Φωτογραφίες: Μυρσίνη Πατακάκη (Θεσσαλονίκη) & Δάφνη Ανέστη (Αθήνα)
Θεσσαλονίκη
Το βράδυ της Παρασκευής κατηφορίσαμε προς Λαδάδικα, στο Eighball, για να δούμε τους Γιαπωνέζους Mono. Ξεκίνησα με την καλύτερη διάθεση, όντας γενικότερα fan της post-rock σκηνής, αλλά το πρώτο ευτράπελο μας περίμενε με το καλωσόρισμα…
Φτάσαμε στον συναυλιακό χώρο κατά τις 21.30, την ώρα που ουσιαστικά άνοιξαν και οι πόρτες. Παραδόξως όμως, στην είσοδο δεν είχαν τη guest list, ούτε και τη λίστα με τα (φθηνότερα) ιντερνετικά εισιτήρια. Ήθελαν να δώσουν προτεραιότητα σε όσους πλήρωναν πιο πολύ; Δεν ξέρω… Μετά από 20 λεπτά αναμονής, έφτασε η λίστα για όσους είχαν πάρει εισιτήρια από το ίντερνετ, αλλά για τη guest list, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κι έτσι, κειμενογράφοι και φωτογράφοι εξακολουθούσαμε να περιμένουμε. Τελικά, λίγο μετά τις 22.00 και αφότου είχαν ήδη βγει οι Mono και έπαιζαν για δυο λεπτά, ήρθε και η guest list! Δεν ξέρω ποιος φταίει γι’ αυτό, οι διοργανωτές ή οι υπεύθυνοι του συναυλιακού χώρου, αλλά η όλη κίνηση υπήρξε απαράδεκτη, ακόμα και για τα συναυλιακά δρώμενα της χώρας μας, που δεν φημίζονται για την οργανωτικότητά τους. Χώρια που, ως έμμεσο αποτέλεσμα αυτής της πράξης, οι φωτογράφοι δεν μπορούσαν με τίποτα να βγουν μπροστά, αναγκαζόμενοι έτσι να τραβάνε από το πατάρι του Eighball, αρκετά μακριά δηλαδή από τη σκηνή...
Στις 22.05 βγήκαν λοιπόν επί σκηνής οι Mono. Οι Γιαπωνέζοι ήταν τόσο προσηλωμένοι στο παίξιμό τους, ώστε ώρες-ώρες νομίζαμε ότι έκαναν πρόβα στο στούντιο! Πολύ δεμένοι μεταξύ τους, δεν χρειαζόταν καν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο για να συγχρονιστούν. Έχει και μια ατμοσφαιρικότητα η μουσική τους, που μας κράτησε καθηλωμένους για όλο το σετ. Εμένα προσωπικά με φορτίζει έντονα συναισθηματικά, μου φέρνει μια τάση προς μελαγχολία. Συμβαίνει κι όταν ακούω τους δίσκους τους στο σπίτι, αλλά στη συναυλία το βίωσα αρκετά πιο έντονα…
Περίπου 1 ώρα και 40 λεπτά αργότερα, αποχώρησαν από τη σκηνή, με μια απλή υπόκλιση. Δυο μόνο «παράπονα» έχω: το πρώτο, ότι έπαιξαν κατά βάση από τα δυο τελευταία τους άλμπουμ, πέρα από 2-3 κομμάτια στο τέλος του σετ. Το δεύτερο, η γενική τους συνήθεια να αποφεύγουν τα encores. Βέβαια, μετά από ένα τέτοιο μαγικό σετ, τέτοιες απαιτήσεις φαντάζουν ίσως υπερβολικές…
Αν εξαιρέσουμε λοιπόν το ατυχές γεγονός με τη guest list, ήταν μια όμορφη συναυλία, η οποία μας άφησε ευχαριστημένους. Έχει ξεκινήσει καλά η χρονιά φέτος στη Θεσσαλονίκη, συναυλιακά μιλώντας…
Αθήνα
Δύο Α4 κολλημένα δίπλα στην είσοδο γύρω στις 22.00, ενημέρωναν μία αυξανόμενη ροή από κόσμο στη Μίκωνος ότι τα εισιτήρια είχαν τελειώσει. Λογική κατάληξη της προσμονής των τελευταίων ημερών για τη δεύτερη άφιξη των Mono στην Αθήνα. Πιθανότατα η Μύγα να φιλοξένησε, το τελευταίο σαββατόβραδο του Φλεβάρη, έναν από τους πιο εύστοχους συναυλιακούς συνδυασμούς, λίγο πριν μπει η άνοιξη. Αυτό διότι ο χώρος δεν επενδύθηκε απλώς από τη μουσική ιδιοσυγκρασία του γιαπωνέζικου κουαρτέτου αλλά, μέσω της διαλεκτικής ευαισθησίας του support σχήματος των Sancho, γίναμε μέρος ενός ενδιαφέροντος αισθητικού αποτελέσματος.
Νομίζω ότι ήταν απρόσμενο για τους περισσότερους ότι το ντουέτο των Φώτη Σιώτα (βιολί) και Κώστα Παντελή (κιθάρα) μπορούσε να δώσει τόσο γόνιμη κατεύθυνση στο άνοιγμα της βραδιάς. Γόνιμη διότι έστρεψε την αναμονή για την ιδιαίτερη προσέγγιση των Mono σε μουσικά θέματα που δέχονται το πρόθεμα post- προς ένα συναίσθημα (και διάφορες σκέψεις, ανάλογα με τη διάθεση του καθένα) που θα μπορούσε να απαντάει στον εξής προβληματισμό: πώς άραγε θα ακουγόταν η ανασύνθεση του ελληνικού μουσικού λαϊκού φαντασιακού έχοντας κατά νου μία ιαπωνική ροπή η οποία (συνειδητά) αναζητά έκφραση στις κλασικές Δυτικές φόρμες; Οι Sancho, με χτίσιμο από αυτοσχέδιες λούπες και με τους drone ρυθμούς που άπλωναν στον χώρο, έβγαλαν τη διεστραμμένη φύση της περιοχής μέσα από ενορχηστρώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να ορμώνται από οποιαδήποτε μπασταρδεμένη βαλκανο-μεσογειακή περιοχή. Η πολεοδομική αρρυθμία του Ψυρρή με πείσμα τυλίχθηκε έτσι σε μια εκλεπτυσμένα επεξεργασμένη μουσική άποψη.
Με ήχους από ποτήρια και μπουκάλια τα οποία μπλέκονταν ανάμεσα σε πόδια, οι Mono ανέβηκαν κατόπιν στη σκηνή της Μύγας, για να παίξουν συνθέσεις κυρίως από τον τελευταίο τους δίσκο, Hymn To The Immortal Wind. Ανά στιγμές γίνονταν ένα με τις κυματώδεις ενορχηστρώσεις τους, ενώ στις υπόλοιπες παρασύρονταν σε ένα ήρεμο λίκνισμα, σαν να ακολουθούσε την αρχαία παραδοσιακή μουσική τους. Άψογη απόδοση όλων των κομματιών από το γιαπωνέζικο κουαρτέτο (θετικό στοιχείο και η πολύ καλή ακουστική του χώρου), η ιδιοσυγκρασία του οποίου το έκανε να μην επηρεαστεί από τη φασαρία που συχνά επικρατούσε – με αποκορύφωμα, έπειτα από έναν «διάλογο» ανάμεσα σε μία τύπισσα, η οποία είχε αρχίσει να δημιουργεί πρόβλημα με τις φωνές της, και μερικούς άλλους κοντά της, να της φωνάξει κάποιος «...ε, αφού δεν σε πλακώνει κανείς». Ευτυχώς η στιγμιαία αποσύνδεση που έγινε τότε ανάμεσα στο κοινό και στο συγκρότημα (το οποίο βέβαια δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημα της αναταραχής), δεν ανέτρεψε το συναίσθημα που συνολικά διαμορφώσανε οι Mono.