Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη
Δεν έχω λόγια... Ο Richard Hawley ήταν όσα ακριβώς περιμέναμε κι ακόμη περισσότερα! Θα μου πείτε, είχε κανείς την υπόνοια ότι θα μπορούσε να μην είναι καλός; Όχι βέβαια! Ήταν σαν να πηγαίνεις στο γήπεδο γνωρίζοντας ότι θα δεις έναν ακόμη νικηφόρο αγώνα της ομάδας σου. Με τη διαφορά ότι δεν είχαμε δει ποτέ τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη στη χώρα μας – σε σόλο εμφάνιση εννοείται, γιατί είχε παίξει παλιότερα κιθάρα με τους Pulp στη συναυλία τους στο Rockwave της Φρεατίδας, το πάλαι ποτέ – και οι προσδοκίες μας από εκείνον ήταν έτσι πολλές. Και φυσικά απέδωσε τα δέοντα...
Λίγο ή πολύ ξέραμε τι να περιμένουμε, κι αυτό ελπίζαμε να μας δώσει με τα ζωντανά μετουσιωμένα τραγούδια του. Θέλαμε δηλαδή να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα εκείνη που μόνο οι δικοί του δίσκοι θαρρείς ότι έχουν ορισμένες φορές, μια ατμόσφαιρα γεμάτη με εικόνες από ρομαντικά ζευγάρια τα οποία συναντιούνται σε χαρακτηριστικά σημεία της πόλης του, του Sheffield, γωνιές με τη δική τους ιστορία που δίνουν τους τίτλους των τελευταίων του δίσκων. Θέλαμε επίσης να μεταμορφώσει τον συναυλιακό χώρο σε ένα τεράστιο μπαρ, γεμάτο καπνό τσιγάρων («γι’ αυτό αγαπώ την Ελλάδα, επειδή μπορείς ακόμα να καπνίζεις παντού» είπε από σκηνής ο Hawley, πριν ανάψει ένα!), όπου οι ιστορίες του θα έρθουν και θα ενωθούν με τις δικές μας ιστορίες και θα πιούμε στην υγεία όλων όσων έχουν νιώσει την καρδιά τους να γίνεται δύο ή και περισσότερα κομμάτια. Θέλαμε τέλος να νιώσουμε την ίδια κατάνυξη μ’ εκείνη που νιώθουμε ακούγοντας τους δίσκους του, σε ακόμη εντονότερο όμως βαθμό, από τη στιγμή που το εκκλησίασμα θα λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μας...
Τα πέτυχε όλα αυτά ο Richard Hawley, και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση, χωρίς ίχνος ιδρώτα να στολίσει το μέτωπό του και χωρίς να πειραχτεί ούτε τρίχα από το καλοχτενισμένο κοκοράκι του. Αρκούσε η φωνή, καθαρή και βαθιά όπως την ξέρουμε και τη θαυμάζουμε, αρκούσε η πιστή ερμηνεία από τον ίδιο και την υπόλοιπη μπάντα του (τέσσερις ακόμη μουσικοί στο μπάσο, κιθάρα, τύμπανα και πλήκτρα), αρκούσαν τα τραγούδια του, αρκούσε η μαγεία της στιγμής και το βάρος μιας Τέχνης η οποία έχει δώσει προ πολλού τις εξετάσεις της και έχει περάσει με άριστα. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει κανείς; Άκουσα κάποια παράπονα σχετικά με το ότι υπήρχε μία έλλειψη επικοινωνίας με το ακροατήριο (για τον Hawley συγκεκριμένα, καθώς το support δεν το πρόλαβα). Σύμφωνοι, θα μπορούσαν να είναι καλύτερα τα πράγματα σ’ αυτόν τον τομέα, όπως όταν ο Richard διηγήθηκε μια μικρή ιστορία σχετικά με το “For Your Lover Give Some Time”, πριν το πει. Από την άλλη όμως, πόσα αφαίρεσε μια τέτοια απώλεια από τη συνολική αποτίμηση της συναυλίας; Μάλλον λίγα κατά τη γνώμη μου.
Το τελευταίο του άλμπουμ Truelove's Gutter είχε τη μερίδα του λέοντος στο ρεπερτόριο που επέλεξε να ερμηνεύσει, και λογικό εδώ που τα λέμε. Όχι εξίσου λογικό όμως ότι άφησε απ’ έξω τα τραγούδια του Lady's Bridge, ακόμη και το “Streets Are Ours”, το γνωστότερό του ίσως κομμάτι – μαζί με το “Ocean”, με το οποίο κι έκλεισε συνολικά το σετ του. Είχε να κάνει μάλλον με την επιλογή του να προσπεράσει κάθε upbeat στιγμή της καριέρας του προκειμένου να κρατήσει το κλίμα σε επίπεδα ημίφωτα, κατάλληλα να λειτουργήσουν σαν καταφύγιο της ψυχής ενός crooner και της καρδιάς ενός αθεράπευτου ρομαντικού.
Όλα άψογα, όλα τέλεια, δεν κρύβω ότι υπήρξαν στιγμές όταν ευχήθηκα να είχαμε συχνότερα κιθαριστικά ξεσπάσματα, ώστε να καθαρίζουν τα σωθικά μας από τα συναισθηματικά βάρη που μας έβγαζε αβίαστα στην επιφάνεια ο Hawley – μιας και είναι γνωστό ότι ένα καλό και ζωώδες feedback παίρνει μαζί του κάθε είδους ψυχολογικές ακαθαρσίες – αλλά αυτές υπήρξαν λίγες. Δεν μπορούσαν να γείρουν την πλάστιγγα προς την πλευρά που εξάγει ως συμπέρασμα ότι γίναμε θεατές μιας παράστασης κουρδισμένης με ακρίβεια ώστε να μην αποτύχει, χτυπώντας στα κατάλληλα σημεία τον ακροατή. Όχι, ένιωσα ότι ήταν απόλυτα ειλικρινής στις προθέσεις του ο Hawley κι ότι ήταν από καρδιάς το σόου του. Εξ’ ου και στόχευσε με τέτοια μοναδική ακρίβεια στο ίδιο ακριβώς σημείο του δικού μας σώματος...