Βγαίνοντας από το μετρό και κινούμενος στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου με κατεύθυνση προς το Ηρώδειο, νόμιζα πως γινόταν διαδήλωση. Λίγο το γεγονός ότι η Νόρμα αποτελεί ένα πασίγνωστο έργο για τους Έλληνες φίλους της όπερας –τον ρόλο της οποίας είχε εμβληματικά ερμηνεύσει η Μαρία Κάλλας– λίγο ότι η βραδιά ήταν όμορφη για μια μουσική βόλτα κάτω από την Ακρόπολη, το ωδείο σχεδόν γέμισε. Οι μεμψιμοιρίες ότι οι μουσικές εκδηλώσεις θα πατώσουν λόγω μουντιάλ, μάλλον βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση.
Η Νόρμα, της οποίας το πρώτο ανέβασμα το 1831 στη Σκάλα του Μιλάνου σημείωσε παταγώδη αποτυχία, είναι ένα ενδιαφέρον έργο ως προς τη δραματουργία του. Όντας ουσιαστικά λυρική τραγωδία, διαθέτει όλα τα στοιχεία ενός λιμπρέτου (το οποίο παρεμπιπτόντως έγραψε ο Φελίτσε Ρομάνι) επηρεασμένου από το νεοκλασικισμό του 18ου και 19ου αιώνα –τον ίδιο νεοκλασικισμό που ακολούθησαν και οι δικοί μας Κάλβος και Σολωμός: τραγικές ειρωνείες, περιπέτεια, απιστίες, ανίερες σχέσεις, το αρχέτυπο της εμμανούς μάνας-εν δυνάμει παιδοκτόνου, της ιερότητας της παρθενίας κ.ο.κ. Οπότε, δραματουργικά, βρίσκεται πολύ κοντά στο εύκολα αναγνωρίσιμο από τον θεατή κλασικό μοντέλο. Επίσης, οι εθνοτικοί διαχωρισμοί και αντιπαραθέσεις, η σύγκρουση υπόδουλων (Γαλατών) και κατακτητών (Ρωμαίων) –οι οποίοι δεν σέβονται ούτε ιερό, ούτε όσιο– σε σχέση με την ενοποιητική ισχύ του έρωτα αποτελούν έμμεσες αναφορές στην κατακτημένη από τους Αυστριακούς Ιταλία και στον πατριωτικό/φιλελεύθερο αγώνα των Ιταλών εναντίον των κατακτητών, που έχει ήδη ξεκινήσει εντός της χώρας.
Στην πρώτη πράξη η φωνητική επίδοση της Δήμητρας Θεοδοσίου, η οποία υποδύθηκε τη Νόρμα, προκάλεσε αμηχανία στο κοινό αλλά και αρκετά γιουχαΐσματα, ειδικά για την ερμηνεία της στη πασίγνωστη άρια “Casta Diva”. Εμφανίστηκε πάντως βελτιωμένη στη 2η πράξη. Όσον αφορά όμως στους μονωδούς, η μόνη που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, κερδίζοντας δίκαια το χειροκρότημα του κόσμου, ήταν η Τσέλια Κόστεα στον ρόλο της Ανταλτζίζα. Οι υπόλοιποι μονωδοί κινήθηκαν στη μετριότητα. Διέκρινα ωστόσο ότι τα φωνητικά ντουέτο και τρίο ήταν αρκετά δουλεμένα από τους σολίστες.
Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, και η χορωδία της ΕΛΣ απέδωσαν σχετικά επαρκώς το μουσικό κείμενο. Την παράσταση όμως την έκλεψε το σκηνικό. Η εκπληκτική σκηνογραφική σύλληψη του Γιώργου Πάτσα, με τις επάλληλες μεταλλικές δοκούς που ανέρχονταν στον ουρανό, ο χαρακτηριστικός μεταλλικός κύκλος του θυσιαστηρίου που υψωνόταν παράλληλα προς τους θεατές σαν ένα μάτι το οποίο παρακολουθούσε όσους παρακολουθούν, καθώς και το φωτισμένο δάπεδο –υποδηλωτικό των ορίων του εσωτερικού χώρου της κατοικίας της Νόρμα– ήταν χάρμα ιδέσθαι για τον θεατή. Επίσης, τα ενδύματα του ίδιου, τα οποία κινήθηκαν επιτυχώς στο όριο του μοντέρνου με το κλασικό, αλλά και η ανάλαφρη σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου έσωσαν μια μέτρια μουσική βραδιά. Λυπάμαι που θα το πω, αλλά περισσότερο πρωταγωνίστησε η αισθητική της παράστασης και λιγότερο η/οι μουσική/οί της.
Τέλος, για όσους έχουν τη συνήθεια να γιουχαΐζουν στο λυρικό θέατρο –ακολουθώντας, βέβαια, παραδείγματα τόσο της πρόσφατης ιστορίας συμπεριφοράς του κοινού όσο και αρχαία: να τους θυμίσω μόνο ότι μπορούν να διατυπώνουν τις διαφωνίες σε δεκάδες ιστοχώρους που έχουν δημιουργηθεί για ηλεκτρονικό ανώνυμο ξεκατίνιασμα, αντί να προσθέτουν άγχος σε οποιονδήποτε μονωδό που πρέπει να τραγουδά –χωρίς μάλιστα ηχητική υποστήριξη και υπερνικώντας τον όγκο της ορχήστρας– σε μια γλώσσα που συνήθως δεν είναι η μητρική του. Και, ταυτόχρονα, να ερμηνεύει πειστικά, να θυμάται κάθε φράση μουσική ή γλωσσική και κυρίως να πείθει εμάς: οι οποίοι, το μόνο που μπορούμε να πάθουμε είναι να κοψομεσιαστούμε στα καθίσματα του Ηρωδείου. Με τέτοια πίεση πολλοί από εμάς δεν θα μπορούσαμε να λύσουμε ούτε σταυρόλεξο. Λίγη σύνεση, επομένως, δεν βλάπτει…
Οι συντελεστές:
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Διεύθυνση χορωδίας: Νίκος Βασιλείου
Ορχήστρα και Χορωδία Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Διανομή:
Νόρμα: Δήμητρα Θεοδοσίου
Ανταλτζίζα: Τσέλια Κοστέα
Πολλιόνε: Βαγγέλης Χατζησίμος
Οροβέζο: Δημήτρης Καβράκος
Κλοτίλντε: Βικτώρια Ντίνα–Μαϊφάτοβα
Φλάβιο: Νίκος Στεφάνου