Για πολλούς, υπέγραψε έναν από τους πιο ιδιαίτερους δίσκους του 2009. Η δεύτερη δισκογραφική της απόπειρα My One And Only Thrill ενδυναμώθηκε από το άρτιο υλικό, τα διθυραμβικά σχόλια και τις επιτυχημένες sold out εμφανίσεις ανά τον κόσμο. Η 25χρονη τραγουδοποιός από τη Φιλαδέλφεια άφησε πίσω της –και καλά έκανε– τη βεβαρημένη και πολυακουσμένη ιστορία του ατυχήματός της και βούτηξε για τα καλά το βράδυ της Τρίτης σε αριστοτεχνικά jazz-bluesy αρώματα μιας άλλης εποχής. Να μιλήσουμε για μία από τις καλύτερες συναυλίες του καλοκαιριού;

Το συννεφιασμένο τοπίο της ημέρας δεν πρόδωσε τα σχέδια μήτε της πολυαναμένομενης καλλιτέχνιδας μήτε των λίγων πιστών που προσήλθαν για να συναντήσουν, για πρώτη φορά, τα διάσημα ηχοχρώματα της νεαρής Melody Gardot. Tο θέατρο του Παπάγου, γεμάτο κατά τα 2/3 περίπου, ήταν στις θέσεις του στις 9.15 για να υποδεχτεί την αέρινη ξανθιά φιγούρα με τα μαύρα γυαλιά, την υπέρκομψη μακριά μαύρη σατέν τουαλέτα, τα πανύψηλα πέδιλα και το γνώριμο πλέον σε όλους μπαστούνι της. Εκείνη, γοητευτική και μυστηριακή, είχε τον αέρα μιας ντίβας της δεκαετίας του 1930 ή 1940. Όταν όμως κάθισε στο πιάνο και συνομίλησε με το εκλεκτό κουαρτέτο της, όλα διαλύθηκαν και κύλησαν υπέρ μιας ακουστικής πανδαισίας. Η έναρξη του “Rain” έδρασε «συμβολικά», τόσο για το κοινό όσο και για την ίδια, η οποία βρισκόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά από ανέλπιστη πρόταση και ένιωθε βαθιά χαρά και ευγνωμοσύνη για όσους την τίμησαν. Η φωνή της χαρακτηριστικά βελούδινη, έδινε την αίσθηση ότι χάιδευε το μικρόφωνο, το πιάνο και την κιθάρα, μοιράζοντας κάτι εσωτερικό, κάτι απόκρυφο, σχεδόν προσωπικό.

Το ηχόχρωμά της διέθετε αισθησιασμό κι ένα βιμπράτο σχεδόν «φτερωτό» όταν ερμήνευσε το “Your Heart Is As Black As Night” και το ταξίδι έχει μόλις ξεκινήσει –όπως σχολιάζει και η ίδια. «Τι λέτε να πετάξουμε ως το Παρίσι; Για λίγο θα γίνω ο πιλότος σας, προσδεθείτε και καλό μας ταξίδι», μας λέει στη συνέχεια με λεπτή αίσθηση του χιούμορ, λίγο πριν οι νότες ακολουθήσουν τις σόλο διαδρομές των μουσικών της –τους οποίους αξίζει να αναφέρουμε ονομαστικά, μιας και ομιλούμε για δεξιοτέχνες στο είδος τους: ο Irwin Hall (σαξόφωνο, φλάουτο) ή «Mr. Everything», ο άντρας που κάθε γυναίκα θα ήθελε να έχει δίπλα της (πάντα κατά τη Melody) Charnett Moffett στο μπάσο, ο Charles Staab III (ντραμς) και ο Anthony Ware (βιολοντσέλο, κιθάρα) αυτοσχεδίασαν πάνω στο “Les Etoiles”, μέχρι να δώσουν στη μούσα τους την τελική πινελιά που απογείωσε το πρόσταγμα του παρισινού αέρα. Η διάθεσή της να μας μιλήσει για κανόνες αγάπης εναλλασσόταν με ψήγματα αυτοσαρκασμού, black χιούμορ και άνεσης, ιδίως όταν τόνιζε την αμοιβαία σχέση του «intoxication=sensation». Έτσι, το “Baby Ι’m Α Φool” φλέρταρε ηδονικά στις μελωδίες του αγαπημένου “If The Stars Were Mine” για να προσγειωθεί κατόπιν σε μουσικά ντουέτα-καλειδοσκόπια της ερμηνεύτριας ξεχωριστά με κάθε μουσικό. Ο πιστός της φίλος, το πιάνο, είναι πολύτιμο κομμάτι της ζωής της, όπως εξομολογήθηκε, και θέλησε να μοιραστεί για λίγο μαζί μας αυτό το συναίσθημα μέσα από το “Deep Within The Corners Of My Mind” και από ένα αποκαλυπτικά λυτρωτικό medley των “Don’t Explain” (της Billie Holiday) και “My One And Only Thrill”.

