Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη (Αθήνα) & Μυρσίνη Πατακάκη (Θεσσαλονίκη)

Θεσσαλονίκη (17/12)

Φεύγοντας από το Principal την Πέμπτη το βράδυ, σκεφτόμουν ότι αξιώθηκα να δω τους αγαπημένους μου Red Snapper για δεύτερη φορά μέσα σε έναν περίπου χρόνου στη Θεσσαλονίκη – σε ένα live μάλιστα που αποδείχθηκε καλύτερο από το προηγούμενο. Έστω κι αν η βραδιά δεν ξεκίνησε με άριστους οιωνούς, μιας και λίγο η αυξημένη κίνηση λόγω εορτών και λίγο η μεγάλη απόσταση του Principal από την πόλη μας έκαναν να πέσουμε έξω στους υπολογισμούς μας και να χάσουμε το support group, φτάνοντας στο διάλειμμα. Ζητώ συγγνώμη από τους Broken Tempo, στάθηκε όμως αδύνατον να τους προλάβουμε.

Κατά τις 10.45 υποδεχθήκαμε στη σκηνή τους Red Snapper, οι οποίοι και… στρώθηκαν κατευθείαν! Ξεκίνησαν με το “Crusoe Takes A Trip”, το πρώτο κομμάτι τους δηλαδή από το άλμπουμ Prince Blimey, που ο γράφων θεωρεί και το αποκορύφωμά τους. Στη συνέχεια ακούσαμε επίσης τα “Lagos Creepers”, “Get Some Sleep Tiger” και “The Sleepless”, μεταξύ άλλων, σε ένα σετ που ολόκληρο αποδείχθηκε μαγευτικό και το παρακολουθούσες ούτως ή άλλως με μια ανάσα, ανεξαρτήτως των highlights τα οποία αναφέρω εδώ. Όποιος έχει ασφαλώς ξαναπάει σε συναυλία των Red Snapper γνωρίζει ότι στα live τους είναι πολύ καλύτεροι απ’ ό,τι στα άλμπουμ. Κι αυτό συμβαίνει για έναν απλό λόγο: αυτοσχεδιασμός! Αλλά δεν είναι απλά ο αυτοσχεδιασμός, είναι που οι άνθρωποι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός πως δεν υπάρχει ούτε ένα live το οποίο να μην «τους πήγε». Έτσι, είτε με προεκτάσεις σε κομμάτια, είτε με σφήνες στη μέση αυτών, ακούσαμε μουσικά θέματα τα οποία δεν καταγράφονται. Οι τύποι παίζουν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι μεν, δείχνουν όμως συνάμα ότι μπορούν να αυτονομηθούν και να ξεφύγουν από την πεπατημένη των συνθέσεών τους, χωρίς να χαλάσουν και τους υπόλοιπους. Η άψογη συνεργασία τους φαίνεται άλλωστε στη σκηνή.

Οι Βρετανοί έπαιξαν ένα σετ διάρκειας μίας ώρας και είκοσι λεπτών περίπου, το οποίο ακολούθησε το αναμενόμενο encore, για λίγο παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας – η συναυλία τελείωσε λοιπόν μισή ώρα περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Το Principal ήταν μεν γεμάτο κόσμο, αλλά όχι ασφυκτικά. Υπήρχε δηλαδή ακριβώς η ποσότητα εκείνη που θεωρώ προσωπικά ιδανική για μια συναυλία σε κλειστό χώρο. Όσοι βρέθηκαν στο club έμειναν δε κατενθουσιασμένοι με τους Red Snapper, με τις επευφημίες να πέφτουν βροχή – πολλές φορές μάλιστα ακόμα και στη μέση ενός κομματιού! Ένα μικρό παράπονο έχω πάντως για τον ήχο: στα υψηλά περάσματα της κιθάρας και του σαξοφώνου, δεν πολυξεχωρίζαμε τις νότες…

Ζήσαμε λοιπόν σχεδόν δυο ώρες γεμάτες μαγεία από τους Red Snapper, σε μια συναυλία με πολύ και ενημερωμένο κόσμο και όμορφα οργανωμένη. Όσοι δεν τους έχετε ξαναδεί, μην τους χάσετε αν μας ξανάρθουν, είναι αμαρτία. Εγώ προσωπικά κλείνω από τώρα για την επόμενη εμφάνισή τους στην Ελλάδα!

Αθήνα (19/12)

Κατά τη διάρκεια του live των Red Snapper μου ήρθε η σκέψη πως οι συγκεκριμένοι Άγγλοι συγκαταλέγονται στα συγκροτήματα εκείνα που πλέον ακούγονται αρκετά γνώριμα σε πολλούς. Κι αυτό όχι απαραίτητα γιατί οι δίσκοι και τα τραγούδια τους κάθε αυτά αποτελούν αναγνωρίσιμα μεγέθη, αλλά διότι οι νεωτερισμοί που προώθησαν στη μουσική τους (κυρίως μέχρι την πρώτη διάλυσή τους το 2002) έχουν γίνει θεμέλια πάνω στα οποία πολλές άλλες μπάντες έχτισαν κατόπιν τη δική τους μουσική άποψη. Περιττό νομίζω να αναφέρω ότι συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους φαν τους – και έχοντας μάλιστα χάσει την περσινή τους εμφάνιση, βρέθηκα στο Rodeo με μια αίσθηση λαχτάρας.

