Φωτογραφίες: Olga K (Αθήνα), Μυρσίνη Πατακάκη (Θεσσαλονίκη)

Gagarin, 8 Οκτωβρίου

του Μάνου Μπούρα

Κατάμεστο για μία ακόμη φορά το Gagarin και για καλό λόγο: ποιος ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει μια τόσο σπουδαία μπάντα από το αγαπημένο μας παρελθόν, ειδικά όταν έρχεται για πρώτη φορά στη χώρα μας –με τριάντα χρόνια καθυστέρηση– έχοντας μάλιστα στις αποσκευές της κι ένα ολόφρεσκο άλμπουμ το οποίο είναι πραγματικά καλό; Οι Killing Joke δεν έχουν κάνει πολλά παραπατήματα στην καριέρα τους, πάντοτε σχεδόν έδιναν πολύ αξιόλογες και συνεπείς στο όνομα και τους οπαδούς τους δουλειές. Και το ίδιο εξακολουθούν να κάνουν ακόμη και σήμερα, που το γκρουπ έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου κι έχει φτάσει εδώ για να μας διηγηθεί –με όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες– τα όσα έζησε. Όποιος δε είχε δει και το προ πενταετίας DVD που είχαν κυκλοφορήσει για να γιορτάσουν τα εικοσιπέντε χρόνια καριέρας, το XXV Gathering, ήξερε ότι ακόμη και σήμερα το σχήμα θερίζει επί σκηνής.

Ειδικά μάλιστα τώρα που έχουν βρεθεί ξανά μαζί οι παλιοί φίλοι οι οποίοι και ξεκίνησαν τους Killing Joke πριν από τόσα χρόνια, τα πράγματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα και διαστάσεις. Με την αυθεντική λοιπόν σύνθεση τους απολαύσαμε το βράδυ της Παρασκευής, ήτοι Jaz Coleman στα φωνητικά, Geordie Walker στην κιθάρα, Youth στο μπάσο και Paul Ferguson στα τύμπανα. Επί σκηνής τους συνόδευσε κι ένας κημπορντίστας, ο οποίος όμως δεν έκανε αισθητή την παρουσία του: ελάχιστα έβγαινε από τα ηχεία η συνεισφορά του στον ήχο πλην διάσπαρτων εξαιρέσεων. Σε γενικές γραμμές, και για να καθαρίσουμε γρήγορα-γρήγορα μ’ αυτό, οι Killing Joke μας άφησαν άφωνους με τη δυναμική του ήχου τους, με την απίστευτη performance του Coleman και με τον ατίθασο χαρακτήρα που εξέπεμπαν τόσο οι συνθέσεις τους, όσο και το ίδιο το παίξιμο των βετεράνων μουσικών.

Από την αρχή της συναυλίας, έγινε αντιληπτό ότι οι τύποι ήξεραν πολύ καλά τη δουλειά τους και την έφεραν σε πέρας με διαβολεμένο κέφι, που σπάνια συναντάς. Δεν μας κορόιδεψαν ούτε δευτερόλεπτο, βγήκαν εκεί επάνω για να αιχμαλωτίσουν την προσοχή μας και το έκαναν μ’ έναν τρόπο ο οποίος δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας των προθέσεών τους: ήθελαν να μας κερδίσουν μεν, αλλά δεν έπαιξαν το παιχνίδι του «κρατάω τις επιτυχίες για το αποθεωτικό τελείωμα της συναυλίας». Ποιος άλλος καίει τόσο γρήγορα ένα χιτ σαν το “Love Like Blood” παίζοντάς το...δεύτερο(!), ενώ επιλέγει ως τέταρτο τραγούδι το “Wardance”; Δεν είχε ανάγκη ο Coleman και η παρέα του από μια τυπική προσέγγιση στη σειρά που η λογική θέλει να παίζονται τα τραγούδια για να φύγουν από το Gagarin θριαμβευτές. Το έκαναν με τους δικούς τους όρους και κέρδισαν έτσι τον απόλυτο σεβασμό μας.

Με βαμμένο πρόσωπο –όπως πάντα– ο Jaz Coleman στάθηκε ο απόλυτος ηγέτης του γκρουπ κι εκείνος που τράβηξε με ευκολία την προσοχή μας επάνω του. Έστειλε τα πολιτικά του μηνύματα, έδωσε μια-δυο αγωνιστικές συμβουλές σχετικά με την οικονομική κρίση η οποία μαστίζει τη χώρα μας (κι εδώ που τα λέμε, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει, international banking έχει σπουδάσει ο άνθρωπος, κάτι παραπάνω θα ξέρει...), χόρεψε με tribal βήματα κι ερμήνευσε με στιβαρότητα τραγούδια παλιά και καινούργια, ενώ δίπλα του οι υπόλοιποι της μπάντας έχτιζαν με άνεση ένα πανίσχυρο τείχος ήχου με αναφορές τόσο στο νέο κύμα, όσο και στο punk, το metal και το industrial (ιδιώματα όλα τους που έχουν δεχτεί επιδράσεις από τους Killing Joke). Αποθεώθηκαν πολλάκις από το ακροατήριό τους, ειδικά σε κομμάτια όπως το “Love Like Blood” (λογικό κι ευνόητο) ή το “The Wait” (προσωπικό αγαπημένο, με αυτό τους γνώρισα όταν το άκουσα στη συλλογή Burning Ambitions πίσω στα 1984). Και κανείς νομίζω δεν έφυγε από το Gagarin χωρίς να παραδεχτεί ότι επρόκειτο για μία τίμια και ιδρωμένη εμφάνιση, από ένα γκρουπ που σίγουρα διανύει μια δεύτερη εφηβεία, τριάντα χρόνια μετά τη γέννησή του.

