Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη

Αθήνα (Παρασκευή 27/11)

Δύο sold out συναυλίες την ίδια μέρα στην Αθήνα. Η μία στο «καθιερωμένο ραντεβού του Νοεμβρίου» και η άλλη σ’ ένα ασφυκτικά γεμάτο An. Γιατί πέρα από τα εμπορικά – και συγχρόνως αστεία στην προκειμένη – κατασκευάσματα της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, εμφανίζεται μια γλυκιά δικαιοσύνη, αποτέλεσμα αναγνώρισης της σχεδόν αψεγάδιαστης πορείας του David Eugene Edwards.

Θα ήθελα να υπερτονίσω πόσο μεγάλο προσωπικό απωθημένο μου ήταν να δω από κοντά τον Edwards, μιας και κάθε φορά κάτι συνέβαινε και τον έχανα. Γι’ αυτό δεν κρύβω ότι, όσο και να γούσταρα που είδα την πινακίδα «sold out» στην πόρτα του club γύρω 21.45 όταν έφτασα (που σημαίνει ότι έχασα το support των Empty Frame), ήξερα σίγουρα ότι δεν θα έβλεπα καλά και πιθανότατα να μην ανέπνεα κιόλας. Και όντως κάπως έτσι αποδείχθηκαν τα πράγματα. Πάρα πολύς κόσμος, άμεση επίσκεψη έντονου πονοκέφαλου και μια διαρκής βόλτα για να βρεθεί μια γωνιά να βλέπω, τον πάντα καθισμένο στην καρέκλα του, Edwards. Αν μάλιστα το ζευγάρι μπροστά μου στο δεύτερο κομμάτι της βραδιάς δεν ανακοίνωνε στην υπόλοιπη παρέα του «είμαστε σαν τα πρόβατα και δεν βλέπουμε κιόλας, εμείς φεύγουμε» μάλλον δεν θα έβλεπα τίποτα και αναγκαστικά θα περιοριζόμουν στο να χαζεύω τον Pascal Humbert. Ο οποίος, όταν παίζει μπάσο, ορκίζεσαι ότι ακούς και δεύτερη κιθάρα και πλήκτρα και μια ολόκληρη ορχήστρα μην σας πω. Αν δεν τον έχετε προσέξει για τη δουλειά του και στους 16 Horsepower, να ψάξετε και τις δύο δουλειές του ως Lillium μαζί με τον Jean-Yves Tola (ειδικότερα το Short Stories στην Glitterhouse).

Αφού λοιπόν βολευτήκαμε όσο το δυνατόν καλύτερα, για περίπου 1 ώρα και 20 λεπτά παρακολουθήσαμε μια απερίγραπτα σπουδαία συναυλία, ολοκληρωτικά ταγμένη στην ένταση και στην οργισμένη ερμηνεία αυτού του μεγάλου performer. Θα ήθελα να κάνω διάφορες αντιστοιχίες για το πως ακριβώς ο Edwards αποδίδει τα γεμάτα εμμονές τραγούδια αλλά με πρόλαβε λίγες μέρες πριν ο Άρης Καραμπεάζης και αντιγράφω: «Θρασύς Mick Jagger σε μετεφηβική ηλικία. Ian Curtis σε πλήρη διάσταση επιληπτικής κρίσης. Johnny Cash με αφόρητα γοητευτικό το αυστηρό του βλέμμα. Σαλεμένος Jeffrey Lee Pierce. Nick Cave που δεν διορίστηκε στο Δημόσιο της μουσικής βιομηχανίας. Elvis που δεν πήγε στο στρατό. Gordon Gano ανίκανος να χορέψει. Robert Smith χωρίς τη φροντίδα κομμωτηρίου. Bob Dylan που παίζει για την πάρτη του και μόνο. Αγγελάκας που φύτρωσε σε μια αμερικάνικη επαρχία. Will Oldham με επί σκηνής χάρισμα. Trent Reznor σε κρίση ειλικρίνειας». Όλα αυτά μαζί τα είδαμε και κυρίως νιώσαμε σε όλη την διάρκεια του σετ των Woven Hand, το οποίο εστίασε στα πιο «άγρια» κομμάτια της δισκογραφίας τους – και ειδικότερα στο περσινό Ten Stones. Προσωπικά highlights το “Beautiful Axe” και το “Not One Stone” με το εξαιρετικό παίξιμο του Ordy Garrison στα ντραμς.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να κατηγορήσω όσους δεν πέρασαν καλά ή έφυγαν στα μισά της συναυλίας. Όσο και να το αγαπάς το An, όταν είναι γεμάτο είναι ανυπόφορο. Πραγματικά κακό. Τουλάχιστον όσοι άντεξαν αυτή τη φορά ανταμείφθηκαν. Και οι διοργανωτές στην επόμενη επίσκεψη του Edwards και της παρέας του να μας πάνε κάπου αλλού γιατί δεν χωράμε... Υπάρχει πάντως λίγη δικαιοσύνη. Έστω και στη μουσική.

Θεσσαλονίκη (Σάββατο 28/11)

To Σαββατόβραδο που μας πέρασε είχα επιτέλους την τύχη να δω τους Woven Hand στο Block33 στη Θεσσαλονίκη. Όντας μεγάλος fan του David Eugene Edwards, περίμενα αυτό το live πώς και πώς, πόσο μάλλον από τη στιγμή που το είχα χάσει πρόπερσι και μάλιστα για λίγο…

Λόγω άλλων υποχρεώσεων, έφτασα σχετικά αργά στο Block 33 κι έτσι έχασα το support group, τους Accra Minoa. Δεν με πείραξε και τόσο, όμως, μιας και τους είχα ξαναδεί. Πρόκειται για ένα συγκρότημα με καταβολές κυρίως προς την post-rock σκηνή, με εμφανείς επιρροές όμως από το dark wave. Είναι αρκετά υποσχόμενη μπάντα, μάλιστα στα live τους έχουν και οπτικό θέμα εναλλασσόμενων σκίτσων, τα οποία σχεδιάζει επιτόπου ο Παναγιώτης Πανταζής (οι φίλοι των κόμικς τον γνωρίζουν).

Έφτασα λοιπόν κατά τις 10.30 το βράδυ, στο διάλειμμα αμέσως πριν βγουν οι Woven Hand. Κατά τις 10.45, βγήκε στη σκηνή το τρίο από το Colorado και ξεκίνησε το σετ του. Μπορώ να πω ότι ο Edwards τα προσέχει πάρα πολύ τα live του. Με δυο διαφορετικές κιθάρες επί σκηνής, συν ένα ηλεκτροακουστικό μαντολίνο, προϊδεάζεσαι θετικά για το τι πρόκειται να παίξει, πόσο δε μάλλον όταν ο τραγουδιστής έχει στημένα και δυο διαφορετικά μικρόφωνα, με διαφορετικές ρυθμίσεις! Το ένα, ρυθμισμένο με βαθύ echo, για να δίνει έναν απόκοσμο τόνο στη φωνή του, το δεύτερο ρυθμισμένο κανονικά, τα χρησιμοποιούσε εναλλάξ – είτε ανάλογα με το τραγούδι που έπαιζε, είτε ανάλογα με το σημείο του κομματιού! Αυτό δεν περίμενα να το δω επί σκηνής.

Ο Edwards είναι βέβαια πάρα πολύ καλός performer, παίζοντας τα κομμάτια του στο ακέραιο. Αναφέρομαι κυρίως σ’ αυτόν, μια και αποτελεί την ψυχή των Woven Hand, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο μπασίστας και ο ντράμερ υστερούσαν κάπου. Το περίεργο ήταν ότι, παρόλο που δεν απευθυνόταν καθόλου στο κοινό, μας συνέπαιρνε. Οι ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα δεν σταμάτησαν έτσι ούτε στιγμή. Κι όλα αυτά χωρίς να χρειάζεται θεατρινισμούς ή οτιδήποτε, απλά και μόνο με τις μουσικές. Αυτή είναι άλλωστε και η μεγάλη του αξία. Αν και ένα «thank you» ακόμα δεν θα μας χαλούσε, μπορώ να πω!

Από άποψη κοινού, πρώτη φορά είδα το Block33 τελείως γεμάτο! Ειλικρινά, δεν περίμενα να υπάρχουν τόσο πολλοί φίλοι των Woven Hand στη Θεσσαλονίκη, πόσο μάλλον για να γεμίσουν χώρο με τη διπλή χωρητικότητα σχεδόν από το Αν Club! Το κοινό έδειξε απόλυτο σεβασμό στους καλλιτέχνες και τους τίμησε με το παραπάνω κατά τη διάρκεια της συναυλίας με τις φωνές και τα μπράβο. Δεν πρόκειται ασφαλώς για κάποιο είδος μουσικής το οποίο να σηκώνει «άγριες» καταστάσεις, οπότε δεν είδαμε και τίποτα το ακραίο. Το μόνο μου παράπονο από τη συναυλία είναι ότι κράτησε πραγματικά πολύ λίγο. Το βασικό σετ διήρκησε μια ώρα και 10 λεπτά και άλλα 10 το encore. Με το ρεπερτόριο που έχει πλέον στα χέρια του ο David Eugene Edwards, θα μπορούσε να μας δώσει πολύ περισσότερα. Ένιωσα λοιπόν σαν να μη «χόρτασα» live…

Πέραν των δικών μου παραπόνων όμως, ήταν ένα ωραιότατο live, οργανωμένο σωστά από τους οικοδεσπότες. Πάντως άξιζε τον κόπο να βρίσκεται κάποιος εκεί, αυτό είναι σίγουρο. Καλώς να μας ξανάρθεις, Eugene, αλλά αυτή τη φορά, παίξε λίγο περισσότερο!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured