Φωτογραφίες: Nikos Z
Όλο ανατροπές ήταν η περασμένη Πέμπτη όσο περνούσαν οι ώρες. Και, φυσικά, η συναυλία των Buena Vista Social Club δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, αναιρώντας τη λαϊκή ρήση που θέλει την «καλή μέρα» απ’ το πρωί να φαίνεται. Εντελώς διαφορετικά τα είχα φανταστεί όλα, και έτσι, όταν η μία έκπληξη διαδεχόταν την άλλη, πείστηκα ότι τίποτα δεν θα ήταν τελικά όπως το είχα χτίσει στο μυαλό μου.
Νόμιζα λ.χ. ότι το κοινό που θα αντίκριζα στο live θα ήταν μικρό σε αριθμό και μεγάλο σε ηλικία –παρόλο που η κουβανέζικη μουσική έχει διαδοθεί αρκετά και στην Ελλάδα, αναγνωριζόμενη ως ένας ευχάριστος τρόπος να ξεσκάσει κανείς χορεύοντας. Αναρωτήθηκα, όμως, ποιος θα ξεσηκωθεί να πάει μέχρι τον Ταύρο –ειδικά καθημερινή, με όλη την κούραση της δουλειάς στην πλάτη– αλλά και μια τεμπέλικη Παρασκευή να περιμένει για το κλείσιμο της εβδομάδας. Διαψεύστηκα στις εικασίες μου, αφού, ήδη από τις 9 παρά, ο κόσμος στον δρόμο προς το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ήταν πολυπληθής και το ηλικιακό εύρος εκτεινόταν από 4 έως 84 ετών! Φτάνοντας στον Ταύρο βρέθηκα ξανά προ εκπλήξεως: η αίθουσα που είχα πλάσει στο κεφάλι μου μεταμορφώθηκε σε έναν βιομηχανικό χώρο, ο οποίος παρέπεμπε περισσότερο σε ροκ συναυλία, παρά στην εμφάνιση Λατίνων μουσικών.
Οι Buena Vista Social Club βγήκαν στη σκηνή κατά τις 10, λίγο πριν γεμίσει ο συναυλιακός χώρος, παίζοντας το “El Carretero”. Ο ενθουσιασμός του κόσμου υπήρξε έκδηλος και συνεχίστηκε σε όλα τα πρώτα, και όχι και τόσο γνωστά, κομμάτια. Η έλλειψη καθισμάτων δεν φάνηκε να ενοχλεί κανέναν, αφού όλοι λικνίζονταν στους ρυθμούς της μπάντας ασταμάτητα –δεν θα ξεχάσω μάλιστα ένα ζευγάρι 75άρηδων λίγο πιο μπροστά, να χορεύουν σάλσα με πάθος εφήβων! Ο κιθαρίστας των Κουβανών δεν σταμάτησε να ευχαριστεί τον κόσμο τόσο στα Ισπανικά και στα Αγγλικά, όσο και στα Ελληνικά, λέγοντας ότι «μας αγαπάει πάρα πολύ». Ο χορός συνεχίστηκε για περίπου μιάμιση ώρα και την παράσταση έκλεψαν (όπως ήταν αναμενόμενο) το “Candela” και το “Pueblo Nuevo” και βέβαια το “Chan Chan”: το έδαφος του Ιδρύματος σείστηκε στην ανακοίνωσή του και σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι το τραγουδήσανε μαζί με τους Buena Vista Social Club –ακόμα κι αν δεν ήξεραν τι λένε οι ισπανικοί στίχοι, ακόμα κι αν τους πρόφεραν τελείως λάθος. Η 10λεπτη περίπου εκδοχή του “Cuarto De Tula” πιο μετά, που συμπεριλάμβανε και την παρουσίαση των μουσικών, ενθουσίασε αρκετά τον κόσμο, ο οποίος ζητούσε ξανά και ξανά την συνέχεια του live, παρόλο που η μπάντα δεν είχε δείξει ότι θα αποχωρούσε, έχοντας άλλωστε συμπληρώσει μόνο 60 λεπτά στη σκηνή. Πράγματι, οι Κουβανοί έπαιξαν για περίπου μισή ώρα ακόμα, που φάνηκε να κυλά σα νερό, χωρίς πάντως να ξεδιψάσει στο μέγιστο βαθμό το κοινό.
Δεν μου έκανε εντύπωση μόνο η ζωντάνια των μουσικών την ώρα του live –που μπορεί να μην είναι πια παιδιά, μα σίγουρα αισθάνονται έτσι– αλλά και η απουσία από τη setlist γνωστών διασκευών, χάρη στις οποίες γνώρισαν παγκόσμια καταξίωση, όπως λ.χ. το “Clocks” και το “Still Haven’t Found What I’m Looking For”. Για την αθηναϊκή τους τουλάχιστον εμφάνιση, οι Buena Vista Social Club προτίμησαν να στηριχτούν στις αμιγώς δικές τους δυνάμεις και πολύ σοφά έπραξαν, αφού ο κόσμος φάνηκε να το ευχαριστιέται. Ο άθλιος εξαερισμός στον χώρο, αλλά και το ταξίδι –στην κυριολεξία– της επιστροφής στάθηκαν τα μόνα μελανά σημεία της βραδιάς. Δεν κατάφεραν όμως να μου χαλάσουν τη διάθεση: ακόμα και όταν γύρισα τελικά στον Νέο Κόσμο, ο νους μου συνέχισε την περιπλάνησή του στα στενά της Αβάνας…