Ήξερα βέβαια ότι οι Red Snapper έχουν εσχάτως μετατοπίσει τον δημιουργικό άξονα της μουσικής τους προς την acid jazz και έτσι οι ελπίδες μου να ακούσω μερικά από τα τραγούδια που – πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (ή στις αρχές των ’00s) – με έκαναν να στρέψω την προσοχή μου σε πιο ηλεκτρονικά ακούσματα, ήταν αμυδρές. Παρόλα αυτά, έχοντας σε υπόληψη την τελευταία δισκογραφική τους προσπάθεια (το περσινό Pale Blue Dot), αποφάσισα από τα πριν να μην αφήσω τέτοιου είδους σκέψεις να δηλητηριάσουν τη διάθεσή μου. Κι όμως, μετά τα πρώτα εισαγωγικά λεπτά, ο Ali Friend έπιασε με το κοντραμπάσο του τις πρώτες νότες του “Sleepless” – το τραγούδι δηλαδή που ανοίγει τον καλύτερο ίσως δίσκο τους, το Making Bones του 1999. Και οι ελπίδες μου, προς στιγμήν, αναπτερώθηκαν! Βέβαια τα φωνητικά του MC Det, έλειπαν, κάνοντας το κομμάτι λιγάκι πιο επίπεδο, αν και παρέμενε αρκούντως απολαυστικό. Οι δυνατές δε γραμμές της κιθάρας του David Ayers στο “Wanga Doll”, που ακολούθησε, εισήγαγαν στον ήχο τους μια πιο «rocky» διάθεση (από αυτή την οποία περίμενα προσωπικά), στοιχείο πάντως που αποδείχθηκε – σε σημεία – βαρύνουσας σημασίας και έτυχε ιδιαίτερα θερμής αντίδρασης από το κοινό.

Ακούστηκαν επίσης αρκετά καινούργια τραγούδια, που θα συμπεριληφθούν στον επόμενο δίσκο των Snapper (την ερχόμενη άνοιξη), η πρώτη ζωντανή ακρόαση των οποίων μου άρεσε, χωρίς όμως να με ενθουσιάσει. Φάνηκε πάντως πως διατηρούν την ποιοτική στάθμη σε ικανοποιητικά επίπεδα, ακολουθώντας σε χονδρικές γραμμές τον ήχο της περσινής κυκλοφορίας τους. Η οποία, όπως άλλωστε αναμενόταν, είχε την τιμητική της καθώς ακούστηκαν σχεδόν όλες οι συνθέσεις (εκτός του “Deathroll” – αν δεν με απατά η μνήμη μου), με κορυφαίες στιγμές τα “Moving Mountain” και “Lagos Creepers”. Φρούδες λοιπόν οι ελπίδες μου, αφού οι αναφορές τους στο παρελθόν σταμάτησαν (δυστυχώς) στο “Sleepless”.

Σε γενικές λοιπόν γραμμές οι Red Snapper απέδειξαν ότι συνεχίζουν να αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα μπάντα, παρουσιάζοντάς μας την παρούσα δημιουργική φάση τους. Η οποία, στη ζωντανή της διάσταση, έμοιαζε να λειτουργεί εξαιρετικά. Τα κομμάτια είχαν για οδηγό το κοντραμπάσο του Friend (πότε με παραμορφωμένες και πότε με πιο καθαρές γραμμές), την παρουσία του οποίου μπορώ άνετα να χαρακτηρίσω πληθωρική – σε καλλιτεχνικά επίπεδα εννοείται – ενώ ο Rich Thair στα ντραμς συμπλήρωνε ιδανικά το στιβαρό rhythm section, ο Ayers στην κιθάρα βοηθούσε πολύ στο μελωδικό κομμάτι (αλλά και στις εντάσεις) και ο Tom Challenger στο σαξόφωνο έδινε τις εμφανείς jazzy παραπομπές στον συνολικό ήχο. Το σετ των Snapper ήταν αρκετά δυνατό, με αρκετές εξάρσεις. Μετά από μιάμιση περίπου ώρα εγκατέλειψαν τη σκηνή αφήνοντας την πλειοψηφία του πολυπληθούς – για τα δεδομένα του Rodeo – κοινού (εμού του ιδίου συμπεριλαμβανομένου) εμφανώς ικανοποιημένη. Όσο για τον χώρο, παρόλο που είχα τις ενστάσεις μου κατά πόσο ταίριαζαν ηχητικά οι Red Snapper εκεί, η αμεσότητα η οποία παρέχει βοήθησε εμφανώς αρκετά τη δυναμική της συναυλίας – ακόμη κι αν πολλά από όσα γίνονταν στη σκηνή πολλοί δεν τα είδαν ποτέ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured