Ακούω και διαβάζω πολλές φορές τα παράπονα θεατών και κριτικών περί του Rodeo. Να δεχτώ λοιπόν ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο οι δυο κολώνες μπροστά στη σκηνή ή το ύψος αυτής, ιδιαίτερα σε περιστάσεις όταν το μέρος γίνεται πίτα. Αν όμως απαγορευτεί σεχταριστικά η είσοδος σε ψηλέους άνω των 1.90, τα πράγματα κυλούν ήρεμα διότι και ο ήχος έχει βελτιωθεί αισθητά, αλλά και η ατμόσφαιρα του χώρου είναι αυθεντικά rock ‘n’ roll. Αγαπητοί συνδαιτυμόνες στο γενικότερο τσιμπούσι των ελληνικών συναυλιών, σας πληροφορώ ότι, πρώτον, τα διάφορα joints σε άλλες χώρες δεν έχουν ούτε τη μισή από την ατμόσφαιρα του Rodeo (χώρια την ιστορικότητα…) και, δεύτερον, μπορεί για τις κρίσεις σας να φταίει ότι αντρωθήκατε (και γυναικωθήκατε…) με άνετους χώρους όπως το Ρόδον και το Gagarin, χωρίς να έχετε τρέξει σε διάφορα (ανά την περιφέρεια και κέντρο) μαγαζιά – από τα οποία μπορεί να έλειπαν μερικοί βασικοί πόντοι στην κλίμακα του Forbes, αλλά κέρδιζαν τα πάντα στην κλίμακα Protrudi.

Τέλος με τα παππουδίστικα διδάγματα κάπου εδώ. Χρησιμοποιώ το τελευταίο όνομα της προηγούμενης παραγράφου, αυτό του παραδοσιακού πρίαπου του garage, για να εξιστορήσω τι έπραξαν μερικά από τα ανίψια του το βράδυ της Πέμπτης στο Rodeo. Οι Snails εμφανίστηκαν στην ώρα τους, κοντά στις 10.30 μ.μ., ώστε να υποστηρίξουν για άλλη μια φορά το psych ‘n’ roll τους, απόλυτα αναγκαία κίνηση μιας και μόλις το περασμένο καλοκαίρι εξέδωσαν το πρώτο τους δισκογραφικό πόνημα σε μορφή single (Heartbreaker, στην Action Records). Και ναι μεν η αρχή, όπως και ολόκληρο το σετ, στάθηκε λίαν ενθαρρυντική για τα ώτα μας, δεν μπορώ όμως να μην διατυπώσω μερικές ενστάσεις. Καλοπαιγμένο το α-λα-1980s revival garage τους (διότι τέτοιο είναι), καλό μπάσο και μια φυσαρμόνικα επιτυχημένα βαλμένη στις ενορχηστρώσεις, αλλά τα πιατίνια δεν μπορούν να κυριαρχούν σε όλες τις συνθέσεις και πτυχώσεις τους. Το συνεχές κοπάνημα hi hat, του κατά τα άλλα αξιοπρεπούς στους αρμούς του ντράμερ, μόνο ισοπέδωση προσφέρει στις συνθέσεις και στο ξεδίπλωμα τους. Από την άλλη ο Χρήστος Φουρναλής ως τραγουδιστής θα έπρεπε νομίζω, εκτός από κινησιολογικό θάρρος σε σχέση με το μικρόφωνο και τη βάση του, να αποκτήσει και περισσότερη βία στο λαρύγγι του: ταιριάζει απόλυτα με κάποιες από τις συνθέσεις τους και δεν έχει να κάνει αυτή η παρατήρηση μου με το live mix από την κονσόλα. Οι Snails έμειναν ακόμα ασυνήθιστα πολλή ώρα στο σανίδι (για support), γλιτώνοντας στο τσακ την κούραση των θεατών. Οι οποίοι, αν και υποστηρικτές αυτού που έβλεπαν, στα σίγουρα δεν βίωσαν την έκρηξη που ίσως δεν περίμεναν, πάντως όφειλε η μπάντα να κάνει. Πάντως το συγκρότημα είναι καλοπροβαρισμένο και κατασταλαγμένο στο σλάλομ το οποίο επιχειρεί ανάμεσα στα ημιψυχεδελικά μονοπάτια (παρεχόμενα κυρίως από τον Λάμπρο Καρνακόπουλο στη lead κιθάρα) και το βρώμικο garage (που όμως θέλει περισσότερο γρέζι για να αναδείξει τα αρώματα του).

Το δεύτερο support σχήμα, οι Mongrelettes, στο πρώτο-πρώτο τους live, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Και δεν μιλάω για το ότι αποτελούν κατά μία έννοια girl band, μιας και αποτελούνται κατά 4/5 από γυναίκες. Μιλάω για το ότι δεν πρόκειται για κάποιο garage αποκύημα, μα για ένα shake του παλιού καλού καιρού, με πινελιές που θυμίζουν garage να μπαίνουν κυρίως από τα πλήκτρα του Tito Mongrel. Η μπασίστρια είχε άγχος, όμως δεν το άφησε να μετατραπεί σε κακό παίξιμο – ίσα-ίσα ήταν η μόνη που συγκρατούσε τον κορμό σε κάποιες φάσεις του σετ. Κορμός ο οποίος σίγουρα δεν υποστηρίχθηκε καθόλου σωστά από τα ντραμς. Και δεν με πειράζουν τα δυο κορυφαία λάθη στα πρώτα λεπτά, αλλά η γενικότερη πενία εκφραστικών δομών. Η φωνή πάλι της Μαρίκας, αν και ανέδιδε μία indie καταγωγή (και για την ακρίβεια κάποια αγγλικά pop περάσματα στις γέφυρές της), εντούτοις σε δυο σημεία όπου φόρτσαρε η μπάντα ανέδειξε ένα εντυπωσιακό γρέζι: κατέχει τον σπόρο για να αναδείξει μια σχεδόν riot glllr περσόνα. Κατά τα άλλα πάντως το κόκαλο των συνθέσεων ακουγόταν διάτρητο και σίγουρα χρειάζονται πολλές πρόβες για να μην παίρνουν οι Mongrelettes συγχωροχάρτι από το ανδρικό κοινό εξαιτίας του φύλου τους και μόνο (πράγμα που είναι σοβινιστικό).

«Και μετά τι συνέβη πατέρα»; Ρωτάει ο ήρωας ενός παλιού ιρλανδικού παραμυθιού, για να πάρει την απάντηση «ήρθαν οι σωτήρες». Μετά λοιπόν τους Mongrelettes, ήρθαν οι λυτρωτές του garage ήχου... Δεν τους έβαζε το μάτι σου τους Magnificent Brotherhood όση ώρα κυκλοφορούσαν μεταξύ καμαρινιών, σάλας και μπαρ προετοιμαζόμενοι για την εμφάνιση τους και κόβοντας κίνηση – μη βγάλετε λάθος συμπεράσματα, λογικό είναι μιας και είχαν μπροστά τους για πρώτη φορά το ελληνικό κοινό εν όψει της τριήμερης τουρνέ τους σε Αθήνα, Λάρισα και Θεσσαλονίκη. Ειδικότερα εκείνος ο λιλιπούτειος Kiryk Drewinski (κιθάρα/φωνητικά) δεν πιανόταν με το που πάτησε η μπάντα το play. Αεικίνητος, νευρώδης, θαυμάσιος κιθαρίστας (και στα βρώμικα σόλο του αλλά και στα ακομπανιαμέντα του που δεν είχαν κανένα ίχνος κενού στην αρμολόγηση τους), επικοινωνιακός χωρίς να προσκυνάει το κοινό, και με καλά φωνητικά, τα οποία τσάκισαν πολλούς φθασμένους performers του είδους, έστω κι αν τους έλειπε η χαρακτηριστική χροιά. Αλλά ο κατά μία έννοια star της μπάντας αποδείχθηκε εκείνος ο αγαθός(;) γίγαντας που βασανίζει τα πλήκτρα και έχει αναλάβει επίσης τα δεύτερα φωνητικά, ο Erik Haegert. Γιατί εκτός του ότι «καταβρόχθιζε» κουτιά μπύρας των 500ml ήταν μία απολαυστική ατραξιόν, καθώς και απόλυτος ενσαρκωτής του σωστού garage πνεύματος – τουτέστιν αλητάμπουρας, επιβλητικός, επικίνδυνος και κύριος την ίδια στιγμή. Αξίζει επίσης συγχαρητηρίων ο Jan Rohrbach στο μπάσο που, μονίμως στα δάκτυλα των ποδιών από την ένταση της performance του, παρέδωσε μαθήματα ακρίβειας και έστειλε πολλά σαγόνια να συναντήσουν το πάτωμα και τη μοκέτα του Rodeo. Άψογα τέλος και τα ντραμς, τα οποία – αν και αισθητικώς άσχετα με την υπόλοιπη μπάντα – εντούτοις σε καθαρά ενορχηστρωτικό επίπεδο μας ανάγκασαν να υποκλιθούμε με την υποστήριξη που παρείχαν με τη μετρονομία τους και την απόλυτα πανφασματική τους χρήση του συνόλου της batterie.

Και εκεί ακριβώς μπορούμε να ανιχνεύσουμε την απόλυτα σημερινή παρουσία των Magnificent Brotherhood, ασχέτως αν ευαγγελίζονται παλαιότερες φόρμες τραγουδιών και ήχου. Οι συνθέσεις τους και η παρουσία τους πάνω στη σκηνή δεν έχουν κάτι το παλαιικό. Δεν ορκίζεσαι για τα 1990s αλλά στα σίγουρα το punk και το κυνοδόντικο new wave των πρώιμων Cure, το no wave της Lunch και του αντισηπτικού Ιησού της κάπου έχουν βρει να τρυπώσουν στην ένταση αυτής της μπάντας πάνω στη σκηνή. Όμορφο rock ‘n’ roll, με τα παντελόνια καρφωμένα στον καβάλο, με μούντζα στο χίπικο και κολεγιακό Σαν Φρανσίσκο, αλλά με υποκλίσεις στο βαθύ τεξανό garage (χαλαρά το αγριότερο και καλύτερο κατά την άποψη του υπογράφοντος). Οι Βερολινέζοι παρέδωσαν ένα garage που μας κάρφωσε στο έδαφος και κέρδισε το χειροκρότημα πολύ πιο επάξια από πολλά ονόματα του είδους, τα οποία κατά καιρούς έχουν επισκεφθεί τη χώρα μας, στέλνοντας έτσι πολλά αουφίντερζεν σε ανάλογες μπάντες – ημεδαπής και αλλοδαπής...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured