Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

Για τους φίλους της reggae, η προχθεσινή βραδιά του One Love Reggae Ideas στον Βοτανικό είχε καταχωρηθεί στη συναυλιακή ατζέντα με κεφαλαία γράμματα, αποτελώντας, αναμφίβολα, το γεγονός της χρονιάς. Τα σημαντικά ονόματα που περιείχε, άλλωστε, κάλυπταν ένα σχετικά μεγάλο εύρος της ιστορίας του είδους και εγγυούνταν την επιτυχή μετατροπή των κατηχήσεων της κουλτούρας των ρασταφάρι σε ένα μουσικό κύμα θετικής ενέργειας. Όπερ και εγένετο…

Ο χρόνος βέβαια είναι αδυσώπητος και οι παρουσιαζόμενοι reggae μύθοι – οι Congos, ο Max Romeo και ο Lee “Scratch” Perry (κατά σειρά εμφανίσεως) – έχουν μεγαλουργήσει σε (αρκετά) περασμένες δεκαετίες. Υπήρχε επομένως ένα ερώτημα που αφορούσε στην ποιότητα της απόδοσής τους, αν και τελικά δεν είμαι βέβαιος ότι το θέμα εστιαζόταν ακριβώς εκεί. ΟΚ, τα χρόνια έχουν περάσει, είναι σίγουρο πως όποιος είχε την τύχη να τους δει στην περίοδο της ακμής τους θα έχει να μας πει πολλά περισσότερα από όσα παρακολουθήσαμε, αλλά το … «επικοινωνιακό» του πράγματος ήταν εκεί. Οι εξαγνιστικές ρυθμικές δονήσεις, οι ουμανιστικές διδαχές, όλα όσα συνθέτουν τα vibes της reggae κουλτούρας ήταν παρόντα και ως ένα βαθμό λειτούργησαν εξαιρετικά.

Το φωνητικό σχήμα των Congos, που ήταν πρώτο στο κυρίως σκέλος της βραδιάς (τα όσα συνέβησαν πριν δυστυχώς δεν πρόλαβα να τα παρακολουθήσω – πλην το τελείωμα του σετ των Jamerllada) έδειχνε να μην είχε χάσει πολλά από τις δυνατότητές του – ακόμα κι αν τα ράστα του Cedric Myton είχαν ασπρίσει για τα καλά – και μας έδωσαν έτσι ένα όμορφο δείγμα της roots reggae τους, με απαραίτητα περάσματα από τους πρώτους θρυλικούς δίσκους τους (“Fisherman”, “Days Chasing Days” και “Youth Man” πέρασαν αν δεν λανθάνω μεταξύ άλλων από το σετ τους) και αρκετή σκηνική ενέργεια. Αναμενόμενα, βέβαια, αυτός που πυροδότησε την ατμόσφαιρα ήταν ο Max Romeo, ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή με τις πρώτες νότες ενός εκ των «ύμνων» του, του “One Step Forward”, και κράτησε τις δυναμικές του ώστε να απογειώσει το κοινό με το “I Chase The Devil”. Ο Lee Perry πήρε τη σκυτάλη λίγο αργότερα και μπορεί να μην ενθουσίασε με τις φωνητικές ικανότητές του (δεν είμαι σίγουρος άλλωστε αν αυτό αποτελούσε ποτέ το ατού του), αλλά αυτές αποτελούν μέρος μόνο του συνόλου της ιδιόμορφης μουσικής του περσόνας. Αυτής που αποδεικνύει (χρόνια τώρα) πόσο κοντά βρίσκεται η ιδιοφυΐα με την παράνοια.

Αξίζει να σημειωθεί πως, καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, έπαιζαν οι ίδιοι μουσικοί (τα ονόματα των οποίων δεν συγκράτησα – δεν βοηθάει και το κατά τα άλλα αναλυτικό δελτίο τύπου) ενώ ο Adrian Sherwood (ο οποίος δεν βρισκόταν επί σκηνής, αλλά κάπου απέναντι) μίξαρε live τον ήχο, προσθέτοντας τους δικούς του ήχους ή τονίζοντας άλλους (όπως λ.χ. τα delay στο ταμπούρο του Leroy “Horsemouth” Wallace που καθόταν στα τύμπανα), εκμοντερνίζοντας, αν θέλετε, το ηχητικό αποτέλεσμα. Για το τέλος δε, βγήκαν όλοι μαζί για το “War Ina Babylon”, ενώ το live έκλεισε με ένα μικρό happy birthday στον Lee Perry (ο οποίος έκλεισε αισίως τα 74 προ ολίγων ημερών).

Κρίνοντας με μουσικά καθαρά κριτήρια, ομολογώ πως έχω παρακολουθήσει αρκετές καλύτερες συναυλίες. Άξιζε όμως με το παραπάνω να δει κανείς από κοντά καλλιτέχνες οι οποίοι δικαίως θεωρούνται ορόσημα για τον reggae χώρο, μεταξύ αυτών και τον Lee Perry, που έχει συμβάλλει σημαντικά στην εξέλιξη της μουσικής ιστορίας (αν δεχθούμε ότι το dub σαν τεχνοτροπία έχει στην ουσία γεννήσει μουσικά είδη όπως το hip hop ή η drum ‘n’ bass). Πέραν όμως των παραπάνω, γινόσουν επίσης κοινωνός μιας κουλτούρας η οποία θέτει τον άνθρωπο και την αλληλοεκτίμηση στο κέντρο της θεώρησής της… One Love, One People… Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι βγήκαμε μετά το πέρας της βραδιάς στην Ιερά Οδό με ένα ευδιάκριτο χαμόγελο…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured