To Eject Festival, διεξαγόμενο στα Ολυμπιακά Ακίνητα Φαλήρου φέτος και προσαρμοσμένο θα λέγαμε στο γενικότερο οικονομικό σκηνικό που επικρατεί, συρρικνώθηκε σε μονοήμερο. Και σε ένα φτωχό συναυλιακά καλοκαίρι έπαιξε εκ του ασφαλούς και κέρδισε (παρά κάποια εμφανή ζητήματα με τον ήχο), επενδύοντας στο κοινό των punk rockers –με την εμφάνιση, μετά από 14 χρόνια, των Bad Religion– ξαναφέρνοντας τους Faith No More για όσους τους έχασαν πέρσι λόγω διακοπών και με τη στάνταρ εμφάνιση του ευεργέτη James Lavelle, αυτή τη φορά μαζί με τους UNKLE μιας και το 2010 λήγει στα ζυγά. Τάσος Μαγιόπουλος και Χρήστος Νύχτης βρέθηκαν εκεί για το Avopolis...
Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
Zebra Tracks
Καταφθάνοντας στον χώρο του κλειστού σταδίου Tae Kwon Do στο Φάληρο ένα σφίξιμο με έπιανε όσο πλησίαζα όλο και πιο κοντά. Βλέπετε οι εμπειρίες μου (αλλά φαντάζομαι και οι δικές σας) από τον συγκεκριμένο χώρο δεν είναι και οι καλύτερες –όσον αφορά στις συναυλίες τουλάχιστον. Εφόσον δεν επρόκειτο να αλλάξει τίποτα, έκανα όμως το σφίξιμο γαργάρα και κατευθύνθηκα προς τον χώρο μπροστά στη σκηνή. Όπου, εκτός από το ότι συνάντησα τη φωτογράφο μας Έφη Κρητικού, είδα και τους δικούς μας Zebra Tracks επί τω έργω. Indie rock/pop παίζουν τα παιδιά και ομολογώ πως δεν είχα την ευκαιρία ούτε να τους δω στο παρελθόν ζωντανά, αλλά ούτε και να ακούσω τον δίσκο τους. Παρόλα αυτά, μου τραβήξανε την προσοχή στη ζωντανή τους εμφάνιση έστω και αν ο ρόλος που επωμιστήκαν ήταν αρκετά άχαρος –καθώς βγήκαν από τις 6 το απόγευμα να παίξουν σε μια σχεδόν άδεια αίθουσα. Οι ίδιοι πάντως υπήρξαν ενεργητικότατοι και αρκετά ορεξάτοι, ανεβάζοντας τους ρυθμούς και κρατώντας ευχάριστη συντροφιά σε όσους είχαν τραβηχτεί στο Ejekt από νωρίς.
Τάσος Μαγιόπουλος
Obojeni Program
Τριάντα χρόνια συγκρότημα δεν είναι και λίγο οπότε σίγουρα αντιμετωπίζεις τους Σέρβους Obojeni Program με έναν αρχικό σεβασμό. Όμως το τι κάνεις επί σκηνής έχει να κάνει αποκλειστικά με αυτό και όχι με το τι έχεις καταφέρει στο παρελθόν –είτε από τη θετική, είτε από την αρνητική πλευρά. Οι γείτονές μας λοιπόν απέδειξαν ότι ζωντανά «το έχουν» ακόμα, πραγματοποιώντας μια εμφάνιση η οποία, αν μη τι άλλο, αποδείκνυε ότι οι ίδιοι περνάγανε ευχάριστα πάνω στη σκηνή και το περνάγανε αυτό και στον κόσμο. Ο ήχος τους έμοιαζε με ένα χωνευτήρι του όλου alternative rock ήχου των 1990s, με επιρροές από Primal Scream και Sonic Youth μέχρι τις απόπειρές τους στον punk rock ήχο. Ο δε τραγουδιστής τους πρέπει να έχει τον Mark E. Smith εικόνισμα πάνω από το κρεβάτι του καθώς όχι μόνο του έφερνε τραγουδιστικά, μα και κινησιολογικά. Μουσικά δεν παρουσίασαν κάτι πρωτότυπο ούτε εξαιρετικά εμπνευσμένο, αλλά συνολικά την κάναν ικανοποιητικά τη δουλειά τους, καταφέρνοντας να γεμίσουν την ώρα μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιζόντουσαν οι επόμενοι κύριοι...
Τάσος Μαγιόπουλος
Bad Religion
Οι οποίοι κύριοι δεν ήταν άλλοι από τους Bad Religion, ένα από τα σημαντικόντερα punk σχήματα των τελευταίων δεκαετιών. Μάλιστα, όπως μας ανακοίνωσε και ο τραγουδιστής τους Greg Graffin από μικροφώνου, φέτος συμπληρώνουν 30 χρόνια ζωής. Εάν κρίνω πάντως από τα επί σκηνής τους κατορθώματα, live παραμένουν 18άρηδες, παραδίδοντας μαθήματα του πώς πρέπει να είναι ένα ενεργητικό αλλά συνάμα σκεπτόμενο punk live. Κατανοώ ότι τον ήχο των Bad Religion ή θα τον αγαπάς ή θα τον μισείς –καθώς στους μεν οπαδούς φαίνεται ως ιδανικά παιγμένο punk, στους δε μη fans ως ένας ισοπεδωτικός θόρυβος, ο οποίος μοιάζει να μην έχει εναλλαγές στον ήχο του. Αλλά ευτυχώς στο κλειστό του Tae Kwon Do, αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κοινού, μάλλον οι περισσότεροι ήταν οπαδοί της μπάντας από την Καλιφόρνια, καθώς ο κόσμος έκανε ατελείωτο moshing αλλά και τραγουδούσε τους στίχους από τα περισσότερα κομμάτια τους. Εξάλλου, όπως έλεγε και ένα πανό που σηκώθηκε από το κοινό κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους, 14 χρόνια αναμονής ήταν αρκετά –παρομοιάζοντάς τα με κόλαση!
Όσο για το setlist, απαρτίστηκε από μια επιλογή από τις καλύτερες στιγμές της ούτως ή άλλως μεγάλης δισκογραφίας τους. Έτσι λοιπόν ακούσαμε κομμάτια τόσο νέα όσο και παλιά, όπως τα “I Want To Conquer The World”, “Los Angeles Is Burning”, “Requiem For Dissent”, “Germs Of Perfection”, “Sorrow” και τόσα ακόμα. Όταν μάλιστα ήρθε η στιγμή για το τελείωμα της εμφάνισής τους, εκσφενδονίσανε προς το μέρος μας τους μεγαλύτερους άσους που είχαν στα μανίκια τους –με τα “Generator”, “Infected”, “American Jesus” και “21st Century Digital Boy” να βάζουν φωτιά στο κοινό. “Punk Rock Song” βέβαια δεν ακούσαμε αλλά μετά από τέτοια εμφάνιση δεν νομίζω ότι θα τους κακιώσει κανείς για το συγκεκριμένο. Και όλα αυτά με τη μπάντα να προσπαθεί να αντιπαρέλθει του ήχου, ο οποίος ήταν επιεικώς απαράδεκτος, χωρίς ευτυχώς να καταφέρει να χαλάσει ούτε τη δική τους διάθεση, αλλά ούτε και τη δική μας. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν προσέξαμε ένα τόσο σημαντικό φάουλ...
Τάσος Μαγιόπουλος
Faith No More
Ήταν να μη γίνει η αρχή με τους Καλιφορνέζους. Όπως φαίνεται από τις ορέξεις τους –όπως οι ίδιοι τις αποκάλυψαν επί σκηνής– αλλά και από τις ορέξεις των Ελλήνων διοργανωτών θεαμάτων, πιθανόν να καταλήξουν σε άλλο ένα «σίγουρο» για κάθε συναυλιακό καλοκαίρι. Η παρέα των Mike Patton και Billy Gould, ντυμένοι με καλοκαιρινές κρεμ κουστουμιές και συνεπείς με το εξαγγελλόμενο πρόγραμμα, ανέβηκαν κατά τις 20:15 με τη μετά μελόντικας μελωδία του “Midnignt Cowboy”, για να λειτουργήσει ως κατάλληλος προθάλαμος στην απογείωση του “Out Of Nowhere”.
Πληθωρικοί και γεμάτοι ενέργεια, οι Faith No More έδειξαν να απολαμβάνουν στο έπακρο αυτό που κάνουν, με τον Patton να κραυγάζει «φτύνοντας» στίχους στο μικρόφωνο ή στο ειδικά διαμορφωμένο mike για έξτρα ηχώ –λες και ο χώρος του κλειστού γηπέδου από μόνος του δεν είχε αρκετή– ή στο μεγάφωνο, το οποίο αποτελεί απαραίτητο αξεσουάρ στα live των Faith No More. Και όταν δεν εκτελούσαν κομμάτια σαν το “Land Of Sunshine” ή το “Caffeine”, που εξυπηρετούν το πιο κοντά στο metal στυλ της μπάντας, σειρά έπαιρναν τα πραγματικά μεγάλα τραγούδια, όσα τους ανέδειξαν και τους κατέστησαν ξεχωριστούς από τον punk rock σωρό των συγκροτημάτων στα 1990s. Συνθέσεις δηλαδή σαν τα “Evidence”, “Last Cup Of Sorrow”, “Ashes To Ashes”, “Easy”, “Midlife Crisis” και “Just A Man”, που συνδυάζουν δυναμική και συναίσθημα, μελαγχολία και ελπίδα, σκοτάδι και φως και με το άκουσμα τους καταλάβαινες την ξεχωριστή τους σημασία στις αντιδράσεις του κοινού.
Σε όλα αυτά προσθέστε και τη θεατρική/χιουμοριστική/σαρκαστική, ονομάστε τη όπως θέλετε, διάσταση του live: μετατράπηκε από συναυλία σε σόου που περιλάμβανε το intro του “Poker Face” της Lady Gaga ή την κατά τα άλλα εξαιρετικότατη διασκευή του “Ben” του Michael Jackson (εποχής Motown) –η οποία φανερώνει τις εξαιρετικές εκτελεστικές δυνατότητες του τραγουδιστή Patton, με τεράστιο εύρος φωνής πάνω στις οκτάβες– ή την εκτέλεση του “Chariots Of Fire” του Βαγγέλη Παπαθανασίου (από την ομώνυμη ταινία) με το slow motion running επί σκηνής για να έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα του τι θεωρούν οι Faith No More ως live.
Δυστυχώς, τo πρόβλημα ήταν πως όλο αυτό το σκηνοθετημένο, προδιαγεγραμμένο σόου με τις εκρήξεις και τα ξεσπάσματά του να είναι ελεγχόμενα και πάντα εντός ορίων, αρέσει τόσο πολύ στο Mike Patton, ώστε φαίνεται να μην το έχει αλλάξει στο παραμικρό από όταν οι Faith No More αποφάσισαν να περιοδεύσουν ξανά το 2009. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, εντυπωσιακό σίγουρα για κάποιον που το βλέπει πρώτη φορά. Αλλά η επανάληψη της πράξης του να δει κανείς Faith No More live δίνει εξαιρετικά κυριολεκτική σημασία στην έννοια της επανάληψης. Πραγματικά, όποιος είδε την εμφάνιση στο Θέατρο Βράχων τον περασμένο Αύγουστο δεν είδε τίποτα περισσότερο, τίποτα διαφορετικό –εκτός ίσως από το σπάσιμο των πιάτων στο τέλος ως μια πράξη πολιτισμικής εγγύτητας με τα ελληνικά μουσικά δεδομένα που μετέφερε η ομογένεια στην Αμερική. Ήταν σαν να βλέπεις μια πολύ καλή ταινία, την οποία έχεις δει ήδη στο σινεμά, στο βίντεο. Και εκεί έχει να κάνει πραγματικά, πέρα από τη μνήμη, με τη διάθεση του καθενός και το πόσο τον επηρεάζει να ξέρει τι θα συμβεί αμέσως μετά. Το μόνο σίγουρο είναι πως αν οι Faith No More αποφασίσουν να συνεχίσουν την περιοδεία αυτή και στα επόμενα χρόνια, από τη στιγμή που δεν αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν κάτι νέο, η διαφοροποίησή της –τουλάχιστον στη σύνθεση του tracklist, αν όχι σε μια εναλλακτική εκτελεστική προσέγγιση των κομματιών– μοιάζει επιβεβλημένη.
Χρήστος Νύχτης
UNKLE
Με τη φυγή των Faith No More από τη σκηνή του Tae Kwon Do λίγο πριν τις 00:00, έφυγε και σημαντική μερίδα του κοινού από τον χώρο, για να μείνουν οι καθιστοί και όσοι ακούραστοι να απολαύσουν την ηλεκτρονική-μουσικοχορευτική πανδαισία των UNKLE. Ο James Lavelle, υποστηριζόμενος από πλήρη μπάντα, μαζί με τον συνήθη «τραγουδιστή» των UNKLE Gavin Clark και με το νέο άλμπουμ στις αποσκευές του, δικαιολόγησε για περίπου μια ώρα και ένα τέταρτο τον τίτλο Ejekt Rocks περισσότερο από κάθε τι άλλο τη συγκεκριμένη μέρα. Και αν οι φράσεις ηλεκτρονική-μουσικοχορευτική πανδαισία και rock σας φαίνονται αντιφατικές, η αισθητική των κομματιών των UNKLE από το πρώτο θρυλικό Psyence Fiction μέχρι και το τελευταίο Where Did The Night Fall και ακόμα περισσότερο η εκτέλεσή τους μόνο rock μπορεί να είναι.
Μετά το απαραίτητο “Intro”, το “The Answer” από το νέο άλμπουμ αποτέλεσε το πρώτο κομμάτι που ήχησε στα αυτιά μας, δείχνοντας έτσι και τη διάθεση των UNKLE να παρουσιάσουν όσο γίνεται το καινούργιο LP. Η πρώτη αίσθηση στο άκουσμα είχε να κάνει με τον ήχο και την πλέον αισθητή βελτίωσή του σε σχέση με τις εμφανίσεις που προηγήθηκαν, κάτι που δικαιολογείται αφενός από την όπως και να το κάνουμε μεγαλύτερη σπουδή του Lavelle στο θέμα αυτό, αφετέρου από τα λιγότερα «πράγματα» τα οποία εκτελούνται ζωντανά. Το “Burn My Shadow” άνοιξε λογαριασμό για το War Stories παραδίδοντας στο άκρως ξεσηκωτικό “Chemistry”, με τις κιθάρες να ξεσπούν παρασύροντας όσους εναπομείναντες κουρασμένους και καταϊδρωμένους στον ρυθμό του. Η αιωρούμενη από τα ηχεία φωνή του Ian Brown σηματοδότησε το “Reign” –υποστηριζόμενο και από το αντίστοιχο κλιπ στα video wall– ενώ το “Restless” που έδειξε πρώτο τον δρόμο στον Josh Homme για το πώς να φλερτάρει με τη dance στον δίσκο του με τους Them Crooked Vultures, επανέφερε το beat κοπανητό σε υψηλά επίπεδα.
Η λογική πάντως να μην αποδίδονται ζωντανά τα συγκεκριμένα φωνητικά δεν γίνεται αντιληπτή –τουλάχιστον σε εμένα– από τη στιγμή που υπήρχε διαθέσιμος τραγουδιστής και μάλιστα αρκετά καλός. Δεν πιστεύω πως θα άλλαζε δραματικά την ταυτότητα του κομματιού το να συνέβαινε κάτι τέτοιο, μάλλον περισσότερο θα αναδείκνυε την αξία της εμφάνισης των UNKLE. Έστω κι έτσι, πάντως, το να ακούς μια μπάντα η οποία από επιλογή σε επιλογή μπορεί να μεταμορφωθεί από καθαρή electronica σε κιθαριστική brit pop και από ψυχεδελικό χάσιμο σε dance είναι μοναδικό. Το track list βοηθούσε και με το παραπάνω προς αυτή την κατεύθυνση και είναι κρίμα που η εμφανώς μονομερής μουσική κατεύθυνση του κόσμου προς το punk rock δεν το υποστήριξε παραπάνω –με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με το περασμένο της ώρας για καθημερινή, να οδηγεί σε μια όλο και περισσότερο ατμόσφαιρα αδιαφορίας. Η έξοδος στη σκηνή του Gavin Clark για την ερμηνεία μιας σειράς κομματιών από το εκπληκτικό “Keys To The Kingdom” –που μπορεί να θεωρηθεί άνετα η στιγμή της βραδιάς– μέχρι το καινούργιο “Ablivion” δεν στάθηκε ικανή να ζεστάνει περισσότερο τα πράγματα, οπότε αναπόφευκτα η αρχή του τέλους σηματοδοτήθηκε με το “Eye For An Eye”. Το ταξιδιάρικο “Heaven” αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη με το κλιπ του Spike Jonze να προβάλλεται, ενώ κατόπιν οι ήχοι του “Lonely Soul” απαίτησαν το τελευταίο ηχηρό χειροκρότημα –οι UNKLE κλείσανε κλασικά με το “In A State”. Του χρόνου, που θα είμαστε στα μονά, ο Lavelle θα έρθει μόνος του οπότε όσοι πιστοί αναμονή για το δίσεκτο 2012...
Χρήστος Νύχτης