Φωτογραφίες: Χρήστος Δουκάκης (Αθήνα), Στέργιος Κοράνας (Θεσσαλονίκη)
6 D.O.G.S., 12/11
του Χρήστου Δουκάκη
Η βροχερή Παρασκευή του Νοέμβρη αποτέλεσε ιδανικό σκηνικό για τη ζωντανή εμφάνιση των πολλά υποσχόμενων Blueneck από το Μπρίστολ, σε ένα post-rock event που υπήρξε η καταλληλότερη ψυχολογική προθέρμανση για την πολυαναμενόμενη εμφάνιση των «μπαμπάδων» του είδους Godspeed You! Black Emperor, σε περίπου έναν μήνα.
Στις προβλέψεις μου για το πόσοι θα προσέρχονταν στους Blueneck έπεσα έξω, αφού το 6 D.O.G.S. κατάφερε να μαζέψει αρκετό κόσμο –αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά την αμέριστη αγάπη του ελληνικού κοινού για το post-rock είδος, αρκετά χρόνια μετά την έκρηξη και ακμή του.
Πρώτοι ανέβηκαν στη σκηνή οι δικοί μας Cinekod, περίπου στις 21:45. Οι οποίοι κατάφεραν, στα σχεδόν 40 λεπτά της εμφάνισής τους, να αποδείξουν ότι έχουν λόγο ύπαρξης μα και θέση στο εγχώριο post-rock στερέωμα. Το τρίο (κιθάρα, μπάσο, ντραμς) προσπάθησε δίχως φανφάρες, και παρά το χαμηλό του προφίλ, να κρατήσει το ενδιαφέρον μας με το χαρακτηριστικό του shoegaze post-rock. Και το κατάφερε με το παραπάνω, αφού το υλικό από το δεύτερο, ολόφρεσκό τους άλμπουμ (του οποίου μάλιστα η κυκλοφορία συνέπεσε εκείνη την ημέρα) και ψυχή διαθέτει, αλλά και μια ξεχωριστή άποψη, με βασικό χαρακτηριστικό τις μεστές μελωδίες και τις ασυνήθιστες για το είδος 3-4λεπτες συνθέσεις. Στα θετικά της εμφάνισής τους και ο εξαιρετικός ντράμερ, που συνέβαλε κατά πολύ στο τελικό αποτέλεσμα με το επιβλητικό του παίξιμο.
Καθώς πλησίαζε η ώρα των Blueneck, η θερμοκρασία είχε ανέβει αισθητά μέσα στον χώρο. Και γιατί το 6 D.O.G.S είχε πλέον σχεδόν γεμίσει, κυρίως όμως λόγω του ανεπαρκούς εξαερισμού. Αντίστοιχο φαινόμενο είχε παρουσιαστεί και στη συναυλία των Future Islands πριν από λίγο καιρό και, όπως και τότε, η κατάσταση άρχισε να γίνεται υποφερτή μόλις λίγο πριν τη λήξη του event. Και τα προβλήματα δεν τελείωναν εδώ: οι πέντε μαντράχαλοι από το Μπρίστολ μόλις και μετά βίας χωρούσαν πάνω στην περιορισμένων διαστάσεων σκηνή του club και η δυσφορία τους –ιδιαίτερα του frontman Duncan Attwood– υπήρξε εμφανής. Δυσχερειών συνέχεια με τον ήχο, που, κυρίως στα χαμηλά, παρουσίαζε φαινόμενα συντονισμού, με αποτέλεσμα ένα έντονο τρίξιμο το οποίο «χαλούσε» το κατά τ’ άλλα αποδεκτό ηχητικό αποτέλεσμα. Αφού πάντως παρακάμψα(μ)νε τα παραπάνω προβλήματα –αδικαιολόγητα ειδικά στη ΔΝΤ εποχή την οποία διανύουμε– οι Blueneck κατάφεραν και έδωσαν το 100% της ενέργειας και διάθεσής τους, αφήνοντάς μας μ’ ένα αξιομνημόνευτο live.
Στο 75λεπτο σετ τους, οι Βρετανοί παρουσίασαν κομμάτια τόσο από το ντεμπούτο τους, όσο από τον τελευταίο τους δίσκο, ενώ δεν παρέλειψαν να ερμηνεύσουν 1-2 στιγμές από το τρίτο τους άλμπουμ, που βρίσκεται στα σκαριά για τις αρχές του 2011. Το μεγαλύτερό τους όπλο αποτελούν οι ίδιες οι συνθέσεις τους, καθώς ξεφεύγουν από τα στενά post-rock πλαίσια, με τα παραδοσιακά ξεσπάσματα να περιορίζονται συχνά για χάρη της ανάδειξης των μελωδιών. Ακόμα, η προσθήκη φωνητικών σε αρκετά κομμάτια μετατρέπει το τελικό ακρόαμα σε κάτι πολύ πιο προσιτό και μάλλον ιδανικό για ζωντανές εμφανίσεις. Ανάμεσα σε όσα τραγούδια ξεχωρίσανε βρισκόταν το α-λα-Sigur Ros “Lilitu”, με τα εξαιρετικά πλήκτρα και την παραπονιάρικη –σχεδόν εύθραυστη– φωνή του Attwood, και το “Oig” με τα ματωμένα ριφ και την απρόσμενη κορύφωση.
Συνολικά, και λαμβάνοντας υπόψη τις κάκιστες συνθήκες κάτω από τις οποίες έπαιξαν, οι Blueneck στάθηκαν παραπάνω από αντάξιοι των περιστάσεων. Πάλεψαν με τα προαναφερθέντα κενά, δικαίωσαν όσους τους αποκαλούν σωτήρες του post-rock και μας χάρισαν ορισμένα από τα καλύτερα συναυλιακά λεπτά του φετινού χειμώνα.
Γαία, 13/11
του Στέργιου Κοράνα
Το Σαββατόβραδο στη Γαία είχαμε την ευκαιρία να δούμε ζωντανά τους Βρετανούς Blueneck, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως το «κρυμμένο μυστικό» της post-rock σκηνής –κι απ’ ό,τι φάνηκε όχι άδικα. Δυστυχώς, λόγω του συναυλιακού φόρτου των τελευταίων ημερών, δεν μπόρεσα να παραβρεθώ αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα να χάσω το support συγκρότημα –τους Dayend. Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτή μου την ατασθαλία από τη μπάντα και τους αναγνώστες, αλλά δυστυχώς ήταν πέραν των δυνάμεών μου...
Οι Blueneck βγήκαν στη σκηνή δέκα λεπτά μετά τη μία και ξεκίνησαν να παίζουν χωρίς πολλά-πολλά, δίνοντας μια μικρή έμφαση στην τελευταία τους δουλειά. Όταν είδα τρεις κιθάρες επί σκηνής είναι αλήθεια ότι ανησύχησα λίγο –μιας και συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει ένας κορεσμός από κιθαριστικά σόλο και κάπου νιώθει κανείς να μπουκώνει. Όμως τα παιδιά από το Μπρίστολ ξέρουν πρώτα απ’ όλα να λειτουργούν ομαδικά. Μόνο ένας έπαιζε lead κάθε φορά και οι άλλοι δυο ρυθμό και πάντα πολύ διακριτικά, ούτως ώστε να μην υπερκαλύπτουν ο ένας τον άλλο. Επίσης, ο ένας από τους κιθαρίστες έπαιζε εναλλάξ και πλήκτρα, ανάλογα με τις ανάγκες των συνθέσεων.
Κατά τα άλλα, οι Blueneck έπαιξαν ως κλασική post-rock μπάντα: μακρά σόλο από όλα τα μέλη, ο καθένας με τη σειρά, και ατμοσφαιρική μουσική με έντονες δόσεις μουντών συναισθημάτων. Το συγκρότημα έκανε πολύ καλά τη δουλειά του, αφού, ακόμα κι όταν παρουσιάστηκε πρόβλημα με κάποιο μικρόφωνο, το ξεπέρασαν αυτοστιγμεί μέχρι να επέμβει τεχνικός και να δώσει μόνιμη λύση. Επίσης, είχαν το καλό ότι δεν κούρασαν καθόλου, μια και σε τέτοιου είδους συναυλίες τυχαίνει να το παρατραβήξουν και να κάνουν άσχημη κοιλιά οι μουσικοί. Συμπεριλαμβανομένου του encore, μας κράτησαν συντροφιά για μία ώρα κι ένα τέταρτο.
Από άποψη κόσμου, δεν είχαμε πολλά πράγματα. Μάλλον μόνο οι φανατικοί του post-rock παρευρέθησαν στη Γαία –συνολικά ήμασταν κάπου 90 άτομα... Πάντως ήταν όλοι ένας κι ένας, αφού η ατμόσφαιρα θύμιζε εκκλησία. Ο κόσμος ρούφηξε τις μουσικές μέχρι τελευταίας νότας και στο τέλος αποχαιρέτησε τους Blueneck μ’ ένα θερμό χειροκρότημα.
Πολύ ωραίες εντυπώσεις μου άφησε και ο ήχος της Γαίας. Πολύ μικρός χώρος μεν, ιδανικά όμως μετρημένος για ζωντανές εμφανίσεις. Ούτε περίεργα «τσιρίσματα», οι νότες του μπάσου και των τύμπανων ακούγονταν καθαρές κι όχι συγκεχυμένες και, γενικά, ξεχώριζες τα όργανα που έπαιζαν. Ένα μεγάλο μπράβο (και) στους ηχολήπτες, λοιπόν.