Tο ταλέντο και το τσαγανό της συγκεκριμένης καλλιτέχνιδας έγκειται στη δύναμη του προσωπικού της υλικού, το οποίο δονείται στον ψυχισμό μιας άλλης μορφής, τη χάρη και την εξομολογητική προσέγγιση μιας φυσιογνωμίας που μεγάλωσε απότομα, όμως την ίδια στιγμή όμορφα. “Who Will Comfort Me”, λέει τρυφερά, σχεδόν a capella, και όλο το θέατρο παραληρεί με χειροκροτήματα... Εκείνη τη βραδιά η μουσική αποκτούσε τη θέση που της αντιστοιχεί, πλαισιωμένη από ώριμους καλλιτέχνες οι οποίοι κατορθώνουν να χρωματίσουν και να ανυψώσουν τις όποιες jazzy, blues, folk, bossa συνιστώσες. Μπροστά μας είχαμε 4 ψαγμένους μουσικούς, διόλου αποστειρωμένους ή εγκεφαλικά χαμένους, με τη διάθεση μα και τον τρόπο να επικοινωνήσουν μέσω της μουσικής. Ο προσωπικός χώρος του καθενός λειτούργησε με ισορροπημένη ακρίβεια, ώστε να υπογραμμίζεται διακριτικά η εκφραστική, ψιθυριστή και συναισθηματική φωνή της Melody Gardot.

Κάποιοι ήδη μίλησαν για το πρόσωπο μιας Billie Holiday η οποία συναντά τον Tom Waits ή τη Nina Simone που γνωρίζει την Rickie Lee Jones –όμως όλα αυτά είναι λόγια, λόγια, λόγια. Και πώς να περιγράψεις με λόγια τα συναισθήματα που σου δημιουργούσε η εκτέλεση του “Caravan” (του Duke Ellington) με το αξιοζήλευτο κοντραμπάσο του Charnett Moffett και την φωνή-αχτίδα της Μelody να μιμείται τον ήχο της τρομπέτας με τη σουρντίνα1 Τα δύο encore σίγουρα ικανοποίησαν και τους πιο απαιτητικούς, τόσο σε μουσικό όσο και σε ανθρώπινο-επικοινωνιακό επίπεδο μιας και διέθεταν τη παλαιά jazz στόφα στο medley “Summertime/Fever” και την προσωπική κατάθεση της ερμηνεύτριας στο κλασικό “Over The Rainbow”. Το τραγούδι αυτό ανήκε μάλιστα στην κατηγορία του μίσους κατά τα νεανικά της χρόνια, καθώς η γιαγιά της την έβαζε να βλέπει καθημερινά την ταινία με τη Judy Garland, όμως τώρα το λατρεύει και είναι πάντα αφιερωμένο σε εκείνη τη γυναίκα που της το έμαθε. Η ώρα έχει πάει 11 παρά και μια υπέροχη συναυλία έχει φθάσει στο τέλος της, με σύσσωμο το κοινό να χειροκροτά όρθιο και παρατεταμένα. Και για να απαντήσω στο αρχικό μου ερώτημα, αν μπορούμε να μιλήσουμε για μία από τις καλύτερες συναυλίες του καλοκαιριού... Mais oui, κυρίες και κύριοι, c’etait Melody Gardot!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured