Desire” δημιουργήθηκε τρελός παλμός στα μπροστινά τμήματα της σκηνής, μα και σε θύλακες του εξώστη.
Αφού κατέβηκαν οι Inner Wish, ένα πανό με πυραύλους κάλυψε το πίσω μέρος της σκηνής και ώρα 21.00 εκτοξεύτηκαν. Γιατί οι Accept έλαβαν θέσεις μάχης και ήταν λες και εξαπέλυσαν εκείνους τους πυραύλους πάνω μας, σε κάθε πιθανό συνδυασμό εδάφους-αέρος. Το τελευταίο άλμπουμ Blood Of The Nations είχε ασφαλώς την τιμητική του, στο δίωρο ωστόσο σετ ακούστηκαν και τα αναμενόμενα «greatest hits», με το “Balls To The Wall” να καραδοκεί υπομονετικά ως το encore, για να στεφανώσει την εμφάνιση των Γερμανών. Ο Mike Tornillo γρύλιζε σαν λυσσασμένος φορτηγατζής αποτελώντας την εστία της ωμής δύναμης των Accept, την οποία τροφοδοτούσαν σταθερά τα τύμπανα και κατεύθυναν καταπάνω μας με ακρίβεια τα ηλεκτρισμένα τους ριφ.
Ο άνθρωπος έχει πάρει τη μπάντα πάνω του και κάνει εξαιρετική δουλειά. Τα τραγούδια του Blood Of The Nations τα ακούς live όσο καλά τα ακούς και στον δίσκο και προσωπικά απόλαυσα και πάλι τα “Beat The Bastards” και “The Abyss” –κάτι λέει αυτή μου η παρατήρηση και για τον ήχο, επίσης.
Αλλά εκεί που ο Tornillo κέρδισε ολοκληρωτικά το παιχνίδι, είναι όταν αναμετρήθηκε με τη βαριά κι ασήκωτη κληρονομιά του Udo: δεν τραγουδάει απλώς καλά κομμάτια σαν το “Restless And Wild”, το “Breaker” (ειδικά σε αυτό έχει εμφανώς ρίξει κάμποση δουλειά), ή το “Princess Of The Dawn”, μα τα έχει κάνει δικά του –κρατώντας το πνεύμα του Udo, μα μπολιάζοντάς το με εκείνη την προσωπική του, α-λα-AC/DC, προσέγγιση. Μόνο στα “Metal Heart” και “Son Of A Bitch” πεθύμησα τον Udo, ωστόσο δεν νομίζω ότι πλέον θα μπορούσε να τα βγάλει κι ο ίδιος καλύτερα από τον Tornillo.
Το βρώμικο, μη πολιτικώς ορθό και αλητήριο heavy metal των Accept απέδειξε στη σκηνή του Gagarin την Κυριακή ότι είναι όσο ζωντανό ήταν και στη δεκαετία του 1980 –κι ας έχουμε ακούσει άπειρο metal από τότε, σε πολλές συναρπαστικές νεοτερικές και πιο πολυσυλλεκτικές διαδρομές. Αυτοί, οι Saxon και οι Motοrhead (και οι AC/DC, από ένα πιο hard rock μετερίζι) είναι ίσως οι μόνες μπάντες εκεί έξω που μπορεί να σου παίζουν το ίδιο βασικά πράγμα επί 30 χρόνια, με μικρές παραλλαγές εδώ κι εκεί, και να μην το βαριέσαι. Ποτέ.
Φωτογραφίες: Αρετή Σταυροπούλου