Τη συναυλία άνοιξαν οι δικοί μας Tilbury On Cloves, τους οποίους θυμάμαι σαν ένα γκρουπ πιστό στα νεοκυματικά ιδεώδη της δεκαετίας του 1980 από την προηγούμενη φορά που τους είχα δει ζωντανά –ως support στους Chameleons (στο φιάσκο των Chameleons, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι). Αυτή τη φορά όμως κάτι με ενοχλούσε και ήταν πολύ συγκεκριμένο: πλάι στο καλό παίξιμο των μελών, με ήχους διαλεγμένους από το οπλοστάσιο όλων των σχημάτων που καθόρισαν τον χώρο των επιρροών τους, η φωνή που τραγουδούσε επέμενε να μιμείται σχεδόν εκνευριστικά εκείνη του Robert Smith των Cure. Μια σαν και τη δική του σ’ αυτόν τον κόσμο φτάνει. Οι φανατικοί έχουν μία ακόμη –του Hans των Essense– δεν υπάρχει όμως χώρος για κάτι ακόμη παραπλήσιο, λυπάμαι... Set list

Tom’s World

Love Like Blood

In Excelsis

Wardance

Absolute Dissent

Bloodsport

European Super State

This World Hell

Fall Of Because

Ghosts

Madness

Requiem

Eighties

The Great Cull

Fresh Fever

Asteroid

Depth Charge

The Wait

Pssyche

encore

The Raven King

Complication

Endgame

Pandemonium

Principal, 9 Οκτωβρίου

του Στέργιου Κοράνα

Το Σαββατόβραδο μας βρήκε στο φιλόξενο (πλην λίγο μακρινό) Principal, για να παρακολουθήσουμε –επιτέλους!– τους Killing Joke. Αν ήξερα πώς θα εξελισσόταν η συναυλία, θα φρόντιζα να μην πάω New Model Army την προηγούμενη, ώστε να έχω δυνάμεις. Άλλωστε, τους είχα δει τόσες φορές…

Φτάσαμε στον χώρο λίγα λεπτά πριν τις 22.00 κι απ’ ό,τι φάνηκε ακόμα δεν είχε έρθει ο πολύς ο κόσμος, κάτι που μας επέτρεψε να βολευτούμε άνετα στην πρώτη σειρά. Μόλις η ώρα πήγε ακριβώς, βγήκαν επί σκηνής οι Coin. Ένα συγκρότημα από την Καβάλα με post-punk/new wave καταβολές, με συμπαθέστατο ήχο και με καλή σκηνική παρουσία. Όχι κάτι το συγκλονιστικό από την άποψη του ήχου και του ρεπερτορίου, εντούτοις στάθηκαν καλά για το ζέσταμα, μιας και ταίριαζαν μια χαρά με το ύφος των Killing Joke.

Οι Coin μας κράτησαν συντροφιά για ένα μισάωρο κι άλλη μισή ώρα κύλησε ως την πολυπόθητη στιγμή: στις 23.00 οι Killing Joke βρίσκονταν μπροστά μας, με την αυθεντική μάλιστα σύνθεσή τους! Κλασικά, ο Jaz Coleman εμφανίζεται με βαμμένα μούτρα και ολόσωμη φόρμα και δεν χάνει ούτε στιγμή: με το καλησπέρα παίζουν το “Tom’s World” και δεύτερο το “Love Like Blood”! Η συναυλία συνεχίστηκε δυναμικά, με τραγούδια όπως τα “Bloodsport”, “Wardance”, “Madness” και “Eighties” να δονούν το Principal και, προς το κλείσιμο, να παίζουν κι ένα από τα πολυαγαπημένα του γράφοντος, το “The Wait”. Το σετ κράτησε μια ώρα και σαράντα λεπτά, μαζί με το encore.

Σαν παίξιμο, οι Killing Joke αποδείχθηκαν πολύ καλοί, παρά την όποια ηλικία τους. Ο Coleman με αστείρευτη ενέργεια, με τις γνωστές γκριμάτσες του και τις κοφτές κινήσεις επί σκηνής, οι υπόλοιποι σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Επίσης, ο Coleman είχε πάρα πολύ καλή επικοινωνία με το κοινό, προβαίνοντας σε διάφορα κοινωνικά και πολιτικά σχόλια ανάμεσα στα τραγούδια, τα οποία στο τέλος συνδύαζε έτσι ώστε η τελευταία φράση του να οδηγεί στον τίτλο του επόμενου τραγουδιού. Ήταν ό,τι περιμέναμε, από κάθε άποψη.

Δυστυχώς, κάτι οι New Model Army την προηγούμενη, κάτι η μεγάλη απόσταση του Principal, απέτρεψαν κόσμο από το να έρθει. Ναι μεν είχε κόσμο η συναυλία, αλλά χαλαρά, όχι κάτι το τρομερό. Όσοι βρέθηκαν βέβαια εκεί, τα δώσανε όλα: headbanging, χοροπηδητά, ξύλο ενίοτε… Όσοι πήγαν, ήξεραν τι θα δουν. Γενικά, μικρό μεν το κοινό, αλλά «πρώτης διαλογής»! Μια υπέροχη συναυλιακή βραδιά, ιδανικό ξεκίνημα για όσους είχαμε σχεδιάσει μπαρότσαρκα μέχρι πρωίας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured