Τα σχήματα και οι μουσικοί που πειραματίζονται με τα ιερά και όσια της παγκόσμιας μουσικής κληρονομιάς, μέσα από σοβαρές και μη επεξεργασίες, είναι πολλά και κάποια από αυτά σημαντικά. Οι Absolute Ensemble, στην παρούσα συναυλία, καταπιάστηκαν με τον Μπαχ.
Η πρώτη εντύπωσή μου, μπαίνοντας στο Μουσείο Μπενάκη, ήταν πως το 17μελές συγκρότημα είχε έναν εκρηκτικό μα και θορυβώδη ήχο, ο οποίος περισσότερο με ενοχλούσε και λιγότερο μου κέντριζε την περιέργειά μου. Ο Kristjan Jarvi, μουσικός διευθυντής των Absolute Ensemble, απολογήθηκε για αυτό, εξηγώντας ότι το αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, καθώς είναι περίκλειστο, λειτουργεί σαν χωνί που στέλνει τον ήχο προς τον ουρανό –με αποτέλεσμα να πρέπει οι ηχολήπτες να ανεβάζουν τις στάθμες.
Στο αμιγώς μουσικό μέρος, πάντως, οι Absolute Ensemble επιβεβαίωσαν ό,τι μας υποσχέθηκε ο Kristjan Jarvi μετά το τέλος του πρώτου κομματιού: «Παίρνουμε τον Μπαχ και τον κάνουμε να ηχεί όμοια με τα πάντα και το οτιδήποτε (everything and anything)». Και πράγματι η υπόσχεση τηρήθηκε: οι αναφορές στην τζαζ, στο μουσικό σχήμα και τρόπο μιας big band, στο funk, στον Στραβίνσκι, στους ρομαντικούς συνθέτες, στους μεταρομαντικούς, στον αυτοσχεδιασμό, στο τυχαίο, στο φασματικό, στο λάτιν, στο μέταλ, στην κάντρι, στους Μπιτλς, στην ινδική μουσική, στη μουσική των Βαλκανίων (με αναφορά στο στυλ του Μπρέγκοβιτς) είναι μερικά μόνο από όσα είναι ανθρωπίνως δυνατό να σταχυολογήσει κανείς.
Το πρόβλημα όμως ξεκίναγε και τελείωνε κάπου εκεί. Ο Μπαχ έμοιαζε να αποτελεί την αφορμή της βραδιάς και όχι τον σκοπό, ούτε καν την αιτία. Αφορμή δηλαδή για να επιδείξει η ικανότατη μπάντα τα προσόντα της επί σκηνής, μια κάπως ναρκισσιστική προοπτική. Από την άλλη πλευρά, όταν κάποιος «ανακαινίζει» τον Μπαχ, καταπιάνεται με ένα πολύ πλούσιο, προς επεξεργασία, υλικό. Δυστυχώς η επεξεργασία των θεμάτων του Μπαχ αποδείχθηκε κάπως επιφανειακή: αντικείμενο της επεξεργασίας του Jarvi και των συνεργατών του, ήταν ο ήχος και το ύφος –όχι η μουσική. Ήταν η κάθετη και συγχορδιακή μουσική πλευρά και καθόλου η οριζόντια/μελωδική.
Σε επιμέρους όμως πράγματα η συναυλία έδωσε πολύτιμα μαθήματα, με κυριότερο τη χρήση τριημιτονίου σε δύο μελωδίες του Μπαχ, με αποτέλεσμα αυτές να καταστούν ουσιαστικά ανατολίτικες. Επίσης εκστατικός υπήρξε ο μουσικός διάλογος μεταξύ των Gene Pritsker (ηλεκτρική κιθάρα) και Μιλτιάδη Παπαστάμου (βιολί). Να μην ξεχάσω να αναφέρω και τον εκπληκτικό πιανίστα Matt Herskowitz, τη σεμνή και ουσιαστική παρουσία του πιανίστα Δημήτρη Παπαθεοδώρου, αλλά και την ευχάριστη εντύπωση που μου προκάλεσε να ακούω το όμποε σε τζαζ σόλο. Διδακτικό συμπέρασμα: Πολλές πληροφορίες ίσον καμία πληροφορία.