Φωτογραφίες: Ιπποκράτης Ναυρίδης
Για να πω τη μαύρη αλήθεια, μην έχοντας ξαναδεί τον Κύριο Stone Roses ζωντανά, δεν ήξερα τι να περιμένω από το συγκεκριμένο live. Έχοντας συνδέσει τ’ όνομά του με μερικές από τις θρυλικότερες indie στιγμές, η αδημονία και η προσμονή σταδιακά μετατράπηκαν σε αδιαφορία και βαρεμάρα, ως αυτοάμυνα για ενδεχόμενο φιάσκο. Εξάλλου και το πρόσφατό του – μάλλον μέτριο – άλμπουμ My Way δεν άφηνε πολλά περιθώρια για μεγάλες προσδοκίες. Όλα αυτά όμως μέχρι να χαμηλώσουν τα φώτα και ν’ ανέβει ο Ian επί σκηνής…
Καταφθάνοντας λίγα λεπτά πριν τις 21:00 στο ακόμα φρέσκο Fuzz Club, μπορούσες ήδη ν’ αντικρίσεις μερικές εκατοντάδες άτομα να περιμένουν υπομονετικά για την είσοδό τους. Στην προκαθορισμένη ώρα, οι πόρτες άνοιξαν και ο χώρος άρχισε να γεμίζει από τους πρώτους και τυχερούς, που πρόλαβαν να πλασαριστούν στις προνομιούχες θέσεις. Λίγο μετά τις 21:30, ένα κοινό διψασμένο ν’ αφεθεί στις μουσικές και το ταμπεραμέντο του «King Monkey» (ο ντράμερ των Dodgy αποκαλεί έτσι τον Brown) άρχισε να πυκνώνει ολοένα και πιο πολύ. Η προθέρμανσή μας έγινε με τον ιδανικότερο τρόπο, μ’ ένα DJ σετ που περιλάμβανε αρκετούς εναλλακτικούς ύμνους – και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Περίπου 22:00 και το Fuzz ήταν πλέον ασφυκτικά γεμάτο από 25-30άρηδες (στην πλειοψηφία), οι οποίοι έδειχναν απτόητοι, παρά το περασμένο της ώρας, παρατηρώντας τις σχεδόν νωχελικές κινήσεις των υπευθύνων του soundcheck. Στη συνέχεια τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν, reggae έπαιζε πλέον από τα ηχεία και όλα έδειχναν έτοιμα για ν’ αρχίσει το πάρτι. Το ρολόι έγραψε 22.20 όταν τελικά έφτασε η μεγάλη στιγμή...
Ο Ian Brown και η πενταμελής του μπάντα ανεβαίνουν στην «εξέδρα». Εκείνος, με μαύρα γυαλιά και σε τέλεια φόρμα, χαιρετάει το κοινό και το ρωτάει/προτρέπει αν είναι έτοιμο για χορό. Το εναρκτήριο λάκτισμα με το “Love Like A Fountain” μας απογειώνει. Ο Brown λικνίζεται με τον δικό του τυπικά αγγλικό, μοναδικά κλασικό τρόπο, κρατώντας (τουλάχιστον για το πρώτο μισάωρο) το αγαπημένο του ντέφι ανά χείρας, ενώ οι υπόλοιποι μουσικοί τον πλαισιώνουν επάξια. Συνέχεια με το “Golden Greats”, και πάλι από το δεύτερο σόλο του άλμπουμ, και κατόπιν με το τουλάχιστον σπουδαίο “Golden Gaze”, που γέμισε τον χώρο με τα larger-than-life beats και την αστείρευτη ενέργεια του σπουδαίου και διόλου μπλαζέ performer. Η χρυσή τριπλέτα έκλεισε με το πλέον γνώριμο και αγαπητό “Time Is My Everything”, με τα χαρακτηριστικά α-λα-Calexico πνευστά να ζεσταίνουν την ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια, αφού συνεχώς μας ευχαριστούσε για τις επευφημίες, ο Brown κατέβασε για λίγο τις ταχύτητες με το επιβλητικό “Keep What Ya Got”, ενώ λίγα λεπτά ύστερα απολαύσαμε μία από τις καλλίτερες στιγμές του live: ο Brown άφησε (επιτέλους!) το ντέφι και έπιασε τη φυσαρμόνικα.
Από τις πρώτες κιόλας νότες, και με τον ρυθμό να πρωταγωνιστεί, η αίθουσα πλημμύρισε αναμνήσεις και συναισθήματα, μεταφέροντάς μας πάλι πίσω στις χρυσές μέρες του 1998 και στο “Corpses In Their Mouths”. Ακολούθως ακούστηκαν, μεταξύ άλλων, τα “Laugh Now”, “Vanity Kills”, “Longsight M13” και “Marathon Man”, όπου λίγο έλειψε να τιναχτεί η βραδιά στον αέρα μετά από μία αναπάντεχη βλάβη στους προβολείς. Αλλά ακόμα και τότε ο άκρατος επαγγελματισμός του Ian όχι μόνο τον οδήγησε στο να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του, μα συνέχισε κιόλας με αστείρευτο πάθος. Το βασικό σετ σφραγίστηκε σε κάτι λιγότερο από 70 λεπτά με το αριστουργηματικό “F.E.A.R.”, ενώ η αναμονή για το – ένα και μοναδικό – encore δεν πρέπει να κράτησε παραπάνω από τέσσερα λεπτά. Οι πρώτες νότες και ο ρυθμός πρόδωσαν το αειθαλές “Fools Gold”, ίσως την καλύτερη στιγμή της βραδιάς, όπου και δημιουργήθηκε απερίγραπτη ατμόσφαιρα: αν και ήμασταν όλοι στριμωγμένοι σαν σαρδέλες, ο καθένας αναζητούσε τον προσωπικό του χώρο για να καταφέρει να λικνιστεί στον ύμνο, τον οποίον ο Brown ερμήνευσε σε μία χορταστική, περίπου εξάλεπτη, εκδοχή με tribal προεκτάσεις.
Οι ελπίδες για το “I Wanna Be Adored” ήταν πλέον βάσιμες. Μάταια όμως, αφού μετά ακολούθησαν το πρώτο single από την τελευταία δισκογραφική του δουλειά “Stellify”, ενώ το κλείσιμο ανήκε στο “Just Like You”. Αν και δεν ερμήνευσε το πιο πολυαναμενόμενο τραγούδι του – για τους περισσότερους τουλάχιστον από όσους βρεθήκαμε στο Fuzz – τον συγχωρούμε, γιατί μας χάρισε μία άκρως επαγγελματική, αστείρευτης ενέργειας βραδιά μ’ ένα προσεγμένο και έξυπνα ζυγισμένο tracklist, ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και το ουσιαστικό του παρόν. Και η αλήθεια να λέγεται, ήταν κάτι παραπάνω από επικοινωνιακός μαζί μας ο Ian Brown. Τυχεροί λοιπόν όσοι τον ζήσαμε από κοντά… Έστω και για λίγο.