Φωτογραφίες: Olga K
Ένα επιβλητικό, υπερμέγεθες, άκρως εντυπωσιακό Κ για σκηνικό, μια ολιγομελής στιλάτη μπάντα, μια χορεύτρια με διακριτικό ρόλο και όλα ήταν έτοιμα για να υποδεχτούν μια από τις γοητευτικότερες παρουσίες της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Η Patricia Kaas εμφανίστηκε γεμάτη λάμψη και ομορφιά μπροστά σε ένα κατάμεστο Badminton, που την αποθέωνε περιμένοντας, με έκδηλη ανυπομονησία, να παρακολουθήσει τη δικιά της εκδοχή του cabaret – με Κ, δηλαδή cabaret α-λα-Kaas. Και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό.
Χωρίς υπερβολές, με μια εκλεπτυσμένη, μινιμάλ αισθητική, η Kaas – μέσα σε ένα δίωρο – τίμησε τη Γερμανία του 1930 και μετέφερε την ατμόσφαιρα του cabaret με έναν απόλυτα δικό της, μοντέρνο τρόπο: τη συνδύασε υποδειγματικά με το γαλλικό chanson, την jazz και τα blues, την εμπλούτισε με όμορφες χορογραφίες, την επικαιροποίησε με σύγχρονες ενορχηστρώσεις, την οπτικοποίησε χρησιμοποιώντας στοιχεία από τον βουβό κινηματογράφο, την απογείωσε με μια θεατρικότητα γεμάτη από στοιχεία παντομίμας, ενώ τόνισε την καλλιτεχνική υπόστασή της απαγγέλλοντας πεζά ερωτικά κείμενα ανάμεσα στα τρία βασικά μέρη – και αν ακόμα δεν καταλάβαινες λέξη γαλλικά μαγευόσουν από την αισθαντικότητα της φωνής της. Η μυστηριώδης Μάρλεν Ντίντριχ του πρώτου μέρους με το μακρύ σακάκι, το μαύρο καλσόν, τις λευκές ψηλοτάκουνες γόβες και τα εντυπωσιακά κοσμήματα, μετατράπηκε στην λιτή Εντίθ Πιαφ του δεύτερου μέρους με το κομψό, μαύρο φόρεμα, για να καταλήξει στη μπουρλέσκ, γεμάτη ερωτισμό και λαγνεία, φιγούρα της τελευταίας ενότητας, με τη μεταξωτή φόρμα και την αποκαλυπτική, γυαλιστερή μπέρτα.
Μέσα από τα παραπάνω η ίδια η μουσική, η οποία αποτελεί και το ζητούμενο σε τελική ανάλυση, όχι μόνο δεν πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αλλά αναδείχτηκε ακόμα περισσότερο. Έτσι, εκτός από αρκετά κομμάτια από το τελευταίο άλμπουμ Kabaret, απολαύσαμε τραγούδια από το παρελθόν όπως τα “Les Homes Qui Passent” – θυμίζω ότι είναι το γνωστό στα ελληνικά με την Αλεξίου, “Οι Άντρες Περνούν Μαμά” – “Mon Mec A Moi”, “D’ Allemagne”, “Un Fill De L’ Est”, “Il Me Dit Que Je Suis Belle”, “Enter Dans La Lumiere”, “Elle Voulait Jouer Cabaret”, για να φτάσει το πανηγυρικό κλείσιμο με το “Mademoiselle Chante Le Blues”, που αποτέλεσε και την πρώτη μεγάλη της επιτυχία πίσω στα τέλη των 1980s. Το κοινό, ενθουσιασμένο, χειροκροτούσε όρθιο περισσότερο από ένα τέταρτο, προκαλώντας ένα συγκλονιστικό encore. Για πάνω από είκοσι λεπτά η Kaas ξυπόλυτη πια, μαυροντυμένη, διακριτικά συγκινημένη – όπως οφείλει να είναι μια αληθινή σταρ – σαγηνευτική στην απλότητά της και πιο αληθινή από κάθε άλλη στιγμή της βραδιάς, τα έδωσε όλα τραγουδώντας, ανάμεσα στα άλλα, και μια σπαρακτική ταγκό εκδοχή του “If You Go Away”.
Ενώ το παραλήρημα του κόσμου αποκορυφώθηκε στο οριστικό, πια, τέλος με την ανατριχιαστική εκτέλεση του – τόσο αδικημένου στην περσινή Eurovision, μα καταξιωμένου στις συνειδήσεις όλων – “Et S’ Il Fallait Le Faire”, η Kaas μας αποχαιρέτησε με τον ευφάνταστο προσωπικό χορό της μέσα σε έναν καταιγισμό λατρευτικών εκδηλώσεων: μέχρι και σημαία με ένα τεράστιο Κ σηκώθηκε ανάμεσα στο κοινό! Λατρεία μη αναμενόμενη για τον χώρο και το είδος της μουσικής, απολύτως δικαιολογημένη εκ του αποτελέσματος πρέπει να ομολογήσω. Μέσα σε ένα δίωρο η σπουδαία αυτή, πολυτάλαντη καλλιτέχνης μας απέδειξε περίτρανα ότι συνδυάζοντας κανείς με ταλέντο και υψηλή αισθητική διάφορα μουσικά είδη και μορφές τέχνης, μπορεί να απογειώσει την pop μουσική δίνοντας νόημα σε τόσο ταλαιπωρημένους στη χώρα μας όρους όπως σόου και ντίβα και στηρίζοντας πανάξια μια πραγματικά μεγάλη διεθνή καριέρα. Γι’ αυτό και η εγωιστικά ναρκισσιστική «κατάχρηση» του όρου Kabaret φάνταζε απόλυτα ορθή!